Αρκαδικό Μεσημέρι – καλοκαίρι 1992
Αφόρητο φως



Άδεια δρομάκια διαδέχονται απροσδόκητα ασφάλτινους δρόμους με διαχωρισμένες τις δυο λωρίδες κυκλοφορίας με διαγράμμιση - πολυτέλεια γι΄ αυτά τα μέρη! Η θέση της Αρχαίας Λυκόσουρας είναι ένα εντελώς ερημικό μέρος, απομονωμένο, σιωπηλό. Λιγοστές πέτρες επιμένουν να μαρτυρούν τον αρχαίο ναό και δυο κτίρια που κάποτε ήσαν λουτρά. Ένα μικρό μουσείο φυτοζωεί, επανδρωμένο με ένα νεαρό φύλακα, ομιλητικό όσο και επιφυλακτικό. Αυτός ο άνθρωπος είναι ένας εγκόσμιος ερημίτης.

Φεύγοντας από τον καινούργιο μεγάλο δρόμο Καλαμάτας-Μεγαλόπολης, ακολουθείς ένα δρομάκι που περνάει μέσα από ένα-δυο συνοικισμούς, με μερικά παράσπιτα που δεν μπορούν να κρύψουν από ένα στοιχειωδώς παρατηρητικό μάτι ότι κατοικούνται ακόμα. Στη συνέχεια θα βρεθείς σε ένα φαρδύ δρόμο, που θα πρέπει να είναι ο παλιός δρόμος Καλαμάτας-Μεγαλόπολης. Αμέσως μετά από μια στροφή, ο δρόμος αυτός τελείως μα τελείως απροειδοποίητα κόβεται από ένα βαθύ ποτάμι. Προφανώς δεν έφτιαξαν τη γέφυρα. Αν οδηγείς ποδήλατο δε θα έχεις πρόβλημα, η ταχύτητά σου θα σου επιτρέψει να σταματήσεις έγκαιρα. Αν οδηγείς αυτοκίνητο, υπάρχουν τρεις πιθανότητες: α) να προλάβεις να φρενάρεις, β) να μην προλάβεις να φρενάρεις και να σε σταματήσει ένα μικρό ανάχωμα στο χείλος της όχθης και γ) να μην σε κρατήσει το ανάχωμα οπότε καλά να πάθεις. Όποιο και να είναι το μεταφορικό σου μέσο, στην περίπτωση που προλάβεις να φρενάρεις χωρίς να καταλήξεις στο ανάχωμα, θα ανακαλύψεις ότι πρέπει να στρίψεις αριστερά σ΄ ένα δρομάκο.

Συνεχίζεις για χιλιόμετρα αρκετά. Το πόσα θα σού το πει ο δικός σου μετρητής, αν έχεις. Γιατί πινακίδες δεν υπάρχουν και οι χάρτες δεν είναι σίγουρο ότι θα έχουν αυτές τις ασήμαντες λεπτομέρειες... Στρίβεις αδιάκοπα. Ανεβοκατεβαίνεις λοφάκια με κλίσεις που θα δοκιμάσουν άγρια τον κινητήρα ή τα πνευμόνια σου, καθώς και τα φρένα του όποιου οχήματος οδηγείς. Στο μεταξύ, ίσως να συναντήσεις έως και χειρόγραφες πινακίδες, που θα αποπειραθούν να σε οδηγήσουν στις διασταυρώσεις - τις οποίες έτσι και εμπιστευθείς χωρίς επιφύλαξη καλά να πάθεις πάλι.

Με βοηθό τη δική σου καλή διάθεση και θέληση, τα δρυοδάση και η υπόλοιπη βλάστηση θα καταφέρει να σε απορροφήσει, να σού δώσει τη μοναδική αίσθηση του ατίθασου αρκαδικού τοπίου. Αφού σκοντάψεις για πολλοστή φορά σε κάποιο κοπάδι ψωροκακόμοιρα πρόβατα που θα σού κλείσουν πεισματικά το δρόμο, οδηγούμενα από έναν βοσκό που έρχεται από μια άλλη εποχή που δε θα μπορέσεις να προσδιορίσεις με ακρίβεια, αμέσως μετά από μια δεξιά στροφή όπου θα αγκομαχάς με τη μικρότερη ταχύτητα (γρανάζι) του όποιου μέσου οδηγείς, θα βρεθείς μπροστά από ένα κτίριο, σε έναν χώρο που σε χωράει για να μανουβράρεις για να πάρεις το δρόμο της επιστροφής. Έφτασες στον αρχαιολογικό χώρο της Λυκόσουρας. Ο νεαρός φύλακας θα σού προσφέρει τις λιγοστές γνώσεις του γι΄ αυτά που βλέπεις, τη φαντασία του για αυτά που δεν βλέπεις, τις επίσης λιγοστές γνώσεις του για το οδικό δίκτυο της περιοχής. Και μια και κανένας άλλος δεν θα υπάρχει γύρω, θα σού επιτρέψει να φωτογραφήσεις ό,τι θέλεις, ακόμα και μέσα στο μουσείο αυτό που σε ενδιαφέρει, αφού το σκουπίσεις από τις μπόλικες αράχνες που το προστατεύουν.

Ο χώρος αποπνέει την εγκατάλειψη, αλλά εσύ είσαι ο ταξιδευτής που δεν πτοείται. Ο ήλιος πυρπολεί τα ατελείωτα χιλιόμετρά σου στα ατελείωτα ξεροβούνια. Κι όμως, είναι ασέβεια εδώ να κλείσεις τα μάτια σου. Παρατηρείς αυτούς τους κρανίου τόπους. Πρέπει να καταλάβεις πώς αυτός ο τόπος γέννησε ανθρώπους, που σπαργανωμένοι σ΄ αυτά τα ανελέητα βράχια ξενιτεύτηκαν και κατέκτησαν όποιο αφράτο χώμα πάτησε το πόδι τους. Βουνά γκρίζα, γυμνά, απάνθρωπα. Βρύση καμμιά στο δρόμο σου και το παγούρι σου έχει πάλι αδειάσει. Λίγα έρημα χωριά θα βρεις και σε μεγάλες αποστάσεις το ένα απ΄ το άλλο. Και ο αρχαίος ίδιος ζείδωρος ήλιος γίνεται φονιάς - και δεν είναι αυτός ο φταίχτης. Αποτελειώνει τα τελευταία ξερόχορτα και πουρνάρια.

Βρίσκεσαι στην καρδιά της Πελοποννήσου. Βρίσκεσαι στην καρδιά του χρόνου, στην καρδιά της ιστορίας της. Έχεις όλες τις ευκαιρίες ν΄ αναρωτηθείς πώς είναι δυνατό αυτός ο τόπος να υπάρχει ακόμα, να ισορροπεί μέσα στο σκληρό ανθρώπινο χρόνο, στο μεταίχμιο του παρελθόντος και του μέλλοντος. Αναρωτιέσαι, πώς θα είναι εδώ μετά από χρόνια; Τι περισσότερο, ή τι λιγότερο, μπορεί να συμβεί εδώ; Η ζωή είναι πολύ δυνατή. Πάντα επιβιώνει. Πονάς και χαίρεσαι μαζί.

Ανδρίτσαινα: μετά από την κάψα της ερήμου, το χωριό ισοδυναμεί για τη διψασμένη σου φτωχή ύπαρξη με μια πολύτιμη όαση. Νερό βρύσης! Ίσκιος δέντρου! Αξίες που φέρνουν μια αρχαία αγαλλίαση, μια καταλυτική ευφορία. Σε ένα παλιό και στενό σοκάκι - πραγματικά παλιό και πραγματικά στενό! - στο μικρό της εστιατόριο θα βρεις τελικά (αν επιμείνεις) την κυρία, για την οποία μια χειρόγραφη πινακίδα στην πορτούλα του λαογραφικού μουσείου σε έχει πληροφορήσει. Το «εστιατόριο» αυτό είναι ένα άλλο εστιατόριο: χώρος προσωπικός, ανθρώπινος, μικρός, άσημος, στη σκιά του στενότατου δρομάκου, με τις χρωματιστές κολοκύθες από πάνω σου και με μια ησυχία που θα τη θυμάσαι για πάντα. Η κυρία θα ξεκρεμάσει ένα παλιό κλειδί από τον τοίχο και θα οδηγήσει τους σποραδικούς επισκέπτες που τυχόν ενδιαφέρονται στο λαογραφικό μουσείο. Έπειτα, θα επιστρέψεις στο εστιατόριο για να δοκιμάσεις εξαιρετικές γεύσεις. Στο μεταξύ κι αν είσαι άτυχος, θα έχουν καταφθάσει ήδη σε κάποιο άλλο τραπεζάκι μια παρέα φωνακλάδες Ιταλοί - από τους τόσους που λυμαίνονται την Πελοπόννησο - και στο τελευταίο τραπεζάκι παρακάτω θα έχουν καταφθάσει μια παρέα νεοελλήνων, που με τους καβγάδες τους έβαλαν σκοπό να πληροφορήσουν όλη την Ανδρίτσαινα για τα προσωπικά και οικογενειακά τους προβλήματα - από τους τόσους που λυμαίνονται αυτή τη χώρα.

Αλλά το πιο ωραίο δεν το έζησες ακόμα! Ετοιμάσου για τη διαδρομή από την Ανδρίτσαινα μέχρι τις Βάσσες! Εδώ καταλαβαίνεις τι θα πει Αρκαδία. Η γη μετά τη δεύτερη ημέρα της δημιουργίας, δηλ. πριν ο θεός φτιάξει τη βλάστηση. (Αλλά και πάλι όχι, τότε οπωσδήποτε θα ήτανε πιο δροσερά!) Εντυπωσιακή η χάραξη του δρόμου: για να φτάσεις στο ναό, στην κορυφή εκείνου του όγκου, θα φέρεις πρώτα γύρα όλα τα βουνά της περιοχής. Λες και το έκαναν αυτό σκόπιμα οι σχεδιαστές, για να υπογραμμίσουν, να τονίσουν ακόμα περισσότερο αυτό που νιώθεις στη θέαση του μνημείου. Σου έρχεται στο μυαλό το έθιμο που επιβιώνει μέχρι σήμερα, να πηγαίνουν στα ξωκλήσσια, όταν αυτά γιορτάζουν, με τα πόδια και όχι με τα αυτοκίνητα. Σε αυτό το δρόμο, καθυστερεί όσο γίνεται η άφιξή σου, ταλαιπωρείσαι όσο γίνεται μέσα στα πυρωμένα βουνά, πλουτίζεται η εμπειρία σου σε χώρο, αλλά επίσης και σε χρόνο: κάποτε οι ανθρωποθυσίες (παραμύθια...) τελούνταν μέσα στο ναό, σήμερα όμως, αυτό το αυγουστιάτικο μεσημέρι, η θυσία σου άρχισε πριν φτάσεις εκεί (στ΄ αλήθεια!). Και αντί για τη λύρα του Απόλλωνα, δεν θα ακούσεις πια παρά τους γλωσσοδέτες των πολλών επισκεπτών από την κάθε γωνιά της γης.

Δεν πρέπει να βιαστείς. Πρέπει να μην βιαστείς. Περιπλανήσου, θυμήσου, ξέχασε. Αλλά πάνω απ΄ όλα, νοιώσε. Νιώσε το χώρο, νιώσε το χρόνο.

Ερημιά. Μόνο εσύ υπάρχεις σ΄ αυτό τον κόσμο. Εσύ, ο ξερότοπος κι ο ανελέητος ήλιος. Συναντάς ένα βενζινάδικο και σίγουρα θα σταματήσεις, όχι επειδή έχεις ανάγκη από καύσιμα αλλά ακριβώς το αντίθετο: νερό! Στρίβεις, σταματάς, ψάχνεις αμέσως με το βλέμμα για τη βρύση. Ίχνος πράσινου. Εσύ, το βενζινάδικο, τα καυτά βράχια και η ακίνητη ατμόσφαιρα που θα έσπαζε κάθε θερμόμετρο. Κι όμως να, ένας άνθρωπος βγαίνει από το σπιτάκι. Πλησιάζει αργά, βαριά. Πρέπει να είναι θηλυκός άνθρωπος, φοράει μαύρο παντελόνι, πράσινο μπλουζάκι, ένα κατακόκκινο πλατύ πάνινο καπέλο, ενώ το δέρμα όπου φαίνεται είναι σκοτεινό και χαρακωμένο, ολόιδιο με τα βράχια. Έρχεται για το αυτοκίνητο που σταμάτησε πίσω μου, χωρίς να το προσέξω στο μεταξύ. Πλησιάζει την παμπάλαια σαράβαλη βενζιναντλία. Τραβάει ένα μεγάλο μοχλό, ακούγεται ένα φριχτό γκράκα-γκρούκα. Ξανατραβάει, τίποτα. Η αντλία δεν μηδενίζεται. Ξανατραβάει με περισσή δύναμη, γκράκα-γκράκα-γκράκα-γκρούκα πάλι... αλλά τίποτα. Αφήνει το παλιοσίδερο, σταυρώνει στη μέση τα χέρια με μια προσποιητή αγανάκτηση (ας όψεται ο πελάτης) και κελαρύζει το στόμα της κάτι στο ντόπιο ιδίωμα, πλουτίζει τον άδειο αυτό κόσμο φωνή, ενώ εγώ συνεχίζω το ταξίδι μου στην αρκαδική γη με νέα καύσιμα: «να σού δώκω μια, τρομπίτσα!»

Βόρεια Ελλάδα - Αύγουστος του ΄91
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει... (Σεφέρης)



Τετάρτη 28 Αυγούστου 91



Πρωί ξεκινώ από τη Βέροια, με προορισμό την ανατολική Μακεδονία. Χώρος μακρινός, σαν άλλη χώρα - έτσι άραγε δεν πρέπει να ξεκινά ένα ταξίδι;

Μεσημεράκι, με δυνατό ευνοϊκό άνεμο τρέχω δίπλα στις λίμνες, προς την ανατολή που με περιμένει. Στην άκρη του δρόμου, κάποιος κουνάει επιδεικτικά στους περαστικούς και με ένα γελοίο τρόπο ένα ψάρι μέσα σε μια νάυλον σακούλα! Δίνει έτσι στον κόσμο που περνά να καταλάβουν ότι πουλάει ψάρια από τη διπλανή λίμνη. Μια πεταχτή ματιά στα θολά νερά της Κορώνειας με πείθει ότι το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να προσπεράσω το γρηγορότερο.

Στην οργιαστική βλάστηση των στενών της Ρεντίνας κάθε βιασύνη απαγορεύεται. Από εδώ και πέρα το περιβάλλον ομορφαίνει, και χωρίς να το καλοκαταλάβω όταν το απόγευμα έχει προχωρήσει φτάνω στην Αμφίπολη. Μπαίνω στο χωριό αλλά με εντυπωσιάζει η ερημιά του. Στην άκρη ενός όμορφου κάμπου βρίσκω τον καλύτερο συνδυασμό για να περάσει κανείς το βράδυ του: γρασίδι και βρύση με τρεχούμενο νερό. Έχει μια συμπαθητική συννεφιά. Έχει νυχτώσει, όταν φτάνουν στον ουρανό της σκηνής μου μερικές σταλαμίδες.

Πέμπτη 29



Δίπλα έχει πολλά αμύγδαλα. Το κτήμα είναι ακαλλιέργητο και εγκαταλειμμένο, συνεπώς δεν έχει φυτοφάρμακα. Μαζεύω εξαιρετικά αμύγδαλα για τις επόμενες μέρες.

Διασχίζω ένα ημιπεδινό τοπίο με γεωργικές καλλιέργειες. Στο πλάι του δρόμου υπάρχουν νόστιμα βατόμουρα, σύκα, σταφύλια. Είναι εποχή αφθονίας, γεμάτη δώρα της φύσης. Λίγα κτήματα καλλιεργούνται, τα περισσότερα είναι ακαλλιέργητα, καταφανώς παρατημένα. Εύκολα βρίσκεις πράγματα να φας, και από δέντρα ξηρικά, συνεπώς ιδιαίτερα νόστιμα.

Στην πλατεία της Κορμίστας, βλέπω δυο άντρες με πολιτικά ρούχα που φοράνε περασμένο στη μέση από ένα μεγάλο πιστόλι! Τι είναι αυτοί που γυρνούν έτσι μέσα στον κόσμο με τα όπλα περασμένα στη ζώνη τους; Μαφιόζοι; Φαρ-ουέστ είναι εδώ; Το μυστήριο λύνεται όταν βλέπω σταματημένο το αυτοκίνητο μιας χρηματαποστολής. Θεωρούν τις στολές περιττές, ούτε τα προσχήματα δεν μπαίνουν στον κόπο να κρατήσουν. Αφού τα αρπάξουν από τον αγρότη, τα φυλάνε μετά καλά μην τυχόν και τους τα πάρουνε πίσω.

Σταματώ στη Γεωργιανή να συμβουλευτώ τον χάρτη. Κάποιος έρχεται καταπάνω μου. Μιλά αδιάκριτα και φωνάζει με εκνευριστικό τρόπο. Εγώ του λέω ότι είμαι Έλληνας, αλλά αυτός επιμένει να με φωνάζει συνεχώς Βούλγαρο! Από ξένους μόνο Βουλγάρους έχει δει στη ζωή του; Και όλο με «περιποιείται» με το «ρε», στις πέντε λέξεις που ξεφωνίζει η μία είναι ένα βροντερό και προκλητικό «ρε!». Φεύγω να γλιτώσω.

Κατηφορίζω σε έναν κάμπο με καρύδια και φουντούκια. Πολύ πλούσιος ο κάμπος της Δράμας. Ο στενός δρομάκος ελίσσεται ωραία μέσα από τα καλαμπόκια και τις άλλες καλλιέργειες. Φτάνω στο χωριό που ζητούσα να βρω και τώρα πρέπει να ρωτήσω πού είναι το σπίτι του φίλου μου.

Βρίσκω μια γυναίκα, δεν γνωριζόμαστε, είδε το ποδήλατο όμως και κατάλαβε ποιος είμαι. Δεν είναι εδώ γιατί... έφυγε στη Γερμανία! Μου το ξαναλέει για να το πιστέψω. Παρόλο που αλληλογραφούσαμε, δεν το ήξερα. Πριν από μια βδομάδα έφυγε.

Για να καταλάβω καλά αυτό που έκανε ο φίλος μου πρέπει να ρίξω μια καλή ματιά στα χαμόσπιτα. Όλα τους είναι μισά. Τα άλλα μισά είναι στη Γερμανία. Δεν έχω στα μέρη αυτά πολλές μέρες, αλλά έχω ήδη πολλές φορές αναρωτηθεί σε τι διαφέρει αυτός ο τόπος από τη Γερμανία, όταν τα μισά αυτοκίνητα με τα οποία συναντιέμαι στους δρόμους έχουν αριθμό γερμανικό και οδηγό Έλληνα!

Μου δείχνουν τα στοιβαγμένα καφάσια με τις λαχταριστές ντομάτες. Σε λίγο θα σαπίσουν. Απούλητα. Τα παίρνει καμιά φορά και τα πηγαίνει στη λαϊκή αγορά της Δράμας, μήπως πάρει κάτι, τιμές εξευτελιστικές. Έφυγε ο φίλος μου, στην ξενιτιά. Όταν ένα παλικάρι φτάνει εκεί, τι μένει όρθιο;

Γύρω κοιμάται ένας κάμπος που θα μπορούσε να θρέψει έναν ολόκληρο λαό. Είναι το ίδιο λυσσασμένο ανθρωποκυνηγητό που βρίσκω μπροστά μου απ΄ άκρη σ΄ άκρη αυτής της χώρας. Το θάνατο της γης. Πλούσια γη ευλογημένη από τη φύση, να πεθαίνει παρατημένη;

Υπάρχουν κάποια πράγματα, που ο μόνος τρόπος να τα καταλάβεις είναι να τα ζήσεις στο πετσί σου. Αν δεν ταξιδέψεις έτσι, αν δε ζήσεις μέτρο το μέτρο αυτή τη γη, δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις ούτε τη γη ούτε τις ζωές των ανθρώπων της. Για το βολεμένο άνθρωπο της πόλης, τα αγαθά γεννιούνται ως δια μαγείας στα ράφια του σούπερ-μάρκετ. Ο αγρότης είναι αυτός που τραβά το κουπί. Για τον αγρότη, όλη η πρόσοδος βρίσκεται ενσωματωμένη στο προϊόν, αν δεν το πουλήσει πάει χαμένος. Αυτή ακριβώς την ανάγκη του εκμεταλλεύονται και τον πατάνε στο σβέρκο. Ο αστός το πολύ πολύ να πληρώσει κάτι παραπάνω, αλλά τον «χωριάτη» τον κάνουν ό,τι θέλουν, το χαμηλό το γάιδαρο όλοι τον καβαλάνε.

Είναι απίστευτο. Ένας κάμπος τόσο παραγωγικός, και οι άνθρωποι να ξενιτεύονται; Πάντα κερδισμένοι οι αετονύχηδες έμποροι και λοιποί αστοί. Το αστικό φαινόμενο σε όλη του τη δόξα. Οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι, οι φτωχοί φτωχότεροι, και η γη να πεθαίνει. Δεν αρκεί όμως να ξέρεις να το φιλοσοφείς το πράγμα, πρέπει κάποια στιγμή να πάρεις τα μπογαλάκια σου και να έρθεις να το βιώσεις από πρώτο χέρι, τότε θα νιώσεις τα πράγματα όχι μόνο με το κεφάλι σου αλλά και με το πετσί σου. Σε καταλαβαίνω και σε συγχωρώ φίλε που είχες το θάρρος να φύγεις. Δέχομαι το φαγητό και την ολόκαρδη μακεδονική φιλοξενία αυτών που είχαν το θάρρος να μείνουν, αλλά μόνο για μια ώρα, όχι περισσότερο. Δεν θέλω, δε μπορώ να μείνω περισσότερο, αν το κάνω θα πονέσω κι αυτό το ταξίδι το ξεκίνησα ως για διάλειμμα στον πόνο.

Σταμάτησα στους Φιλίππους. Σχεδόν μόνος περιφέρομαι στα ερείπια. Ερημιά. Δυο ξένοι κάθονται στην άκρη του αλλοιωμένου θεάτρου. Έχει επέμβει τόσο βάρβαρα το τσιμέντο! Γιατί δεν σεβάστηκαν το αρχαίο θέατρο, οι βάρβαροι; Μια παρέα νεοελλήνων ασχολείται αποκλειστικά με το κυνηγητό των δυο διαβολάκων τους. Τι ήρθαν να κάνουν εδώ μέσα οι άσχετοι, έχοντας πληρώσει και εισιτήριο;

Η σκηνή μου στήνεται πριν τη Νέα Καρβάλη. Έφαγα ένα πεπόνι από το διπλανό χωράφι. Έχει αμέτρητα κουνούπια, που τσιμπούν σα λυσσασμένα. Είναι τώρα η δύσκολη στιγμή για τα κουνούπια, όταν σουρουπώνει. Όσα και να σκοτώνεις δεν τελειώνουν, κλείνομαι γρήγορα στη σκηνή και σκοτώνω όσα πρόλαβαν να τρυπώσουν. Ξύνομαι σε πόδια και πρόσωπο.

Πέφτουν και πάλι μερικές στάλες. Ο δρόμος κάτω ακούγεται στην απόσταση, έχει αρκετή κίνηση. Οι νταλίκες αγκομαχάνε. Από τις κοινωνίες των πεινασμένων, τρέχουν για να χορτάσουν την κοινωνία των αχόρταστων. Έρημη χώρα, ούτε ένα φίλο δε μού άφησες.

Παρασκευή 30



Ο δρόμος μέχρι την Ξάνθη είναι στα περισσότερα σημεία του στενός, τόσο που οι νταλίκες ασταμάτητα μουγκρίζουν πλάι στον ώμο μου. Οι νταλίκες περνούν αμέτρητες. Οι νταλίκες είναι τόσες πολλές, που πρέπει να βρω μια εξήγηση για το πλήθος τους. Η βόρεια Ελλάδα στηρίζει δυσανάλογα την παραγωγική οικονομία της χώρας (όση απόμεινε) κι ωστόσο είναι η πιο εγκαταλειμμένη περιοχή. Είναι φανερό. Έτσι είναι η ζωή λένε, άλλοι δουλεύουν πολύ κι άλλοι τρώνε πολύ. Στη νότια χώρα έχω συναντήσει τους καλύτερους δρόμους στο επαρχιακό δίκτυο, αλλά και για την πρωτεύουσα και το νότο κρατούν τη μερίδα του λέοντος, σε μια προσπάθεια να εξανθρωπιστεί ένα λεκανοπέδιο που είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να γίνει ποτέ ανθρώπινο. Όσους πόρους και να απορροφήσει, το χάος δεν γεμίζει με τίποτα. Πάντως όπως και να έχει το πράγμα, εύχομαι με όλη μου την ψυχή να περιμένει ο νταλικέρης που έρχεται από πίσω μου να περάσουν πρώτα αυτοί που έρχονται από απέναντι, γιατί διαφορετικά πρέπει να καταλήξω ή στο χωράφι δεξιά ή κάτω από τις ρόδες του.

Στους Τοξότες στη γέφυρα του Νέστου το ποτάμι είναι πανέμορφο. Πριν τη Ξάνθη βρίσκομαι στο χωριό Παράδεισος, που είναι αυτό που λέει το όνομά του. Άφθονη βλάστηση και νερά.

Στη Ξάνθη πρώτη φορά έρχομαι. Διασχίζω το κέντρο. Μια συμπαθητική μικρή πόλη, που έχει την κίνηση που δε συναντάς στα σύγχρονα οικιστικά κέντρα, μια ζωντάνια. Συμμαζεμένη, χαμηλή, απλωμένη, έχει θα έλεγα κάτι από το χαμένο πρόσωπο της ανθρώπινης πόλης. Θέλεις να κάτσεις σε μια γωνιά και να παρατηρείς. Μια μουσουλμάνα περνά με τον γιο της. Σε αυτή κάθε κύτταρο του δέρματος της είναι κρυμμένο, εκτός από τα σημεία του σώματος που είναι απαραίτητο να εκτίθενται για τις πρακτικές ανάγκες, ο νεαρός φοράει τζην.

Παίρνω το δρόμο για τα βόρεια, για το Παρανέστι. Ανηφορίζω σε μια συνοικία από χαμηλά σπίτια. Δυο μουσουλμάνες μιλούν δυνατά, στρουμπουλές, κοντές και με την ίδια ακριβώς αμφίεση. Οι μαύρες φιγούρες τους κάνουν μια γελαστή αντίθεση μέσα στα πολύχρωμα σπίτια.

Προς το Παρανέστι, αρχίζει ένας άλλος κόσμος. Ένας δασικός χώρος με το δικό του πρόσωπο.

Ο δρόμος πηγαίνει δίπλα σε ένα ρέμα, που κυλά προς τα βόρεια. Λίγα χωριουδάκια υπάρχουν, αλλά δεν φαίνονται, βρίσκονται πίσω από τους ορεινούς όγκους. Λίγα αυτοκίνητα, πολλή ησυχία. Πολύ πράσινο. Και ανηφόρες, ήσυχες και γραφικές. Πριν τη διασταύρωση για Λυκοδρόμιο, υπάρχουν δυο χώροι αναψυχής με νερό και υπόστεγα. Ως και πυροστιές για ψήσιμο! (Όταν ο νεοέλληνας εκδράμει, το κοψίδι απαραίτητο.) Αν ήταν πιο αργά εδώ θα περνούσα το βράδυ. Η κατηφόρα για την Σταυρούπολη με φέρνει σε μια ωραίο τοπίο, στη συμβολή δυο ποταμών.

Ποδηλατώ μέσα στην καρδιά της βόρειας Ελλάδας, μέσα σε αυτόν τον υπέροχο χώρο. Εντυπωσιάζει η ανθρώπινη απουσία. Παρόλο που υπάρχουν χωριά και κωμοπόλεις, μπορεί να περάσουν είκοσι λεπτά μέχρι να διασταυρωθείς με ένα αυτοκίνητο. Όπου σχεδόν έχω ταξιδέψει σ΄ αυτή τη χώρα, το καλοκαίρι υπάρχει κίνηση στους δρόμους. Καλοκαιριάτικα, Αύγουστος μήνας, εδώ δεν υπάρχει κίνηση! Αυτό που υπάρχει δεν είναι απλώς ερημιά, είναι μια ερήμωση.

Ο ουρανός αρχίζει να γεμίζει σύννεφα. Η διαδρομή είναι υπέροχη, έχει ό,τι μπορεί ο ποδηλάτης να ποθήσει. (Εκτός από αυτά τα άγρια σύννεφα.) Πλούσια βλάστηση, σπάνια αυτοκίνητα. Δρόμοι ιδανικοί για ποδήλατο. Ο χαμένος παράδεισος του ταξιδιώτη.

Πέφτουν μεγάλες βροχοστάλες. Υπάρχει απειλή καταιγίδας. Πρέπει να βρω καταφύγιο. Φορώ αδιάβροχο και σπεύδω στο υπόστεγο μιας στάσης του λεωφορείου. Αρχίζει να βρέχει. Η βροχή είναι υπέροχη. Έρχεται στα ρουθούνια πλούσια η μυρωδιά της βρεγμένης γης. Ξεσπά ένα τρομερό μπουρίνι. Ησυχάζει πάλι. Ας φτάσω στο Παρανέστι. Φορώ το αδιάβροχο και ξεκινώ.

Η βόλτα με το ψιλόβροχο στον καθαρό φρεσκοπλυμένο δρόμο είναι σκέτη απόλαυση. Τη στιγμή όμως που περνώ από τον Κάτω Θόλο, μια ομάδα από σπίτια, ξεσπά ο δεύτερος κατακλυσμός του κόσμου.

Θεέ ψεύτη, δεν τήρησες την υπόσχεσή σου στο Νώε. Τρέχω σα σίφουνας στην πόρτα ενός σπιτιού, διασχίζω την αυλή, χώνομαι κάτω από το περβάζι.
Κάθονται δυο γέροι στον καναπέ και απολαμβάνουν το απόγευμά τους. Ας κάνω κι εγώ το ίδιο μαζί τους.

Μπήκα ξαφνικά στην αυλή τους, ένας ξένος στο σπίτι τους, κι αυτοί εξακολουθούν να κουβεντιάζουν μεταξύ τους και μαζί μου με μια φιλικότητα που με αφήνει άναυδο. Σα να γνωριζόμαστε από χρόνια. Ούτε που με ρώτησαν ποιος είμαι ή από πού έρχομαι. Λες και γνωριζόμαστε από παιδιά στην ίδια γειτονιά.

Το ποδήλατο πιάνει την πόρτα, το μετακινώ λίγο. Κάθομαι δίπλα τους και προσπαθώ να φυλαχτώ από το νερό. Κανένα αδιάβροχο δεν θα με κρατούσε στεγνό αν η μπόρα με έβρισκε ένα λεπτό νωρίτερα. Μακαρίζουν την τύχη τους γιατί είχε 15 μέρες να βρέξει και είναι τώρα «μέλι για όλα». Μια γυναίκα βγαίνει απ΄ το σπίτι, πρέπει να μετακινήσω πάλι το ποδήλατο για να περάσει.

Έρχονται με αυτοκίνητο κι άλλοι δυο άντρες. Με έκπληξη μαθαίνουν από πού έρχομαι, ο ένας έκανε φαντάρος στην πατρίδα μου προ αμνημονεύτων χρόνων. Περνάει μια ώρα με βροχή και κουβέντα. Αυτές τις περιστασιακές κουβέντες επί παντός επιστητού, που συμβαίνουν απροσδόκητα στα ταξίδια μου, ανέκαθεν τις απολάμβανα αφάνταστα! Εντελώς απροσδόκητα, μπορείς να ακούσεις τα καταπληκτικότερα πράγματα! Τα λόγια έρχονται μόνα τους, καθώς οι άνθρωποι είναι χαλαροί και φιλικοί. Μπορείς να μάθεις απίθανα πράγματα.

Κάποτε η βροχή κόβει, ήρθε η στιγμή της αναχώρησής μου, καλοί μου άνθρωποι. Σε λίγο στήνω γρήγορα τη σκηνή, όχι πλέον για τα κουνούπια αλλά για να μη βραχεί το εσωτερικό της. Με το να βρέχει, τουλάχιστο δεν έχει κουνούπια... Μπήκα στη σκηνή με ρούχα και υπνόσακκο στεγνά, τώρα ας βρέξει όσο θέλει. Και βρέχει. Και είναι τόσο ωραίο να ηρεμείς στεγνός στο ύπαιθρο και να ακούς τις στάλες στον ουρανό της σκηνής σου να πέφτουν, να πέφτουν, να πέφτουν. Με το πλάι κοιμούμαι κοιμούμαι κι ακούω τις μηχανές της γης που ταξιδεύει. Ελύτη, σήμερα σε καταλαβαίνω.

Σάββατο 31



Συννεφιά. Όλα είναι μούσκεμα, το ποδήλατό μου κολυμπάει στην υγρασία.

Μετά το Νέστο, ο δρόμος ανεβαίνει. Βρίσκω μια βατομουριά πνιγμένη στα βατόμουρα. Πεντανόστιμη τροφή. Κι αν δε βρίσκω τροφή στα χωριά των ανθρώπων, η φύση με φροντίζει.

Ώρα 15:30: αρχίζει ο τρίτος κατακλυσμός. Και σήμερα στην ώρα του. Δύσκολοι καιροί για ταξιδιώτες με ποδήλατο. Η βροχή είναι βέβαια υπέροχη, ασχέτως που με δυσκολεύει. Τα νέα για τον καιρό δεν είναι ευχάριστα, και αφού δεν συμπαθώ καθόλου τη βροχή, στις Σέρρες κατευθύνομαι στο σιδηροδρομικό σταθμό. Όμως τραίνο έχει στις 4 το πρωί. Καφενείον η Ελλάς (να μην πω τίποτα χειρότερο). Συνεχίζω για Θεσσαλονίκη λοιπόν.

Μετά τις Σέρρες, σ΄ ένα χωράφι με κομμένο τριφύλλι θα στήσω τη σκηνή μου. Πανικός σε ένα δευτερόλεπτο μόλις σταματήσεις. Τσιμπούν σα διαβολεμένα. Κανένα ρούχο, καμιά πανοπλία, τίποτα δεν θα μπορούσε να τα σταματήσει. Τσιμπούν όπου βρουν, δεν είναι δυνατό να προλάβεις να τα διώχνεις. Δεν προλαβαίνεις ούτε να τα δεις. Ακούγεται ένας βόμβος γύρω μου, σηκώνω το βλέμμα και βλέπω με δέος ένα τεράστιο σύννεφο να με πνίγει. Όλοι αυτοί οι διαβόλοι ζητούν το αίμα μου. Εκτελώ τις κινήσεις με μέθοδο και ταχύτητα και η σκηνή ορθώνεται. Δεν προλαβαίνω ούτε να χοροπηδώ για να φύγουν από τα πόδια, τινάζω το κεφάλι να φύγουν από το σβέρκο και το πρόσωπο. Αυτή τη στιγμή της ημέρας πρέπει να μη βρίσκεσαι στο ύπαιθρο! Πετώ γρήγορα τα πράγματα μέσα, τραβώ το φερμουάρ και εκδικούμαι με μια άπειρη ευχαρίστηση καμιά δεκαριά που πρόλαβαν να εισβάλλουν μέσα στο άδυτό μου. Τα ακούω να βουίζουν έξω σ΄ όλη την ατμόσφαιρα και μπροστά από το σιτάκι της σκηνής πετούν μιλιούνια. Τώρα τίποτα δεν μου κάνετε πια, καταραμένα. Αν η κόλαση έχει τόσα κουνούπια, δεν πάω εκεί.

Στη χειμωνιάτικη Πελοπόννησο
Δεκέμβρης του ΄88



Η ιδανική εποχή να ταξιδέψεις στην Ελλάδα είναι η άνοιξη. Η θερμοκρασία βρίσκεται σε μια μέση κατάσταση, δηλ. δεν έχεις να αντιμετωπίσεις ούτε το χειμωνιάτικο κρύο και τη βροχή ούτε το καλοκαιρινό λιοπύρι. Και βέβαια η φύση τότε βρίσκεται στο μεγάλο της συναρπαστικό ξύπνημα. Ακολουθεί το φθινόπωρο, όπου με τη θερμοκρασία συμβαίνει ας πούμε το ίδιο. Μερικοί θεωρούν ότι το φθινόπωρο βρίσκεται η φύση στις μεγάλες ομορφιές της. Δεν μπορώ να τα συγκρίνω. Τα βρίσκω δύο διαφορετικά πράγματα. Και πιστεύω ότι δεν χρειάζεται να γίνονται τέτοιες συγκρίσεις. Έχω ταξιδέψει όλες τις εποχές και ξέρω ότι η κάθε εποχή έχει το δικό της μεγαλείο. Η άνοιξη, η εποχή των χυμών, προσφέρει τις δυνάμεις της ανανέωσης, του οργασμού. Το φθινόπωρο προσφέρει τη γαλήνη και τη σοφία, την ξεκούραση μετά τη δοκιμασία του καλοκαιριού. Και τα δυο σ΄ αυτό τον τόπο είναι υπέροχα. Αν είναι να διαλέξω ένα από τα δυο, προτιμώ και τα δυο.

Η άνοιξη είναι η εποχή της ανανέωσης, το καλοκαίρι η εποχή της φυσικής δοκιμασίας, το φθινόπωρο η εποχή της ψυχικής ανανέωσης, ο χειμώνας η εποχή της αυτοσυντήρησης, της μνήμης του εαυτού. Για να τα νιώσεις θέλει επαφή με τη φύση, με τους φυσικούς κύκλους της ζωής. Εδώ υπάρχει πρόβλημα, όταν ο άνθρωπος ξεκόβει από τις φυσικές δυνάμεις. Χρησιμοποιούν τη λέξη «κακοκαιρία», ως εξέλιξη του αρχαίου όρου «χειμών». Μπορεί να είναι ο καιρός κακός; Τι το κακό μπορεί ο καιρός να έχει; Όταν οι άνθρωποι θεωρούν ότι κάτι δεν τους εξυπηρετεί, τού αποδίδουν την ιδιότητα του «κακού». Στα ημερολόγια αρχαίων λαών η αρχή της άνοιξης συνέπιπτε με την αρχή του νέου χρόνου, πράγμα που συνεπάγονταν ότι κατά μία έννοια στην εναλλαγή των εποχών ο χειμώνας έρχονταν «τελευταίος». Αλλά έχει τη δική του σοφία, το δικό του μερίδιο. Είναι η εποχή της ύφεσης, το τέλος ενός κύκλου που προμηνάει την αρχή. Η στιγμή της ύφεσης για τον πληθυσμό, αλλά της ολοκλήρωσης για το άτομο.

...

Το τραίνο με αφήνει στην Κόρινθο. Κατασκηνώνω σε μία βρύση με φρέσκο νερό. Ζω τον απόλυτο χειμώνα. Σ΄ αυτό το ταξίδι μου θέλω να ξεκουραστώ. Θα διασχίσω την κεντρική ορεινή Πελοπόννησο. Είναι η πρώτη φορά που κάνω ένα σοβαρό ταξίδι τον χειμώνα και διάλεξα την Πελοπόννησο, δηλαδή τον ελληνικό νότο, εκεί όπου υποτίθεται ότι ο χειμώνας είναι σχετικά ήπιος. (Ποιος το είπε αυτό; Το κρύο που πρόκειται να συναντήσω θα με κάνει να αναθεωρήσω αυτό τον ισχυρισμό!)

Έχω χαράξει ένα δρομολόγιο ώστε να βλέπω όσο γίνεται λιγότερο θάλασσα. Οι Έλληνες αποδίδουν κεντρική σημασία στη θάλασσα. Όσες φορές διασχίζω ηπειρωτική χώρα, νομίζω ότι βρίσκομαι σε μακρινά μέρη, έξω από το βεληνεκές της φυλής μου. Αυτό το συναίσθημα του καινούργιου επιτείνεται από το γεγονός ότι δεν έχω ξαναπεράσει από την διαδρομή που πρόκειται να κάνω. Επίσης, ο χειμώνας είναι εποχή ξεκούρασης. Δεν συναντάς ξένους, κίνηση, συναντάς μόνη και ανενόχλητη τη φύση, την εποχή της ύφεσης, της ησυχίας, της σιωπής. Το κρύο σε στρέφει προς τα μέσα, προσέχεις τον εαυτό σου ελέγχοντας τη δράση στο ελάχιστο. Προσπαθείς να αντισταθμίσεις την θερμοκρασία του εξωτερικού περιβάλλοντος με τη θερμοκρασία του εσωτερικού περιβάλλοντος. Με τη θερμοκρασία της ψυχής σου.

Θυμάμαι δυο στιγμές από ένα βιβλίο, το «Ελληνικό Καλοκαίρι» του Λακαριέρ. Η πρώτη στιγμή ήταν όταν γύρισα το εξώφυλλο: «ρίζες - δεν πρέπει να συγχέουμε τα βιβλία που διαβάζουμε ταξιδεύοντας μ΄ εκείνα που μάς ταξιδεύουν. Andre Breton.» Η δεύτερη στιγμή ήταν όταν έκλεισα το οπισθόφυλλο, τελειώνοντας, κι η ματιά μου έπεσε πάλι στον τίτλο του βιβλίου. Ένα κρυφό χρέος αισθάνθηκα τότε. Σκέφτηκα ότι αν ο Λακαριέρ είδε τέτοιον πλούτο σ΄ αυτή τη χώρα ταξιδεύοντας μόνο καλοκαίρι, σκέψου τι θα μπορούσα να ανακαλύψω ως ταξιδιώτης τεσσάρων εποχών...

Πόσο δίκιο είχα... Αυτό το παγωμένο χειμωνιάτικο σούρουπο, σ΄ αυτή την απόμερη ασήμαντη γωνιά, στα ίδια αρχαία χνάρια, ανακαλύπτω ότι το ταξίδι σ΄ αυτόν τον τόπο είναι τόσο πλούσιο, ώστε δεν χρειάζεσαι κανένα βιβλίο για να σε ταξιδέψει.

...

Τις ατέλειωτες ώρες κάτω από αυτούς τους ουρανούς, δεν έχω άλλο να κάνω, από το να απορροφιέμαι στα τοπία της Κεντρικής Πελοποννήσου. Χαίρομαι τις ώρες αυτές. Ναι, αυτή είναι η Πελοπόννησος, έτσι είναι πάντα. Πόσο διαφορετική είναι τώρα τον χειμώνα σε σχέση με την πολυκοσμία, το θόρυβο και τη βρώμα του καλοκαιριού! Αγροτικές περιοχές ήσυχες, ήσυχοι άνθρωποι και λιγοστοί, κάποιο κοπαδάκι πρόβατα εδώ κι κει, βουναλάκια, λόφοι, λιβάδια, στροφές, χωριουδάκια, δέντρα, βρύσες, όλα να εναλλάσσονται αδιάκοπα και με το ρυθμό που πρέπει. Μετά από την καθεμιά στροφή όλο και κάτι καινούργιο ξέρεις ότι θα σε περιμένει και χωρίς να ξέρεις τι.

Σε κάθε στροφή θέλεις να σταματήσεις και να απολαύσεις. Μια περιπέτεια. Αυτή είναι η Πελοπόννησος, αυτή που αναφέρεται στα ταξιδιωτικά περιοδικά και βιβλία. Και είναι καιρός, αφού όλος ο κόσμος την έχει ανακαλύψει, κάποτε επιτέλους να την ανακαλύψουν και οι Έλληνες... Και πρέπει να προλάβουν, πρέπει να κάνουν κάτι πριν καλυφθεί όλη από το μισό σκουπιδαριό και το μισό σκατό της υφηλίου! Είναι κάτι το φοβερό το τι σκουπίδι, σκατό και βρώμα από κάτουρο βρίσκει κανείς το καλοκαίρι ειδικά στις βρύσες της Πελοποννήσου! Αυτό είναι που χαίρομαι σ΄ αυτό μου το ταξίδ, γιατί αυτά τα τρία λείπουν! Το σκουπίδι δεν λείπει, επειδή αντέχει στο χρόνο, λείπει όμως η βρώμα των απεκκρίσεων. Χαίρομαι να σταματώ στις βρύσες για νερό και να μη βλέπω πάρα πολύ σκουπιδαριό, όπως επίσης και να μη μυρίζω σκατό και κάτουρο.

Οι δρόμοι συνεχώς ανεβοκατεβαίνουν. Η ανάβαση στο βουνό Ολίγυρτος είναι ατέλειωτη. Υπάρχει χιόνι εδώ κι εκεί στο δάσος. Ο δρόμος ανεβαίνει φιδωτά.
Ολίγυρτος, τι υπέροχη λέξη! ήχος μαγικός από τα βάθη της φυλής, άντε τώρα να την ετυμολογήσεις... Πούσι τρέχει στις βουνοπλαγιές, αφήνει να ξεπετιέται από μέσα του ο βαθυγάλανος ουρανός. Καταπληκτικές εικόνες. Στην κορυφή, θα περάσω για λίγο μέσα από μια πολύ πυκνή ομίχλη. Δεν μπορώ να δω σε απόσταση δέκα μόλις μέτρων. Τα ρούχα μου πιάνουν υγρασία. Αμέσως βγαίνω από το σύννεφο και η ατμόσφαιρα ξεκαθαρίζει πάλι. Σαν από ένα θαύμα, ένας αστραφτερός ουρανός με τυφλώνει. Σταματά ένα αγροτικό, ο οδηγός απορεί πως δεν πέθανα από το κρύο. Εγώ δεν έχω λόγους να απορώ. Όταν ωστόσο ξεχύνομαι στη γρήγορη κατηφόρα μέχρι την Κανδήλα, στον καινούργιο καλοστρωμένο δρόμο, χμ... πραγματικά ήρθε η στιγμή να το ξανασκεφτώ αυτό που είπε!

Έφτασα στη Βυτίνα. Θα περάσω το βράδυ σε μια συστάδα έλατα, ένα μέρος όπου έχω κατασκηνώσει ξανά κάποτε στο παρελθόν. Μια γιαγιά με ένα γαϊδουράκι περνάει και λέει χωρίς να περιμένει καμιά απάντηση ή σχόλιο από τη μεριά μου να πάω στο χωριό να μείνω γιατί εκεί κάνει κρύο. (Κάτι μού λέει ότι αυτή κάτι θα ξέρει.)

Είμαι αρκετά κουρασμένος, ώστε μετά από το φαγητό κλείνω τα βλέφαρα, αφού καλωσορίσω το φεγγάρι που σηκώνεται δειλά-δειλά από το λόφο της ανατολής. Μπαίνω στον υπνόσακο και βολεύομαι μια χαρά. Μπορεί η θερμοκρασία να πλησιάζει στο μηδέν, αλλά εννενήντα έξη χιλιάδες χιλιόμετρα αιμοφόρων αγγείων φροντίζουν και με κρατούν ζεστό.

Ξυπνώ. Νύχτα, η ώρα είναι τέσσερις. Θέλω να φορέσω κάτι παραπάνω στα πόδια, ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες και να συνεχίσω από το άλλο πλευρό. Αλλά ας βγω για λίγο έξω. Η θερμοκρασία έπεσε αρκετά κάτω από το μηδέν. Θεέ... τι τοπίο! Τι πλανήτης είναι αυτός;

Τα δέντρα, τα ξερόκλαδα, ο φράχτης, το γρασίδι, το πεζούλι, οι πέτρες, τα πάντα είναι σκεπασμένα από πάγο, λευκό πάγο. Η υγρασία του αέρα πάγωσε ερχόμενη σε επαφή με τα πράγματα της γης. Και υπάρχει μια ολόγιομη πανσέληνος εκεί ψηλά, ένας κάθετος προβολέας που ρίχνει ένα αλλιώτικο φως στο κατάλευκο τοπίο. Για να κάνει αυτή τη νύχτα την πιο παράξενη οπωσδήποτε μέρα της ζωής μου!

Ας ανάψω μια καλή φωτιά για να με ζεσταίνει, γιατί τις λίγες ώρες που απομένουν ως την αυγή, θα μείνω να θαυμάσω, να χορτάσω αυτό το αναπάντεχο θέαμα. Μέχρι να ξημερώσει, θα ταΐζω τη φωτιά και θα κάνω περιπάτους στο οροπέδιο, και στο κοντινό ποταμάκι.

Στην τέλεια γαλήνη, αφουγκράζομαι με τη μεγαλύτερη προσοχή τον ήχο από το παγωμένο γρασίδι κάτω από τα βήματά μου. Βρίσκομαι σε έναν άλλον πλανήτη, τον πλανήτη του λευκού πάγου.

Η φωτιά θα χρησιμεύσει και στην ετοιμασία ενός καλού πρωινού. Με αυτό το κρύο χρειάζομαι θερμίδες. Μόλις ξημερώσει, βρίσκομαι στον ασφάλτινο δρόμο πανέτοιμος. Καβαλώ τη σέλλα μου. Οι πεταλιές μου αυτές αναμφίβολα είναι οι πιο κρύες της ζωής μου. Μετά από τη διασταύρωση για Δημητσάνα, ο δρόμος κατηφορίζει στη ρεματιά του Λούσιου.

Και εδώ μέσα όλα είναι άσπρα. Κάτασπρα! Πάγοι σκεπάζουν κάθε γήινη έξαρση, πάγοι κρέμονται από τα φυτά της παραποτάμιας βλάστησης, από τα ξύλα, τους βράχους, από ό,τι σηκώνεται στον αέρα. Μέσα από το ποτάμι αναδύονται ατμοί. Απορώ πως μπορώ να λειτουργώ μέσα σε τέτοιο κρύο πάνω στη σέλλα ενός ποδηλάτου που εξακολουθεί να κινείται στην κατηφοριά με αρκετά χιλιόμετρα την ώρα. Σήμερα αλλάζω αντίληψη για την αντοχή του ανθρώπου στο κρύο. Φυσικά η ορειβατική μου βέστα κάνει δουλειά... Σήμερα αποκτώ άλλη άποψη για τις αντοχές του ανθρώπινου σώματος.

Η Δημητσάνα είναι ένα πανόραμα. Δεν έχω συναντήσει οικιστικό σύνολο με τόσο χαρακτηριστική τοπογραφική διαμόρφωση. Αλλά η Στεμνίτσα αποδεικνύεται μια ακόμα πιο ευχάριστη έκπληξη. Το πέτρινο χωριό που απλώνεται γύρω μου είναι μαζί με τα Ζαγόρια (αρκετά μακριά από αυτό το μέρος) ένας πραγματικά αγνός χώρος φτιαγμένος από ανθρώπινο χέρι. Τέτοιοι χώροι είναι σπάνιοι, όσοι έχουν απομείνει. Από τις εποχές όταν οι άνθρωποι κατασκεύαζαν κάτι όχι μόνο με κριτήρια που απορρέουν από τις πρακτικές ανάγκες. Με κατακλύζει μια αβίαστη αίσθηση νοσταλγίας.

Από τη Στεμνίτσα μέχρι την Καρίταινα ο δρόμος είναι κατηφορικός μέσα σε θαμνότοπους. Η δύναμη της βαρύτητας παρασύρει το ποδήλατό μου, το αφήνω μόνο του να κυλά. Κατεβαίνω τις αλλεπάλληλες στροφές με το βλέμμα μπροστά μου στις κοιλάδες εκεί κάτω, τους λόφους του νότου που με περιμένουν. Με περιμένει ο νότος να με ζεστάνει, καθώς ο ήλιος γλυκαίνει τη χειμωνιάτικη γη με πολύτιμες ακτίνες.

Διασχίζω την πεδιάδα της Μεγαλόπολης. Μονότονο τοπίο που επαναλαμβάνεται. Βελανιδιές που έμειναν στα χρώματα του φθινοπώρου, κίτρινο, καφέ, κόκκινο ξεπλυμένο, άπειρες αποχρώσεις. Λες και ο τόπος εδώ ξεχάστηκε να γιορτάζει ακόμα το φθινόπωρο. Ο δρόμος στρίβει, ανεβοκατεβαίνει, περνά λόφους. Χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς χωριά, χωρίς ανθρώπους, με πολλή ερημιά. Πόσο διαφέρει αυτός ο τόπος το καλοκαίρι με τουρισμό από τον χειμώνα χωρίς τον τουρισμό!

Ο ήλιος κάνει τα πάντα όλο και πιο κίτρινα. Είναι ώρα να αρχίσεις να ζεις με τη γαλήνη.

...

Ξημέρωσε. Χριστούγεννα σήμερα. Βγαίνω από την σκηνή. Είμαι σε ένα ήρεμο αγροτικό τοπίο. Η θερμοκρασία του αέρα είναι σήμερα ηπιότερη. Στον πρώτο ήλιο της ημέρας ευκαιρία να αερίσω τη σκηνή και τα ρούχα μου, μετά την ηπειρωτική περιπέτεια. Πρέπει να έχει γύρω στους οκτώ βαθμούς, αλλά μετά από το χθεσινό κρύο μού φαίνεται σκέτη απόλαυση, σε βαθμό που μένω με το κοντομάνικο και δεν με ενοχλεί. Θυμάμαι μια φωτογραφία: ήταν ένας ιθαγενής μιας φυλής των Ιμαλαΐων, καθισμένος μέσα στην πάνινη σκηνή και γυμνός από τη μέση και πάνω ετοίμαζε φαγητό. Η θερμοκρασία μέσα στη σκηνή ήταν λίγο κάτω από το μηδέν, δηλ. εκεί μέσα είχε ζέστη.

Αρχίζει πάλι η πέτρινη Μάνη. Η χαρακτηριστική στιγμή της σημερινής ημέρας είναι η δύση στο μανιάτικο τοπίο. Ο δρόμος ελίσσεται στο απόκρημνο βραχώδες τοπίο, πάνω από τη θάλασσα. Όλα τα λούζει ένα βαθύ πορτοκαλί φως από ένα παράξενο ήλιο που ρίχνει τις αχτίδες του ακριβώς οριζόντια, από το σημείο ακριβώς όπου ενώνονται ουρανός και πέλαγος. Μια ατελείωτη στιγμή που κρατά από την Λαγκάδα μέχρι το ερημικό μέρος που θα κατασκηνώσω, κάπου μετά από τον Άγιο Νίκωνα. Είναι ένα οροπέδιο που κρέμεται πάνω από την Μεσόγειο. Αφιλόξενο αλλά εντυπωσιακό, πετρώδες, αψύ μανιάτικο σκηνικό. Μια τόσο ζωντανή, πολύ ζωντανή νεκρή φύση.

Πολλές κραυγές αλεπούς. Λές και πολιορκούν το οροπέδιο όπου βρίσκομαι! Τι τις έπιασε και ουρλιάζουν ασταμάτητα όλες μαζί;

...

Στον Κοσμά, πάνω στον Πάρνωνα, το κρύο είναι πολύ τσουχτερό. Αποφασίζω να μην κατασκηνώσω εδώ, αλλά κάτω στο Λεωνίδι. Είναι 30 χιλιόμετρα, και έχω 40 λεπτά στη διάθεσή μου μέχρι να νυχτώσει. Ντύνομαι σαν άρμα μάχης για την κατηφόρα. Πολύ κρύο! Ο δρόμος είναι επικίνδυνος. Γεμάτος λακκούβες, σαμάρια, χώματα, πέτρες, πεσμένοι βράχοι, σκουπίδια, λάδια, ψοφίμια, κοπριές κι ό,τι άλλο είναι δυνατό να συναντήσει κανείς στην ελληνική άσφαλτο. Ό,τι δεν είναι αδύνατο να συναντήσει κανείς στην ελληνική άσφαλτο. Στροφές επικίνδυνες κρέμονται πάνω από τους γκρεμούς. Ξεχύνομαι μέσα στις υπέροχες γνωστές χαράδρες. Μπουλούκια από κατσίκια ξεπετάγονται πίσω από τα βράχια και μού κόβουν το δρόμο. Ένας βοσκός κατατρόμαξε, με παρατηρεί σαν εξωγήινο μέχρι να χαθώ πίσω από τα βράχια. Επιστρατεύω τις δυνάμεις μου και την ικανότητα στην οδήγηση. Και εγώ και το ποδήλατο δοκιμαστήκαμε σκληρά και υπέροχα. Χώνω στη γη το τελευταίο πασσαλάκι της σκηνής με το φως του φαναριού.

Όλυμπος - Νοέμβρης του ΄88
Το βασίλειο του βουνού (αποσπάσματα)



Κοιμήθηκα σε ένα δασάκι, κάπου στα μέρη της Κατερίνης. Μόλις ξημέρωσε και η θερμοκρασία είναι κάτω από το μηδέν. Όταν αρχίζω την ανηφόρα ζεσταίνομαι, όταν κάνει κρύο η ανηφόρα σε ζεσταίνει. Να ταξιδεύεις χειμώνα σίγουρα είναι για τους έμπειρους. Το σώμα έχει τις δυνατότητές του, αλλά πρέπει να τις γνωρίζεις.

Με τέτοιο κρύο, η διαδρομή αργεί να με απορροφήσει. Αλλά αισθάνομαι λεύτερος πάλι όπως παλιά, πολύ καιρό είχα να ταξιδέψω. Η ανάσα μου πετάγεται πριν από μένα σαν ένα άσπρο φουγάρο. Στα ψηλά συναντώ και χιόνια. Στις κατηφόρες το κρύο τσούζει.

...

Απόλυτη ερημιά στο δάσος. Ο χωματόδρομος έχει λάσπη αλλά ευτυχώς δεν κολλάει, είναι υγρή και σχηματίζει ένα αργιλώδες πήγμα που δεν πιάνει στα λάστιχα. Έχει επίσης χιόνι, αλλά είναι παγωμένο και δεν δημιουργεί σημαντικό πρόβλημα στην κίνηση.

Είσαι δυνατός, ζεστός, γεμάτος όρεξη. Δουλεύεις, κόβεις ξύλα, ό,τι και να κάνεις στο βουνό ξεκουράζεσαι. Αυτά που χρειάζεσαι στο χειμωνιάτικο βουνό είναι το καλό φαγητό και η καλή διάθεση. Όταν υπάρχει και η καλή παρέα είσαι πραγματικά πλούσιος. Στις ακτίνες του ήλιου ευχαριστήθηκα ένα ντους γυμνός με το λάστιχο του νερού που έρχεται από την πηγή.

Τα φθινοπωρινά χρώματα ξεκουράζουν το μάτι, κάτω από τις χιονισμένες κορφές. Είναι προχωρημένο απόγευμα, όταν έρχεται κάποιος γνώριμος από το χωριό. Ζητά τη βοήθειά μας γιατί έχασε κατσίκια, αν μείνουν έξω θα τα φάνε οι λύκοι. Ο Β. ανέβηκε στη ράχη, εγώ κατέβηκα στη ρεματιά, όπου και εκεί το καταπληκτικό αυτί του Χ. άκουσε κουδούνια, όταν εγώ δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα άλλο από την απέραντη σιωπή του ολύμπιου δάσους. Κατηφορίζω κουτρουβαλώντας στις κακοτοπιές και μετά από μισή ώρα επιτέλους τα βρίσκω. Κυνηγώ το κοπάδι με ξύλα και πέτρες, ότι μπορώ. Η περιπλάνηση στο κακοτράχαλο δάσος, με τα πανύψηλα δέντρα και τους πυκνούς θάμνους είναι δύσκολη υπόθεση. Τελικά όταν χάνεται και το τελευταίο φως της μέρας, συναντιόμαστε όλοι στη στάνη επιτέλους.

Το κοπάδι είναι τεράστιο. Ο Χ. μάς προειδοποιεί να είμαστε αδιάκοπα δίπλα του γιατί τα σκυλιά θα μας σκίσουν. Τα θηριώδη τσομπανόσκυλα μπορούν να σε κάνουν κομμάτια σε χρόνο μηδέν. Βγάζει από το αυτοκίνητο δυο καρβέλια από πιτυρούχο ψωμί μεγάλα όσο μια αγκαλιά, τα κόβει στη μέση με ένα μαχαίρι και πετάει από ένα κομμάτι ταυτόχρονα σε όλα τα σκυλιά για να μη γίνει μάχη. Τα θηρία τα αρπάζουν και κάθονται στη γη μακριά το ένα από το άλλο. Έτσι στο μισοσκόταδο αν τα έβλεπα χωρίς να ξέρω τι ζώα είναι, θα τα περνούσα για παρδαλά γαϊδούρια.

...

Ήρθε η μέρα της αναχώρησης. Φεύγω από το δασικό δρόμο μέσω Πέτρας. Υπέροχη διαδρομή. Έχω περάσει και καλοκαίρι, αλλά τα χρώματα αυτή την εποχή δίνουν εικόνες φαντασμαγορικές. Έφυγα πρωί ώστε η λάσπη και το χιόνι να είναι παγωμένα, δεν λερώθηκα καν. Γλιστρά όμως, πέφτεις μερικές φορές, και οδηγείς αργά.

Κάπου μετά το Ξερολάκι ξεχνιέμαι στα παιχνίδια που μου κάνει ένας μικρούλης σκίουρος. Του αφήνω μερικά φουντούκια στο δέντρο του. Καθώς τον παρατηρώ, ακούω κοντά γρυλισμούς. Ψυχή δεν υπάρχει τριγύρω, ούτε άνθρωποι ούτε δρόμοι ούτε ζώα, άρα είναι λύκοι. Ας μη διακινδυνέψω μια τέτοια συνάντηση... αντίο σκίουρε!

Η αλάνθαστη συνταγή της ποδηλατικής ευτυχίας

Ό,τι δεν χαρίζεται κερδίζεται



Βομβαρδίζεται ο μέσος άνθρωπος από τα ινστιτούτα αδυνατίσματος, τα περιοδικά, τις εκπομπές της τηλεόρασης και τις διαφημίσεις με τις κορμάρες των μοντέλων να παρελαύνουν μπροστά του, που έχει σηκώσει τα χέρια, δεν δίνει σημασία σε τίποτα, συνεχίζει να καπνίζει ένα πακέτο τη μέρα, τρώει στο πόδι στο φαστφουντάδικο, κι όταν γυρίζει κουρασμένος από τη δουλειά (αν γυρίζει νωρίς θα είναι από τους τυχερούς!) τεντώνεται μπροστά στην τηλεόραση. Αλλά και εκεί καραδοκούν οι κορμάρες, ενώ έξω ένας υπέροχος καιρός θα έβαζε σε πειρασμό ακόμα και το διάβολο για μια βόλτα με ποδήλατο.

Κάποιοι τού σφύριξαν στο αυτί ότι είναι ωφέλιμο το τρέξιμο, η κωπηλασία, ή οποιοδήποτε άθλημα. Όταν όμως έρχεται η ώρα να βγεις έξω και να αρχίσεις επιτέλους τη νέα δραστηριότητα, τότε έρχεται και η ώρα του μεγάλου πειρασμού. Η μάχη να ξεπεράσεις τη δύναμη της συνήθειας. Για να αλλάξουν οι συνήθειες πρέπει να προκύψει μια εξωτερική δύναμη. Ένας φίλος που θα κατορθώσει να σε παρασύρει, ένα βιβλίο που θα κατορθώσει να σε πείσει ή ο ειλικρινής γιατρός που θα σου το πει κατάμουτρα ότι τα ψωμιά σου είναι μετρημένα αν δεν ασκηθείς, ώστε να απομακρυνθεί ο κίνδυνος παχυσαρκίας ή ενός καρδιακού επεισοδίου. (Φυσικά η εμπορική ιατρική ασχολείται στην πράξη με τη θεραπεία και όχι με την πρόληψη, πώς αλλιώς θα βγούνε τα λεφτά;)

Το κάθε θύμα του συνδρόμου παχυσαρκία-αδράνεια-υποκινητικότητα έχει το δικό του λόγο γι΄ αυτό που κάνει - πιο σωστά γι΄ αυτό που δεν κάνει. Για τους περισσότερους, η στιγμή της κρίσης μπορεί να έρθει ένα πρωί που κοιτώντας τον εαυτό τους στον καθρέφτη ή ρίχνοντας μια ματιά στην πρώιμη κοιλίτσα θα διαπιστώσουν ότι η νεότητα δεν είναι παντοτινή - οπότε αν θέλουν να λένε ότι κάνουν ό,τι μπορούν για να την διατηρήσουν όσο μπορούν, πρέπει να περάσουν στη δράση. Για τους περισσότερους το πρόβλημα είναι η συνεχής χρήση του ΙΧ. Πώς να βγάλεις το ποδήλατο από το υπόγειο όταν το ΙΧ σε περιμένει στο πεζοδρόμιο να γυρίσεις τη μίζα και να εξαφανιστείς στο λεπτό; Το ΙΧ είναι η μάστιγα της δημόσιας υγείας. Η κίνηση είναι η βάση της υγείας σου, αλλά το αυτοκίνητο σε καταδικάζει σε ακινησία. Ξέρεις πόσο υποφέρει το σώμα σου στο κάθισμα του αυτοκινήτου; Εσύ λες αχ τι καλά που σε μικρό χρόνο πας μακριά, αλλά αν το σώμα σου είχε στόμα ξέρεις τι θα άκουγες; Πράγματα βέβαια που δεν θα ακούσεις από τις εταιρείες αυτοκινήτων, ούτε από την κυβέρνηση. Το σώμα δεν γνωρίζει από χρόνο, το σώμα υποφέρει χωρίς να μιλάει.

Σε μένα, η στιγμή της κρίσης ήρθε ένα πρωί στα 16 μου χρόνια. Ήμουν ένα παιδί με κακή υγεία, υποκινητικό, ευαίσθητο, έντονα συναισθηματικό και παχύσαρκο. Έβλεπα άλλους νέους της ηλικίας μου αλλά και μεγαλύτερους να τρέχουν, να πηδούν, να έχουν μια σωματική ικανότητα και συνειδητοποίησα ότι δεν θα ήθελα σε καμιά περίπτωση να είμαι «κορόιδο» - γιατί οι άλλοι να μπορούν να κάνουν κάτι που δεν μπορώ εγώ; Κατάλαβα λοιπόν ότι έπρεπε να κατακτήσω με την προσπάθεια το ζητούμενο. Σε ένα βιβλίο διάβασα ότι μια εύκολη σωματική άσκηση είναι η ποδηλασία. Δεν είχα ποτέ μου ασκηθεί σε τίποτα και οι πρώτες πεταλιές ήταν πολύ δύσκολες - αγκομαχούσα για να βγάλω την ανηφόρα έξω από το σπίτι. Είχα όμως τέτοια χαρά που μπορούσα να πηγαίνω όπου ήθελα στη γειτονιά και για όλες τις δουλειές και βόλτες, που ένοιωθα πολύ ανεξάρτητος κι αυτό μού έδινε φτερά.

Το ποδήλατο ήταν ο ευκολότερος τρόπος να πάω οπουδήποτε. Στο σχολείο, στο φροντιστήριο, για ψώνια, για βόλτα, στο ραντεβού, για μπάνιο, στα μαγαζιά, οπουδήποτε. Αφού κατάφερα τους γονείς μου να μού αγοράσουνε το ποδήλατο, αφού «όλα τα παιδιά είχαν ποδήλατο», το χρησιμοποιούσα για τις μετακινήσεις και μού περίσσευε τώρα περισσότερο από το χαρτζηλίκι γιατί δεν πλήρωνα εισιτήρια. Ακόμα και η βόλτα του σαββατοκύριακου έφτασε να είναι μια ποδηλατική έξοδος. Ακόμα και το διάλειμμα από το διάβασμα ήταν μια βόλτα με το ποδήλατο.

Αυτό που με εντυπωσίαζε ήταν που τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν κάποια προσπάθεια για «γύμναση» ή για «φυσική κατάσταση» ή τίποτα τέτοιο. Το πράγμα ήρθε τόσο ανεπαίσθητα, που δεν το κατάλαβα ποτέ μου πώς άρχισαν σιγά-σιγά τα κιλά μου να λιγοστεύουν, τα πνευμόνια μου να γεμίζουν, η προβληματική καρδιά μου να συνέρχεται, οι ώμοι μου να ανοίγουν, ή όρεξή μου να έρχεται στα σωστά της, το κορμί μου να δένει, τα πόδια μου να με κρατούν με λιγότερη προσπάθεια. Όχι μόνο ήμουν σε θέση να τα βγάζω πέρα καλά στη γυμναστική και τα παιχνίδια του σχολείου, αλλά και το μυαλό μου δούλευε καλύτερα, έδινα λιγότερο χρόνο στο διάβασμα, περισσότερο χρόνο για να εκείνα που έκανα κέφι. Μάλιστα, παρατήρησα ότι είχα μια όρεξη με το πρωινό ξύπνημα να βγαίνω έστω για λίγο χρόνο για τρέξιμο ή για μια γρήγορη βόλτα. Αυτό μού έδινε ένα κέφι χωρίς προηγούμενο - άνοιγε με μια κίνηση τα πνευμόνια μου, όπως και την όρεξή μου. Γυρίζοντας σπίτι, έτρωγα ένα γερό πρωινό και άρχιζα με τον καλύτερο τρόπο την καινούργια μέρα. Μερικές φορές ένα κρύο μπάνιο έστελνε τη διάθεσή μου στα ύψη.

Το ξαναλέω: κανένα από όλα αυτά δεν ήταν κάποια προσπάθεια για «γύμναση» ή για «φυσική κατάσταση» ή τίποτα τέτοιο.

Θέλεις να βγεις από τον φαύλο κύκλο της απραξίας; Φρόντισε αυτό να το κάνεις με μια δραστηριότητα που δεν θα κρατά το μυαλό σου σε αυτό που κάνεις αλλά σε αυτά που κερδίζεις με αυτό που κάνεις. Όταν παίρνεις το ποδήλατό σου να πάς κάπου, κάνε το όχι γιατί θέλεις να κάνεις ποδήλατο αλλά γιατί θέλεις να κάνεις τις δουλειές σου. Χωρίς να το καταλάβεις, θα μπει το ποδήλατο στη ζωή σου και μαζί με αυτό θα ανοίξει και ένας καινούργιος δρόμος για την υγεία σου.

Χρόνια αργότερα, έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο για τη σωστή διατροφή. Συνειδητοποίησα ότι διατροφή σημαίνει κάτι πολύ περισσότερο από πρόσληψη θερμίδων. Με μια φυσική και καλύτερη ποιοτικά τροφή, η άσκηση έγινε ακόμα πιο εύκολη. Τον πρώτο καιρό έχασα βάρος, αλλά αυτό ήταν καλό σημάδι, το σώμα απαλλάσσονταν από τα περιττά υλικά. Μια σωστή διατροφή βελτιώνει την κυκλοφορία του αίματος κι αυτό έχει αλυσιδωτές συνέπειες: βελτιώνεται η απόδοση του αναπνευστικού, μειώνεται η προσπάθεια για το ίδιο αποτέλεσμα, αυξάνεται η δύναμη, όλες οι καθημερινές δουλειές γίνονται με μικρότερη προσπάθεια, βελτιώνονται οι δεξιότητες, οι ψυχοσωματικές ικανότητες και η αυτοπεποίθηση. Η πλήρης τροφή δίνει στον οργανισμό όλα τα συστατικά που χρειάζεται (μέταλλα, βιταμίνες κλπ.) και δεν χρειάζεται αυτός να καταφεύγει στις αποθήκες του (δόντια, εσωτερικά όργανα κλπ.) οπότε η υγεία βελτιώνεται συνολικά. Το σώμα αποκτά την ικανότητα να αυτοθεραπεύεται, σε ειδοποιεί για τις ανάγκες του (ύπνος, φαγητό, άσκηση κλπ.), σε ειδοποιεί να κάνεις αυτό που πρέπει τη στιγμή που πρέπει.

Σιγά-σιγά, είδα ότι ήμουν ικανός για μεγάλες ποδηλατικές διαδρομές, ακόμα και ημερήσιες. Η ποδηλασία μεγάλων αποστάσεων είναι μια δραστηριότητα πολύ απαιτητική σε ενέργεια και ζωτικότητα. Έχει αποδειχτεί ότι πρόκειται για το πιο ενεργοβόρο σπορ, με διαφορά από τον μαραθώνιο και το σκι αντοχής. Κατάλαβα ότι για να μπορείς να πηγαίνεις με τις ώρες με το ποδήλατό σου, πρέπει να ελέγχεις πολύ καλά το ρυθμό και να ξέρεις να χειρίζεσαι τις δυνάμεις σου. Όλα είναι ζήτημα ενέργειας - αν ξέρεις να κάνεις οικονομία δυνάμεων, μπορείς να πάς οπουδήποτε!

Η ποδηλασία είναι άριστη μορφή άσκησης για την καρδιά και τα πνευμόνια. Είναι άσκηση καθαρά αεροβική. Έτσι και ξέρεις το ρυθμό σου, μπορείς να πάς κυριολεκτικά όσο μακριά θέλεις. Με έναν συνδυασμό διατροφής και άσκησης, τα πράγματα στη ζωή μας μπορούν να γίνουν πολύ καλύτερα. Αν θέλεις να έχεις τη μέγιστη ωφέλεια, πρέπει να ξέρεις ότι η διατροφή και η άσκηση είναι συμπληρωματικά. Όταν προσέξεις το ένα από τα δυο, το άλλο γίνεται ευκολότερο.

Όπως η διατροφή σου πρέπει να συμβαδίζει με όλες σου τις δραστηριότητες και τον τρόπο ζωής γενικά, έτσι και η ποδηλασία ως άσκηση πρέπει να είναι ενσωματωμένη μέσα στον τρόπο της ζωής σου, να συμπληρώνει τις άλλες μορφές καθημερινής δραστηριότητας, μέσα στον καθημερινό κύκλο της ζωής. Αυτό είναι κάτι που αυτός που αγαπά την ποδηλασία πρέπει να έχει στο νου του, γιατί δεν είναι καθόλου απαραίτητο και στην πραγματικότητα ούτε και ενδεδειγμένο να κάνει κανείς ποδηλασία και να αποκλείει όλα τα άλλα. Για παράδειγμα, υπάρχουν αθλητές όπως οι σκιέρ αντοχής που την καλοκαιρινή περίοδο κάνουν συστηματικά ποδήλατο, όχι μόνο για τα πόδια αλλά και για το καρδιοαναπνευστικό σύστημα. Και πέρα απ΄ αυτό, η ποδηλασία είναι και θεραπευτική.

Αυτό το τελευταίο είναι ένα από μεγάλα πλεονεκτήματα αυτής της άσκησης. Κάποτε στο τρέξιμο στραμπούληξα σοβαρά τον αστραγαλό μου. Τόσο σοβαρά, ώστε με πολύ κόπο κατάφερα να γυρίσω σπίτι από το ερημικό σημείο στο βουνό όπου ήμουνα. Για δυο περίπου βδομάδες, με το ζόρι μόλις που μπορούσα να περπατήσω! Και όμως: δυο μέρες μετά από το ατύχημα, μπορούσα να κάνω ποδήλατο κανονικά. Στο σημείο του πονεμένου αστραγάλου η άρθρωση δεν είχε την κινητικότητα που έπρεπε, αλλά μπορούσα να κάνω ποδήλατο κανονικά! Αυτό με κράτησε σε καλή κατάσταση και με την έντονη κυκλοφορία του αίματος, επιτάχυνε τη θεραπευτική διαδικασία. Καθώς κάθεσαι στο ποδήλατό σου, αυτό παίρνει το βάρος από τα πόδια και αυτό σημαίνει ότι, πέρα από το γεγονός ότι τα πόδια δεν σηκώνουν βάρος, αυτά έχουν να κάνουν μια πολύ ευκολότερη δουλειά, να παράγουν δηλαδή περιστροφικό έργο και όχι έργο αντίστασης. Αυτό επίσης σημαίνει ότι μπορείς να επιλέξεις οποιονδήποτε ρυθμό προσπάθειας, από τη μεγαλύτερη ένταση μέχρι ένα χαλαρό πεταλάρισμα που δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια βόλτα - αυτό το καταπληκτικό πλεονέκτημα ελάχιστες μορφές άσκησης το έχουν. Τρία είναι τα σημεία της επαφής: η σέλλα, το τιμόνι και τα πηδάλια. Το περισσότερο βάρος το σηκώνουν ο κορμός και τα χέρια.

Έχω παρατηρήσει - και είναι σίγουρα αδιαμφισβήτητο - ότι η συστηματική άσκηση με το ποδήλατο σε χαλαρώνει τόσο στο σώμα όσο και στο μυαλό. Ίσως η καλύτερη στιγμή για να κάνεις πράξη αυτή την αναγνωρισμένη θεωρία είναι όταν γυρίζεις σπίτι μετά από μια κουραστική μέρα δουλειάς. Όταν έχεις ένα κεφάλι σπασμένο από όλες τις έννοιες και τις καθημερινές φασαρίες και τα προβλήματα, τότε μπορείς να δοκιμάσει και να επιβεβαιώσεις αυτή την αλήθεια. Σε ένα τέταρτο, μπορείς να πιείς ένα χυμό ή ένα ποτήρι νερό, να βάλεις το ποδηλατικό σορτσάκι, να βγάλεις το ποδήλατο από τη θέση του και να βγεις στο δρόμο - αυτό ήταν! Ο Γόρδιος δεσμός έσπασε! Βέβαια αν ζεις στο κέντρο μιας μεγαλούπολης, τα πράγματα γίνονται λιγάκι δυσκολότερα. Αλλά πάντα μπορείς κάτι να κάνεις. Και πάντα θα προτιμάς τα ήσυχα δρομάκια, όσο μπορείς βέβαια, μακριά από τους πολυσύχναστους δρόμους. Θα έχεις στο μυαλό σου τις διαδρομές στην περιοχή σου που προτιμάς, και με λίγη καλή προσπάθεια θα μπορέσεις ίσως σε λίγο να βρεθείς στο αγαπημένο σου δασάκι και να γεμίσεις τα πνευμόνια σου με φρέσκο οξυγόνο.

Χωρίς βιασύνη, θα νοιώσεις το αεράκι να σού δροσίζει το πρόσωπο. Θ΄ ακούσεις πουλιά, θα δεις διάφορα πράγματα, άψυχα και έμψυχα, θα μυρίσεις το χορτάρι, τη γη, τη φύση, ιδίως αν είναι άνοιξη. Όλα αυτά θα ηρεμήσουν το σώμα και το μυαλό σου. Ακόμα κι αν βρίσκεσαι σε μια κορεσμένη αστική περιοχή και το περιβάλλον δεν έχει ενδιαφέρον, μπορείς να συγκεντρώνεσαι στο ποδήλατό σου και σε σένα. Είναι οι καλύτερες στιγμές για να μάθεις το σώμα σου και τον εαυτό σου.

Παρατηρείς την ανάσα σου, τα πόδια σου κλπ. Επίσης μαθαίνεις να οδηγείς το ποδήλατό σου καλύτερα. Αλλάζεις τις ταχύτητες όταν πρέπει, πηγαίνεις κοντά στους φράχτες για να περιορίσεις την επίδραση πλευρικών ανέμων, εκμεταλλεύεσαι το ρεύμα αέρα που δημιουργεί μια νταλίκα ή ποδηλατείς γρήγορα σε μια κατηφόρα εκμεταλλευόμενος στο μέγιστο τον ευνοϊκό άνεμο. Με την εξάσκηση, οι ενέργειες γίνονται ενστικτώδεις και δεν σε απασχολούν, δεν ξοδεύεις ενέργεια ή σκέψη γι΄ αυτές. Και πέρα από το ότι προστατεύεις τον εαυτό σου καλύτερα μέσα στην κίνηση, μαθαίνεις να χρησιμοποιείς τις δυνάμεις σου και έτσι να μετακινείσαι με το μικρότερο ενεργειακό κόστος.

Με τον καιρό, παρατηρείς ότι όλο και συχνότερα και όλο και πιο εύκολα βρίσκεσαι σε μια κατάσταση ηρεμίας, όπου είσαι τυλιγμένος από τις σκέψεις σου, όση φασαρία και να υπάρχει γύρω σου. Τότε ακριβώς οι καθημερινές έννοιες χάνουν τη δύναμή τους, παύουν να σε τυραννούν και σε αυτή τη χαλάρωση ανακαλύπτεις λύσεις σε προβλήματα που πριν από λίγο έσπαζες το κεφάλι σου γι΄ αυτά και δεν μπορούσες τίποτα να σκεφτείς.

Οι ειδικοί λένε ότι εκείνες τις στιγμές απελευθερώνονται μέσα στον εγκέφαλο οι ενδορφίνες. Κάτι θαυματουργές ουσίες, με χημική μορφή ανάλογη με αυτή των μορφινών. Μόνο φυσικά που πρόκειται για φυσικές ουσίες, τόσο φυσικές που ο ίδιος οργανισμός ξέρει καλά πότε που και πώς να τις δημιουργήσει. Εκεί λένε ότι οφείλεται η χαλάρωση και η ευχαρίστηση που αισθάνεται αυτός που ασκείται αεροβικά. Αυτές οι στιγμές μπορούν να γίνουν οι πιο πολύτιμες στιγμές ή ώρες της ημέρας. Είναι η ώρα της αναπνοής, της χαλάρωσης, είναι το γέμισμα των μπαταριών.

Φασούλι το φασούλι γεμίζει το σακούλι: ο νόμος του «λίγο λίγο»



Υγιής δε γεννιέσαι, γίνεσαι. Η υγεία δεν χαρίζεται, κερδίζεται. Κερδίζεται λίγο λίγο κάθε μέρα. Είναι σαν ένα κεφάλαιο στην τράπεζα: αν κάθε μέρα παίρνεις έστω και ένα ελάχιστο ποσό κάποια μέρα θα τη χάσεις, αν κάθε μέρα προσθέτεις και λίγο, κάνεις κάτι για τον εαυτό σου, κάποια μέρα θα ανακαλύψεις ότι είσαι πλούσιος.

Πώς να κόψεις το κάπνισμα



Καπνιστής δεν γεννήθηκες, έγινες. Όπως έγινες, έτσι μπορεί και να ξεγίνεις. Πόσα τσιγάρα καπνίζεις; Πολλά; 20 τη μέρα; 30 τη μέρα; Λοιπόν, αριθμητική ξέρεις; Πάρε χαρτί και μολύβι, αρχίζουμε. Αν για 10 μέρες αντί για 30 τη μέρα καπνίσεις 29, θα εμφανιστεί κανένα σύνδρομο στέρησης; - Όχι. Αν συνεχίσεις τις επόμενες 10 μέρες με 28, θα εμφανιστεί κανένα σύνδρομο στέρησης; - Όχι. Αν συνεχίσεις τις επόμενες 10 μέρες με 27, θα εμφανιστεί κανένα σύνδρομο στέρησης;- Όχι. Συμπεράσματα: σε 300 μέρες μπορείς να κόψεις το κάπνισμα.

Θα μου πεις, και τι σχέση έχει το κάπνισμα με το ποδήλατο; Ίσως να έχεις ακούσει ότι ο αθλητισμός έχει κάποια σχέση με το τσιγάρο (αρνητική σχέση μάλλον, έτσι δεν είναι;) αλλά δεν έχεις την άμεση εμπειρία. Εδώ δεν θα μιλήσω ούτε εγώ! Ας δώσουμε το λόγο α) σε πρώην καπνιστές που το έκοψαν με τη βοήθεια του αθλητισμού και β) στους γιατρούς. Λένε λοιπόν αυτοί, ότι η άθληση βοηθάει στην νοητική απεξάρτηση. Ο εθισμός έχει δύο πλευρές, τη σωματική εξάρτηση και τη νοητική εξάρτηση. Όπως είδαμε η σωματική εξάρτηση είναι σχετικά εύκολη υπόθεση, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η νοητική εξάρτηση. Εδώ βοηθάει η συστηματική άθληση, συγκεκριμένα με δύο τρόπους: απομακρύνει τη σκέψη από το τσιγάρο (επειδή δεν είναι πρακτικό να κάνεις και τα δυο ταυτόχρονα) και επίσης καθαρίζοντας το σώμα το κάνει να ανέχεται λιγότερο το "μπούκωμα". Βλέπεις δηλ. σιγά σιγά ότι έτσι νιώθεις καλύτερα και σου αρέσει.

Πώς να γίνεις δυνατός ποδηλάτης



Ερώτημα: «μπορώ να ταξιδέψω με ποδήλατο; Πόσο μακριά μπορώ να πάω, αφού είμαι ανάθλητος;»

Απάντηση: πάρε πάλι χαρτί και μολύβι, θα κάνουμε πάλι λίγη αριθμητική

Είσαι άσχετος λοιπόν με το ποδήλατο. Θαυμάσια. Βέβαια 5 χιλιόμετρα μπορείς να κάνεις με το ποδήλατο. Οπωσδήποτε μπορείς! Η μόνη περίπτωση να μη μπορείς είναι να έχεις κάποια συγκεκριμένη μορφή αναπηρίας (ξέρεις, ακόμα και ανάπηροι κάνουν ποδήλατο...). Όσο αγύμναστος κι αν είσαι, και όσο σιγά κι αν πηγαίνεις, με το ποδήλατο 5 χιλιόμετρα θα τα κάνεις σε είκοσι λεπτά. Εύκολο να το κάνεις. Πάρε σήμερα το ποδήλατό σου και πήγαινε για 5 χιλιόμετρα. Τώρα! Όπου θέλεις.

Το επόμενο βήμα είναι αυτά τα 5 χιλιόμετρα να τα κάνεις και αύριο. Μη μου πεις ότι θα κουραστείς τόσο που αύριο δεν θα μπορέσεις να το ξανακάνεις! Και αύριο, και μεθαύριο, και την άλλη, σίγουρα μπορείς. Αν δεν μπορείς για οποιουσδήποτε πρακτικούς λόγους, δεν θα σου πω να το ξανακάνεις κάθε μέρα, αρκεί να το κάνεις 3 φορές την εβδομάδα. Σίγουρα μπορείς. Αυτό το πρόγραμμα τήρησέ το για 2 εβδομάδες.

Μετά από 2 εβδομάδες, αύξησε τη διαδρομή για 5 χιλιόμετρα. Μόνο 5 χιλιόμετρα, δηλαδή είκοσι λεπτά της ώρας παραπάνω. Μη μου πεις πως δεν μπορείς! Ντροπή! Σίγουρα μπορείς. Όχι μόνο μπορείς, αλλά θα αρχίσεις να το ευχαριστιέσαι περισσότερο. Τα 20 λεπτά απόλαυσης θα γίνουν 40.

Μάλλον καταλαβαίνεις τώρα πού το πάω... έτσι δεν είναι; Αν κάθε 2 εβδομάδες κερδίζεις 5 χιλιόμετρα, σε ένα χρόνο θα μπορείς ανά πάσα στιγμή να πάρεις το ποδήλατό σου και να κάνεις 52εβδομάδες/2=26, και 26Χ5=130 χιλιόμετρα.

Πρόσεξε όμως! Το σπουδαίο δεν είναι το ότι μπορείς να κάνεις 130 χιλιόμετρα (λίγα είναι, 130 χλμ. δεν είναι τίποτα). Το σπουδαίο είναι ότι το κατόρθωσες αυτό χωρίς να κουραστείς.

Το μεγάλο μυστικό



Το μεγαλύτερο μυστικό του ποδηλάτη που ξέρει, η καλύτερη συνταγή της υγείας είναι μία: Πρώτα μαθαίνεις να ποδηλατείς σωστά, και μετά το γρήγορα θα έρθει μόνο του. Μην σε ενδιαφέρει η ταχύτητα!

Μάθε να πηγαίνεις σωστά, μάθε τις δυνάμεις σου και σεβάσου τες.

Τα υπόλοιπα θα έρθουν μόνα τους. Τόσο φυσικά, τόσο υπέροχα, που θα απορήσεις με τον εαυτό σου.

Μερικά γεγονότα

· 30.000 άνθρωποι κάθε μέρα πεθαίνουν από την χαμηλή ατμοσφαιρική ρύπανση, για την οποία ο υπεύθυνος είναι το ΙΧ.
· Το 1989 ο ΟΗΕ εκτίμησε ότι στα μισά κέντρα των πόλεων του κόσμου ο αέρας περιείχε υπερβολικές συγκεντρώσεις τοξικών.
· Τα παιδιά που μεγαλώνουν κοντά σε αυτοκινητόδρομους έχουν 6 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν καρκίνο.
· Για έναν περίπατο 3 χιλιομέτρων, χρειάζεσαι ενέργεια όση το μισό μιας μικρής σοκολάτας. Για την ίδια απόσταση με αυτοκίνητο, χρειάζεσαι 10 φορές περισσότερη και από λάθος πηγή. Σοκολάτες έχουμε πολλές, αποθέματα πετρελαίου όχι.
· Ένα ποδήλατο καταναλώνει το 2% της ενέργειας που καταναλώνει ένα αυτοκίνητο ανά επιβάτη και ανά χιλιόμετρο. Η αγορά του κοστίζει το 3%.
· Τα αυτοκίνητα καταναλώνουν το ένα τρίτο του παραγόμενου πετρελαίου.
· Κάθε μέρα 3.000 άνθρωποι σκοτώνονται και 30.000 σακατεύονται στις ασφάλτους του πλανήτη μας. Το 75% από αυτούς δεν είχαν ποτέ αυτοκίνητο.
· Στο δυτικό κόσμο η πρώτη αιτία θανάτου για τα παιδιά είναι τα τροχαία.
· Την περίοδο 1974-1989 στις ΗΠΑ, οι θάνατοι από τροχαία ήταν 775.257, περισσότεροι από όλους τους νεκρούς αμερικανούς των πολέμων των ΗΠΑ από το 1775.
· Στη Διάσκεψη του Κιότο για την κλιματική αλλαγή, οι πετροχημικές βιομηχανίες ξόδεψαν 15 εκατ. δολάρια, με το σλόγκαν «οι αμερικανοί εργάζονται σκληρά, κ. πρόεδρε, μη διακινδυνεύετε το οικονομικό μας μέλλον».
· Στο δυτικό κόσμο η ετήσια αύξηση των ΙΧ είναι μεγαλύτερη από την αύξηση του πληθυσμού.
· Η συνολική απόσταση που διήνυσαν τα αυτοκίνητα στις δυτικές χώρες το 1985 ήταν 2,5 τρισεκ. μίλια, δηλ. μισό έτος φωτός.
· Αυτή τη στιγμή 50.000.000 αυτοκίνητα είναι σταματημένα μπροστά από κάποιο φωτεινό σηματοδότη με τη μηχανή τους να δουλεύει. Αυτό ισοδυναμεί με 4.000.000.000 άλογα να χοροπηδούν χωρίς να πηγαίνουν πουθενά.
· Ο κάθε φωτεινός σηματοδότης προκαλεί έκλυση 20 τόνων διοξειδίου του άνθρακα κάθε χρόνο στην ατμόσφαιρα, λόγω της καθυστέρησης των οχημάτων. Το μέσο αυτοκίνητο εκλύει το βάρος του σε διοξείδιο του άνθρακα κάθε χρόνο.
· Αν ο ένας στους τέσσερις κατόχους ΙΧ έκανε 8 χιλιόμετρα τη βδομάδα με ποδήλατο, 7.000.000 τόνοι διοξειδίου του άνθρακα λιγότεροι θα κατέληγαν στη γήινη ατμόσφαιρα κάθε χρόνο.
· Το ΙΧ συμβάλλει στην όξινη βροχή (έκλυση οξειδίων αζώτου) κατά 35%.
· Υπολογίστηκε ότι οι εκπομπές των αυτοκινήτων στις ΗΠΑ προκαλούν, όσον αφορά στη υποβάθμιση των εδαφών, απώλειες 4 δισεκ. δολαρίων για το σιτάρι, καλαμπόκι, σόγια και φυστίκι μόνο.
· Τα κλιματιστικά των αυτοκινήτων είναι η βασική πηγή έκλυσης των χλωροφθορανθράκων, που καταστρέφουν το στρώμα του όζοντος.
· Η βελτίωση των αντιρρυπαντικών τεχνολογιών καλύπτεται κατά πολύ από την αύξηση των οχημάτων.
· Ο μέσος δυτικός άνθρωπος ξοδεύει 4 από τις ώρες του 24ώρου μέσα στο αυτοκίνητό του είτε δουλεύοντας γι΄ αυτό.
· Αν διαιρέσουμε την απόσταση που διανύει ο μέσος οδηγός κάθε χρόνο με τον χρόνο που δουλεύει για να πληρώνει το ΙΧ και για το συνολικό χρόνο που ξοδεύει οδηγώντας, η ταχύτητα που «κινείται» είναι 4 φορές μικρότερη από την ταχύτητα του μέσου ποδηλάτη.
· Η παραγωγή 4 λάστιχων για ένα ΙΧ απαιτεί 2 βαρέλια αργού πετρελαίου. Με την ενέργεια και τα υλικά που χρειάζονται για ένα μέσο αυτοκίνητο, φτιάχνονται 100 ποδήλατα.
· Το 35% των λιπαντικών για αυτοκίνητα καταλήγουν στο περιβάλλον.
· Το 50% όλων των διαδρομών με ΙΧ είναι μικρότερες των 8 χιλιομέτρων.
· Για αποστάσεις μικρότερες των 8 χιλιομέτρων στις πόλεις (30 λεπτά σε χρόνο), το ποδήλατο είναι ταχύτερο.
· Η μετακίνηση με ποδήλατο μπορεί να εξυπηρετήσει 10 φορές περισσότερους ανθρώπους σε σχέση με το ΙΧ για τον ίδιο χώρο.
· Το 70% των οδηγών κινούνται μόνοι.
· Αν αθροίσουμε το χώρο για παρκάρισμα και κίνηση (δρόμους), το ΙΧ αφαιρεί από τον ιστό μιας πόλης το 40% του χώρου.
· Στη σύγχρονη πόλη, ο κύριος παράγοντας κοινωνικής αποδιοργάνωσης, οικολογικής υποβάθμισης, σπατάλης ενέργειας και ανθρωποκτονίας (στις περιπτώσεις ενός προς πολλούς) είναι το ΙΧ.
· Η κατασκευή δρόμων για τα αυξανόμενα ΙΧ διασπά τον κοινωνικό ιστό όσο τίποτε άλλο, υποβαθμίζει το αστικό τοπίο, αυξάνει τα ατυχήματα και την εγκληματικότητα.
· Ψυχολογικές μελέτες έδειξαν, ότι το κυκλοφοριακό προκαλεί αύξηση της αρτηριακής πίεσης, μείωση της ψυχικής αντοχής (frustration tolerance), αρνητική διάθεση και αύξηση της επιθετικότητας.
· Μελέτες έδειξαν, ότι η οδήγηση του αυτοκινήτου προκαλεί αρνητικό αίσθημα απραξίας, αποτρέπει την απελευθέρωση των εντάσεων, δημιουργεί ένταση λόγω του αισθήματος της βιασύνης και προκαλεί μια ιδιάζουσα σύγχυση: το πάτημα του γκαζιού προκαλεί έκκριση αδρεναλίνης, ενώ με το πάτημα του φρένου η ενέργεια που δεν μπορεί να απελευθερωθεί επιστρέφει στο υποκείμενο.
· Στις ΗΠΑ το 1989 υπολόγισαν, ότι οι καθυστερήσεις στο κυκλοφοριακό κόστιζαν στη χώρα περισσότερα από 10 δισεκ. δολάρια το χρόνο σε χαμένο χρόνο εργασίας.
· Αν στο κόστος ενός ΙΧ προσθέταμε το κόστος των δρόμων, το κόστος στην υγεία και των ατυχημάτων και το κόστος στο περιβάλλον, το ΙΧ θα έπρεπε να κοστίζει 10 φορές περισσότερο.
· Αν αυτοί που οδηγούν μόνοι άφηναν το ΙΧ μια μέρα τη βδομάδα στο σπίτι, η συμφόρηση στους δρόμους θα μειώνονταν κατά 14%.
· 50 εκατ. αυτοκίνητα και 120 εκατ. ποδήλατα προστίθενται κάθε χρόνο στον πλανήτη.
· Στην Ασία συνολικά, τα ποδήλατα μεταφέρουν περισσότερους ανθρώπους από τα αυτοκίνητα όλου του κόσμου.
· Το κλείσιμο του κέντρου της Μπολόνια στο ΙΧ ελάττωσε την κυκλοφορία του ΙΧ στην πόλη κατά 70%. (Όχι όμως την κυκλοφορία των ανθρώπων βέβαια.)
· Στη Δανία, η αγορά και η κατοχή ΙΧ φορολογούνται, με χρήματα που πηγαίνουν για την κατασκευή ποδηλατοδρόμων και για τα μαζικά μέσα μεταφοράς. Το 35% του πληθυσμού πηγαίνει στη δουλειά με ποδήλατο.
· Στην Ολλανδία, το 1986 υπήρχαν 13.500 χιλιόμετρα ποδηλατόδρομοι και το ένα τρίτο των ανθρώπων πηγαίνουν με ποδήλατο στη δουλειά τους. Η φορολογία του ΙΧ θεωρείται «υπερβολική» και υπάρχει ο στόχος να μειωθούν τα αυτοκίνητα στη χώρα από τα 5 στα 3,5 εκατομμύρια.
· Στην Μπογκοτά της Κολομβίας, έχουν ένα πρόγραμμα, «η Πόλη για τους Πολίτες»: κάθε Κυριακή 56 χιλιόμετρα δρόμων κλείνουν για το ΙΧ.
· Στη Νέα Υόρκη, το 10% του εργατικού δυναμικού χρησιμοποιεί ποδήλατο.
· Στο Palo Alto της California, στις εγκαταστάσεις της Xerox δόθηκε ντους και πετσέτα για τους εργαζόμενους. Αμέσως το 20% των υπαλλήλων άρχισαν να πηγαίνουν στη δουλειά με ποδήλατο.
· Στις ΗΠΑ, μερικές εταιρείες προσφέρουν στους υπαλλήλους καινούργιο ποδήλατο, με την προϋπόθεση ότι θα το χρησιμοποιούν το λιγότερο 3 μέρες την εβδομάδα για να έρχονται στη δουλειά. Παρατήρησαν ότι οι εργαζόμενοι αποδίδουν περισσότερο.
· Ο πρόεδρος της Αργεντινής πρότεινε στους πολίτες να χρησιμοποιούν ποδήλατο, με την αύξηση των τιμών στα καύσιμα. Ο ίδιος είναι ποδηλάτης.
· Στην Ελλάδα του 2003 -και των μελλούμενων "πράσινων" Ολυμπιακών του 2004 κλπ. κλπ.- με το λεγόμενο "κοινωνικό πακέτο" το αυτοκίνητο άνω των 2000 κυβικών επιδοτείται...

Το ποδήλατό σου:


· Αποτελεί την καλύτερη συνταγή υγείας. Η καθημερινή χρήση του για μεταφορά είναι ο πιο ευχάριστος τρόπος ενσωμάτωσης στoν τρόπο ζωής μια άσκησης που θα σε συνοδεύει για όλη σου τη ζωή.
· Σε κάνει να νοιαστείς για τον εαυτό σου.
· Απομακρύνει το στρες.
· Παρέχει κινητική ανεξαρτησία όσο κανένα άλλο μέσο.
· Δεν αδειάζει την τσέπη σου.
· Σε μαθαίνει να χαίρεσαι τα καθημερινά πράγματα.
· Φέρνει το χαμόγελο στο πρόσωπό σου.
· Σε βοηθάει να σκέφτεσαι.
· Σε αφήνει να συμμετέχεις στον κόσμο.
· Να ακούς, να μυρίζεις, να πιάνεις, να νιώθεις.
· Να επικοινωνείς με τους συνανθρώπους σου.
· Σου αφήνει περισσότερο χρόνο για την οικογένειά σου, τους φίλους σου, τα χόμπι σου.

Οι άνθρωποι που χρησιμοποιούν το ποδήλατό τους… όχι δεν είναι προφήτες. Σκέφτονται απλά, πρακτικά, λογικά. Αυτά που άλλοι σε άλλες χώρες τα κατάλαβαν και τα εφαρμόζουν, εμείς φαίνεται ότι δεν τα καταλάβαμε. Σε κάποια χρόνια στο μέλλον, κι εμείς με τη σειρά μας θα τα κάνουμε, απορώντας πώς οι προηγούμενοι από μας δεν τα σκέφτηκαν...

Friendship Ride - Φθινόπωρο του ΄87

Άνθρωποι και ποδήλατα



19 Οκτωβρίου - 2 Νοεμβρίου 1987 (αποσπάσματα)

Friendship Ride - πορεία φιλίας. Δώδεκα Αυστραλοί ξεκίνησαν από την Αγγλία, από εκεί όπου ξεκίνησαν λέει οι πρώτοι άποικοι για την Αυστραλία πριν από δυο αιώνες, και μετά από 12.000 χιλιόμετρα στη σέλλα του ποδηλάτου τους θα καταλήξουν έπειτα από 5 μήνες στη χώρα τους. Η Αυστραλία το 1988 γιορτάζει τα 200 χρόνια - «the Bicentennial». Έφτασε κάποιο πρωί στην Ομοσπονδία Ποδηλασίας ένα έγγραφο από Αυστραλία, που εξηγούσε τα σχετικά. Όμως αυτά δεν είναι πράγματα για νεοέλληνες γραφειοκράτες, και μαζί με κάποιο φίλο τσιμπήσαμε την υπόθεση.

Σκοποί της πορείας: να μεταφέρει το μήνυμα της τριπλής φιλίας, το μήνυμα των τριών Φ - Φιλία για τους λαούς, Φιλία για την υγεία, Φιλία για το περιβάλλον. Να διαδώσει την αναγκαιότητα για καλή θέληση. Να συναντηθούν και να πορευτούν μαζί με ποδηλάτες από τη Δυτική και Νότια Ευρώπη, την Νοτιοανατολική Ασία και την Αυστραλία, να μεταφέρουν με αυτόν τον τρόπο ένα άμεσο μήνυμα φιλίας από το Περθ, την Αδελαΐδα και την Μελβούρνη σε 20 μεγάλες πόλεις. Να καλέσουν τους πολίτες του κόσμου να ακολουθήσουν το παράδειγμά τους και ν΄ αρχίσουν να ενδιαφέρονται για την υγεία τους, την απαλλαγή από το στρες και την επιστροφή σε έναν τρόπο ζωής απλούστερο, ανεπιτήδευτο και φυσικότερο. Να συνεισφέρουν στον προβληματισμό και τη δράση για την αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος. «Ως Αυστραλοί, γιορτάζουμε τα διακοσάχρονα της πατρίδας μας και μεταφέρουμε μήνυμα φιλίας. Θέλουμε να μάθουμε για τον τρόπο ζωής σας, τους φόβους σας, τα όνειρα και τις ελπίδες σας. Ατενίζουμε το 21ο αιώνα με αισιοδοξία για έναν κόσμο ειρήνης, φιλίας και συναδέλφωσης των λαών, χωρίς τείχη, χωρίς εχθρότητες, με κατοχυρωμένο το δικαίωμα στη διαφορά. Είμαστε μέλη του ανθρώπινου γένους και η γη είναι το σπίτι μας, ας προστατέψουμε λοιπόν το γένος και την κατοικία μας.»

Ηλικίες: από 21 μέχρι 72. Ασχολίες: φοιτητές, εργάτες, γιατροί, υπάλληλοι, καθηγητές, δημοσιογράφοι κλπ.. Η μεγαλύτερη γυναίκα είναι 62, ο μεγαλύτερος άνδρας 72 χρονών. Ο Stan δηλώνει λάτρης του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Κάτι που με φέρνει σε δύσκολη θέση – πώς να τον δικαιώσεις;

Η πορεία θα αποτελέσει νέο ρεκόρ απόστασης από γκρουπ ποδηλατών. Τα έξοδα καλύπτονται αποκλειστικά από τους συμμετέχοντες ή πιθανούς βοηθούς καθ΄ οδόν. Τους άλλαξα τη διαδρομή, σχεδίαζαν το βασικό άξονα από Ηγουμενίτσα μέχρι Αθήνα μέσω Πάτρας αλλά τους αντιπρότεινα μια διαδρομή ασφαλώς πιο ενδιαφέρουσα. Θα καταφέρουν να βγάλουν σήμερα τα 100 χιλιόμετρα μέχρι τα Γιάννενα; Αν είναι τίποτα αργοτεμπέληδες εδώ θα πληρώσουν, την Ελλάδα θα τη θυμούνται και θα φτύνουν το γιακά τους. Μάλλον όμως όχι... έχοντας έρθει από το Λονδίνο θα έχουν ψηθεί. Χθες είχε εδώ ψιλόβροχο. Το τελευταίο πράγμα που θέλω στον κόσμο είναι τις επόμενες μέρες να έχει βροχερό καιρό. Οι Ινδιάνοι ήξεραν τον χορό της βροχής - εγώ που δεν ξέρω τον χορό της μη-βροχής τι να κάνω; Να το φέρρυ από Ιταλία, στην ώρα του. Η προκυμαία της Ηγουμενίτσας γεμίζει ποδήλατα. Αυτός θα πρέπει να είναι ο Σταν. Έφτασε χθες εδώ, για να αποφύγει ένα κομμάτι στην Ιταλία, επειδή σε ατύχημα τον χτύπησε αυτοκίνητο κι έσπασε πλευρό και είναι φρέσκο και πονάει! Δεν κρύβουν την ικανοποίησή τους που βρέθηκαν κάποιοι στη χώρα αυτή να ενδιαφερθούν και να τους βοηθήσουν. Πάμε στο Ξενία της πόλης για πρόγευμα με τον δήμαρχο. Τέτοια υποδοχή πουθενά δεν συνάντησαν. Εύχομαι να γίνουν και καλύτερα πριν φύγουν από αυτή τη χώρα…

...

Στην κατηφόρα ο Λάρρυ οδηγεί σα δαίμονας. Αδύνατο να τον ακολουθήσω, παρόλο που το ποδήλατό μου είναι καλό ενώ το δικό του ένα σαράβαλο που δε θα καταδεχόταν να κλέψει ούτε γύφτος αν το έβρισκε πεταμένο στην ερημιά. Και είναι παραφορτωμένο, τι δεν έχει μαζί του...

...

Στις μεγάλες ανηφόρες κάποιος μένει μαζί με τη Μάργκαρετ. Η Μ. είναι 62 χρονών. Δεν ξέρω ελληνίδα που θα έκανε ποτέ κάτι ανάλογο.

...

Μετά το Βοτονόσι παίρνουμε τα ύψη, αρχίζει η μεγάλη ανηφόρα. Το απόγευμα έχει προχωρήσει. Ένας-ένας κινούμαστε στα βουνά, μακρινές φιγούρες. Φτάνω πίσω από τον Σταν. Ντρέπομαι να τον περάσω. Το απολαμβάνει. Θέλει να μάθει για αυτά τα βουνά. Στα δεξιά μας χάσκει η χαράδρα κάτω από το τεράστιο Περιστέρι με τους απρόσιτους δασωμένους όγκους. Τα αεικίνητα πόδια του Σταν, τα πόδια των 72 χρόνων, νευρώδη και σίγουρα παλινδρομούν. Ο Σταν ποτέ του δεν ήταν αθλητής, η δουλειά του καθηγητής πανεπιστημίου παρακαλώ. Έτσι και μού βρεις στην Ελλάδα ακαδημαϊκό με τη δυναμικότητα αυτού του εβδομηνταδυάχρονου, εμένα να με κάνεις με τα κρεμμυδάκια. Ο Τέρρυ μου είπε ότι ο Σταν έχει και girlfriend. Θα μου αρκούσε να γνωρίζω ότι στην ηλικία σου θα έχω το κουράγιο σου Σταν, κι ας μην έχω τις φιλενάδες σου.

Μετά από μια επίσκεψη στο Μέτσοβο, θα συναντηθούμε για κατασκήνωση στα λιβάδια. Ο Σταν έμεινε στο Μέτσοβο, γιατί το πλευρό του πονάει αν κοιμηθεί σε σκληρή επιφάνεια. Το βράδυ είναι πολύ όμορφο. Είμαστε κατασκηνωμένοι κοντά στο δάσος, στο φως των κεριών.

...

Κατάρα. Σύννεφα μαζεύονται. Εδώ ο καιρός αλλάζει γρήγορα και πρέπει να φύγουμε. Με τον Τζιμ και τον Gerard ανεβαίνουμε σε ένα λόφο. Προς τα ανατολικά, υπάρχει μια θέα υπέροχη, κάτω στο χάος φαίνεται ο δρόμος, εκεί κάτω θα είμαστε σε λίγο. Ο Τέρρυ ξεκινά και γυρίζει πανικόβλητος. Πρέπει να ντυθούμε καλά - «absolutely freezing». Έχω αρκετές φορές ποδηλατήσει αυτή την ανηφόρα, αλλά ποτέ στην κατηφόρα. Ξεχύνομαι προς τα κάτω, αφήνω το ποδήλατο ασυγκράτητο.

Σταματάμε σ΄ ένα χάνι. Ενθουσιάζονται με την φασολάδα, έχει και γίγαντες στο φούρνο πραγματικά πεντανόστιμους. Τα πιάτα πηγαινοέρχονται άδεια προς τη μια κατεύθυνση και γεμάτα προς την άλλη. Ο Σταν γλείφεται. Και η υπόλοιπη κουζίνα συγκινεί τα μέγιστα μια ντουζίνα πεινασμένων Αυστραλών συν ένα. Επίσης και τα φρούτα που πουλούν στην άκρη του δρόμου για να βγάζουν το ψωμί τους από τους διερχόμενους γριές βλάχες. Είναι φιλικές και περίεργες με δαύτους τους ξένους.

...

Περιμένουμε στην Καλαμπάκα, ξαφνικά τι τρέχει; Πανζουρλισμός, αυτοκίνητα, φωνές, κλάξον, ποδηλάτες, στο πρώτο αυτοκίνητο κάποιος κραδαίνει δυο σημαίες, μια ελληνική και μια αυστραλιανή. Δεν πιστεύουμε στα μάτια μας. Ξεκινάμε όλοι, τα αυτοκίνητα εμπρός και πίσω και οι ποδηλάτες στη μέση για τα Τρίκαλα. Υπάρχει ατμόσφαιρα φιέστας. Ο Τζιμ βγαίνει στη μέση του δρόμου, παίρνει τις δυο σημαίες, τις στηρίζει στο σακίδιο του τιμονιού, βγάζει από το σακίδιο τα μήλα που πήρε από το χάνι (τουλάχιστον πέντε, διάολε δεν προλαβαίνω να τα μετρήσω) κι ενώ οδηγεί χωρίς χέρια το βαρυφορτωμένο ποδήλατό του παίζει στον αέρα τα μήλα στη μέση του δρόμου. Τι ζογκλέρ! Εισπράττει χειροκροτήματα. Φτάνουμε στην Ασκληπιού, τον κεντρικό δρόμο των Τρικάλων που είναι κλειστός στην κυκλοφορία! Ένα τεράστιο πανώ γράφει: «καλώς ήρθατε φίλοι μας Αυστραλοί, Welcome Friendship Riders». Το αποκορύφωμα είναι ένα καταπληκτικό δείπνο, όπου ήρθε και ο δήμαρχος με την γυναίκα του. Σα να μην έφταναν αυτά, μας βόλεψαν για το βράδυ όλους στο καλύτερο ξενοδοχείο. Οι Τρικαλινοί λάτρες της ποδηλασίας είναι εντυπωσιακοί!

Μένω σε ένα δωμάτιο με τον Λάρρυ. Μου διηγείται πού έχει ταξιδέψει. Έχει πάει σ΄ όλον τον κόσμο, έχει ανέβει ακόμα και στα Ιμαλάια με ορειβατική αποστολή. Έφτασε μέχρι ένα σημείο εκεί ψηλά και αυτό που κράτησε ήταν οι μνήμες, αλλά και η επιβίωση: «frightening experience».

...

Στη Λάρισα σταματάμε για ψώνια. Αυτοί που έχουν το μαγαζί είναι από τη Μελβούρνη. Ξέρετε, έχουμε και Αυστραλούς από τη Μελβούρνη εδώ.

...

Μετά την Θήβα, πρέπει να βγούμε δυστυχώς στην Εθνική. Ο μισός δρόμος φτιάχνεται και είναι κλεισμένος με κόκκινη ταινία. Είναι πραγματικά επικίνδυνο. Μερικοί από μας πηγαίνουν μέσα στην ταινία. Η Εθνική μάς ταλαιπωρεί. Μπαίνουμε στο Σχηματάρι για ψώνια. Σκοτεινιάζει, πού θα κατασκηνώσουμε; Παίρνουμε ένα μικρό δρόμο στα νότια, στους αγρούς. Μας συνταράζει ολόκληρους ένας τρομερός θόρυβος που κάνει τη γη να τρέμει. Ακριβώς μπροστά στα μάτια μας απογειώνεται ένα μαχητικό. Είναι η βάση της Τανάγρας! Βγαίνουμε από την άλλη μεριά του χωριού, περνώντας κάτω από την εθνική, στήνουμε τις σκηνές στο μισοσκόταδο μέσα σε ένα βρωμοχώραφο. Είμαστε κοντά σε ένα εργοστάσιο. Τι βρωμερός χώρος! Χώρος κατεστραμμένος, χώρος Αποκάλυψης. Αναπολούμε τα ωραία λεύτερα βουνά της Βόρειας Ελλάδας.

...

Σα να μην έφτανε η φρίκη της «εθνικής οδού» για τον ποδηλάτη, όλες τις μέρες του χρόνου, τυχαίνει να εκτελούνται και έργα. Πάντα έργα εκτελούνται σ΄ αυτή τη χώρα και τίποτα δεν ολοκληρώνεται. Η Ελλάδα είναι που εκτελείται με τα έργα. Το πλάτος του δρόμου είναι μειωμένο και πραγματικά κινδυνεύουμε. Οι νταλίκες γλείφουν τους ώμους μας. Προτιμώ να μπω σε μια μηχανή του κιμά παρά κάτω από τις ρόδες τους.

Σταματώ στα διόδια στο Σχηματάρι, διάβολε κάτι πρέπει να κάνω. Μπαίνω στο σταθμό της τροχαίας με καταπληκτική ψυχραιμία και τους... διατάζω να μάς διαθέσουν ένα περιπολικό.

Στο μεταξύ ο Jim μου προσφέρει γλυκό. Μα πού το βρήκε εδώ; Χθες πήρανε τούρτα για τα γενέθλια του Σταν, μπήκε στα 73! Εδώ πραγματικά ταιριάζει η ευχή των γενεθλίων όπως ακριβώς τη λένε στα αγγλικά: «many happy returns of the day, Stan!» Σου το εύχομαι ολόψυχα αυτό, δηλ. εύχομαι να γλιτώσεις σήμερα, ώστε να γλιτώσουμε και όλοι εμείς μαζί σου!

Η Carmel άλλαξε μπλουζάκι. Γράφει «Cocoda Trail». Δηλαδή; Ένα σκαρίφημα, ένα σχέδιο, μοιάζει με χάρτη. Δούλευε στη Νέα Γουινέα. Εκεί γίνεται κάθε χρόνο το Cocoda Trail, μια διάσχιση της Νέας Γουινέας από τη μια πλευρά στην άλλη με τα πόδια (με χέρια, πόδια, νύχια, ξύλα, σκοινιά) στη ζούγκλα, πολλές μέρες, η διαδρομή περνάει λέει από δυο τεράστια βουνά, δυο τεράστιες χαράδρες, υγρασία και άλλους κινδύνους. Οι λευκοί τη διαβεβαίωσαν ότι είναι επικίνδυνο μέρος για γυναίκα. Θυμάται και λίγα απ΄ τη γλώσσα των Παπούα, όπως «me like kisim sumpella kai kai», όλο αυτό πάει να πει «θέλω να φάω». Αυτό λέγανε οι Παπούα όταν έβλεπαν λευκό. Έρχεται πίσω μας ένα περιπολικό. Μας ακολουθεί και μας προστατεύει από τα μετόπισθεν, από εκεί είναι ο κίνδυνος. Όμως στα όρια του νομού μάς εγκαταλείπει, φωνάζω του αστυνομικού να ειδοποιήσει για άλλο. Τα έργα επιτέλους σταματούν κάποτε. Είμαστε μπροστά τρεις ποδηλάτες, και ένας ταξιτζής μάς κόβει απότομα το δρόμο: «να γυρίσετε, μια κοπέλα από την παρέα σας έπαθε ατύχημα». Γυρνάμε γρήγορα, μας κάνουν νόημα οι άλλοι σε ένα βενζινάδικο. Στη μέση κάθεται η Carmel ευτυχώς σε φυσιολογική θέση, δεν είναι σοβαρό, το μηρό έχει γδάρει και το χέρι. Ο Τζιμ που είναι γιατρός δεν ανησυχεί. Το πέσιμο ήταν άσχημο, το ποδήλατο θέλει σοβαρή δουλειά. Το κυριότερο πρόβλημά της είναι ότι δημιουργεί στους άλλους πρόβλημα... Θα βρεθεί τρόπος να την πάρω, στο στάδιο θα περιμένουν. Να περιμένεις εδώ μερικές ώρες θα είναι ευκολότερο από το Cocoda Trail, έτσι δεν είναι;

Άλλο περιπολικό ήρθε πίσω μας! Όταν οι αστυνομικοί κάνουν δουλειά είναι καταπληκτικοί. Κάπου στην Κηφησιά μπαίνει ξαφνικά ακόμα ένα περιπολικό μπροστά μας και ένας μοτοσυκλετιστής! Μας ανοίγουν δρόμο μέχρι να φτάσουμε στο Παναθηναϊκό. Ε μα την πίστη μου ποτέ άλλοτε δεν κυκλοφόρησα στην Αθήνα τόσο άνετα!!!

Ενδιαφέρουσα η υποδοχή στο στάδιο, αλλά ο νους μου είναι και μερικές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά. Με κάποιον ευγενέστατο κύριο από την πρεσβεία και τον οδηγό του, με μια μεγάλη μαύρη διπλωματική μερσεντές, θα φέρουμε την Carmel από την κόλαση της εθνικής στο ολυμπιακό χωριό στην Καλογρέζα. Εκεί θα μείνουν για πέντε μέρες, μέχρι να φύγουν από την Ελλάδα.

...

Ο πρέσβυς κ. Peacock έδωσε ένα πάρτυ στην πρεσβεία, στο «Digeridoo Club». Το καλύτερο που ακούσαμε οι Έλληνες της παρέας εκείνο το βράδυ ήταν ότι σε καμιά άλλη χώρα δεν πέρασαν τόσο καλά.

...

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου: Πριν ξημερώσει - πολύ πριν ξημερώσει! - τους συνέβη η τελευταία τρελή περιπέτειά τους σε ελληνικό έδαφος. Η μεταφορά όλων (άνθρωποι, πράγματα, ποδήλατα κλπ.) παστωμένοι όλοι στην καρότσα ενός μικρού φορτηγού και κλεισμένοι ερμητικά με την τέντα για να μη μας δει μάτι τροχονόμου, μέσα στη μαύρη νύχτα στην κοιμισμένη Αθήνα, από το Ολυμπιακό μέχρι το αεροδρόμιο.

Όλυμπος – Φθινόπωρο 1987
Το Βουνό των Ανθρώπων



Δευτέρα 14 Σεπτέμβρη



Μετά τον Κοκκινοπηλό υπάρχει η γνωστή ερημία: η ερημία του Ολύμπου. Ο Όλυμπος είναι ένας κόσμος. Ξετυλίγεται δίπλα σου, πάνω, κάτω, γύρω σου σε όλο του το μεγαλείο. Ποδηλατώ σιγά στους έρημους δασικούς δρόμους, μέσα στον διακριτικό κόσμο του βουνού, μέσα σ΄ όλα τα χρώματα του δάσους, από το πράσινο του έλατου και του ρόμπολου μέχρι το ξανθό του ξερού χόρτου στα λιβάδια.

Στις ράχες σταματώ στην άκρη του δρόμου. Παρατηρώ, ακούω, αφουγκράζομαι. Οι τεράστιες χαράδρες προσφέρουν μια μοναδική θέα. Το βαθυπράσινο του έλατου ξεθωριάζει στη μεγάλη απόσταση και με το φως του ήλιου οι απέναντι πλαγιές παίρνουν ένα σωρό αποχρώσεις. Ένα δροσερό αγέρι έρχεται μέσα από αυτό το στερέωμα, τόσο κορεσμένο με οξυγόνο που μια ανάσα κάθε λεπτό της ώρας σου είναι αρκετή.

Σταματώ για να παρατηρήσω ένα σκίουρο. Πίσω μου υπάρχει ένα λιβαδάκι απλωμένο στην πλαγιά, με μια θάλασσα χορτάρι που ανταποκρίνεται πιστά στις λεπτές κινήσεις της αύρας. Τα αγριόχορτα στην άκρη του δρόμου χορεύουν κι αυτά τον ίδιο χορό και με το ίδιο κίνητρο.

Αγναντεύεις το βουνό και ταξιδεύεις. Υποψιάζεσαι γιατί οι πρόγονοί σου διάλεξαν αυτό τον τεράστιο όγκο γης για κατοικία τόσων θεών. Μέσα από το πυκνό ολύμπιο δάσος, διακρίνω από ψηλά το υποψήφιο σπιτάκι του φίλου μου, στη μέση του ξέφωτου. Εκεί θα βρίσκομαι για μερικές μέρες.

Τετάρτη 16



Χτίζουμε. Οι πέτρες δουλεύονται μία-μία, σαν τις στιγμές του χρόνου.

Το Στεφάνι, ο Μύτικας δίπλα του, οι κορφές ορθώνονται γκρίζες, γυμνές μακριά πάνω από το Φλάμπουρο.

Λικνίζομαι ελαφρότατα στο ορεινό αγέρι, βουλιαγμένος στην αιώρα με ένα ενδιαφέρον βιβλίο στο χέρι. Έχω την τέλεια διάθεση για την πιο τέλεια τεμπελιά. Πέρα από τα σύνορα του χρόνου, κλείνω τα μάτια στη θαλπωρή του εφήμερου ήλιου. Τα αυτιά μου αναπαύονται ορθάνοιχτα, μέσα στη φυσικότερη σιωπή, στους λεπτούς ήχους του βουνού, σε μια απόλυτα ερωτική γαλήνη.

Δυτική Ελλάδα - Άνοιξη του ΄87
Κι άλλες Ελλάδες



Παρασκευή 24 Απριλίου



Πρωί πρωί βγαίνω από τη σκηνή μου. Πρώτη φορά βρίσκομαι στη Βόνιτσα. Ίσως είναι ο τόπος του κόκκινου ήλιου. Χθες απόλαυσα ένα κατακόκκινο ηλιοβασίλεμα της φωτιάς, σήμερα μια κόκκινη ανατολή.

Αρχίζω με μια πρωινή εισαγωγή ως το Άκτιο. Πόσο χαίρομαι τους ήσυχους αυτούς δρόμους.. Όσο αξιοπρόσεκτο είναι να δεις άδειο τον δρόμο μιας πόλης, άλλο τόσο είναι το να συναντηθείς σ΄ αυτούς τους δρόμους με ένα αυτοκίνητο. Μια άλλη Ελλάδα, άγνωστη, έξω από τις σαχλαμάρες των φανταχτερών περιοδικών και τις τουριστικές διαφημίσεις. Ασήμαντη κι απροσπέλαστη για τους πολλούς, εξαιρετική για τους λίγους.

Το φέρρυ με περνά στην Πρέβεζα. Την Πρέβεζα του Καρυωτάκη. Τίποτα ευτυχώς δεν μου τον θυμίζει – ποτέ δεν τον συμπαθούσα έτσι κι αλλιώς. Μετά από μια βόλτα στην πόλη, αρχίζει το ανιαρό κομμάτι μέχρι την Ηγουμενίτσα. Δρόμος τεράστιος, άδειος, ανηφόρες, κατηφόρες, ερημιά. Να η Ηγουμενίτσα επιτέλους, πάνω που άρχισα να πιστεύω ότι πάγωσε ο χρόνος. Ένα άλλο φέρρυ, και να η Κέρκυρα!

Κυριακή 26



Η μέρα αρχίζει από τον Άγιο Γόρδη με μια πολύ απότομη ανηφόρα. Τέτοια κλίση μεγάλη και παρατεταμένη δεν έχω ξανασυναντήσει. Ποιος εγκέφαλος χάραξε έτσι αυτόν τον δρόμο και γιατί! Απορώ πως ο στενός δρομάκος δεν έχει ακόμη κυλήσει να πέσει στη θάλασσα! Μόνο χάρη στην καλή μου φυσική κατάσταση, κατορθώνω να μην κατεβώ από τη σέλλα. Αλλά για κάποιους άλλους δεν ισχύει το ίδιο! Τον έναν μετά τον άλλον, προσπερνώ ένα πολυάριθμο γκρουπ Άγγλων ποδηλατών που σέρνουν καταϊδρωμένοι με απελπισία τα ποδήλατά τους στον ανήφορο με τα χέρια. (Η Κέρκυρα εκδικείται σήμερα τους Άγγλους για την κατοχή της από τον τουρισμό τους!)

Ανεβαίνω στο πανόραμα του Πέλεκα. Βρίσκω την ευκαιρία να τεντωθώ για λίγο σ΄ έναν βράχο. Μαζεύω Pistacia για μια καλή σαλάτα. Όπως θα διαπιστώσω όμως δεν είναι νόστιμα στο νησί αυτό και γι΄ αυτό εδώ δεν τα τρώνε, δεν τα ξέρουν καν. Ένας από τους αναρίθμητους γραφικούς δρομάκους της Κέρκυρας με οδηγεί στην Παλαιοκαστρίτσα. Μια βουτιά στην πράσινη και καθαρή θάλασσα είναι ό,τι πρέπει.

Δευτέρα 27



Περνώ από την πόλη, και συνεχίζω για τον Παντοκράτορα. Μέχρι τον Σπαρτύλα, ο δρόμος ανεβαίνει με συνεχείς ελιγμούς, κάτω από ελιές. Πολύ γραφική η ανηφόρα. Ένας υπέροχος δρομάκος που ελίσσεται ανάμεσα από τα δέντρα, σύρριζα στους κορμούς των ελαιόδεντρων.

Να και ο Στρινύλας. Ησυχία. Κόσμος ελάχιστος. Μια νέα γυναίκα κεντάει στο κεφαλόσκαλο. Αρχίζει ο χωματόδρομος. Ορεινός χώρος. Ξασπρισμένα βράχια κι ανάμεσά τους απλώνονται σποραδικά μικρότατα λιβαδάκια γεμάτα αγριολούλουδα, πολύχρωμες σπιθαμές οριζόντιας γης. Ένα τοπίο που σε πείθει αμέσως να σταματήσεις να σκέφτεσαι και να αρχίσεις να χαίρεσαι. Στα δεξιά μου κοντά σε ένα εκκλησάκι, βόσκουν μια χούφτα πρόβατα.

Ποδηλατώ αργά και ευτυχισμένος. (Νοιώθω κάτι σαν σπρώξιμο στο ποδήλατό μου, κάποια πέτρα θα χτύπησα.) Αυτοσυγκεντρώνεσαι στη δύναμη γιατί ο δρόμος είναι ανώμαλος, με πέτρες, και χαίρεσαι που υπάρχουν τα ποδήλατα σ΄ αυτόν τον κόσμο. (Νοιώθω πάλι το ίδιο σπρώξιμο.) Σε τέτοιους χώρους είναι που χαλαρώνω τόσο, ώστε η σωματική προσπάθεια, η σωματική κούραση με ξεκουράζει. Με ξεκουράζει αφάνταστα! Και τρίτο σπρώξιμο. Τι συμβαίνει; Κοιτώ πίσω μου και αντικρίζω το κωμικότερο θέαμα του κόσμου. Ένα κριάρι τα ΄χει βάλει με την πισινή μου ρόδα! Κουτουλάει και οπισθοχωρεί και ξαναεπιτίθεται με έναν ξεκαρδιστικά ανόητο τρόπο! Σκάω στα γέλια... συμπαθώ το ζώο, συμπαθώ όμως και το ποδήλατό μου! Φίλε μου, με συγχωρείς που σε διώχνω...

Συνεχίζω με τα πόδια. Η κορυφή είναι κοντά. Σκαρφαλώνω σε κάτι ξασπρισμένα αλλόκοτα και χιλιοτρυπημένα βράχια, με άπειρα σχήματα. Ψηλά είναι τοποθετημένος ένας πανύψηλος πυλώνας με κεραία, με τεράστιο ύψος. Στα ιερότερα σημεία της γης, στις κορυφές, βάζουν τα τεχνολογικά τους μιάσματα, με τις ακτινοβολίες που κανείς δεν ξέρει τι προκαλούν (κάποιοι ξέρουν αλλά δεν θέλουν οι άλλοι να μάθουν).

Σαν εκκλησία μοιάζει ο χώρος. Ένας παππούλης σκάβει επίμονα, λες και σκάβει το λάκκο του. Από το σημείο αυτό της γης, η θέα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα είναι μοναδική. Το μάτι χάνεται στην αχλή. Έρχονται σε μια στιγμή ένα ζευγάρι Άγγλων και κοιτούν γύρω χαμένα. Αμέτοχοι στο τοπίο, ήρθαν στο Γκρις για να περάσουν καλά και μετάνιωσαν που ανέβηκαν σ΄ αυτή την ερημιά.

Στην πλατεία του Στρινύλα, η στιγμή είναι τόσο υπέροχη, που δεν αντέχω στον πειρασμό να ξαπλώσω σε ένα πεζούλι στη σκιά ενός δέντρου κι αμέσως με παίρνει ένας υπνάκος. Μετά το χωριό, βλέπω δυο κυράδες, που με έναν κουβά σηκώνουν με κόπο νερό μέσα από ένα ξεροπήγαδο, βάζουν το νερό μέσα σε ένα ποτιστήρι και ποτίζουν με το σταγονόμετρο μερικές αράδες από κάτι καχεκτικά σκόρδα και κρεμμύδια. Τους βοηθώ στο σήκωμα του κουβά. Και αρχίζουν να λένε... Φέτος έχει πολλή ξηρασία, το κακό γίνεται κάθε χρόνο, τα τελευταία χρόνια το κλίμα πάει κόντρα, όλα πάνε κόντρα, όλα πάνε στραβά, ο κόσμος φεύγει από το χωριό, ο κόσμος συνέχεια αρρωσταίνει, οι παππούδες μας δεν αρρωσταίνανε τόσο συχνά, τι γίνεται σήμερα απορεί, πληθαίνουν τα φάρμακα αλλά η υγεία πάει στο χειρότερο, κάποτε δούλευε ο κόσμος σα σκυλιά όλη τη μέρα και ήταν μια χαρά, σήμερα έχουν όλα τα καλά και αρρωσταίνουν, σκαρτεύουν τα πράγματα, τι να πεις... Ρωτάνε από πού είμαι, οι Έλληνες όλοι ίδιοι είναι, αυτό να το ξαναπείς. Από 1 μέχρι 6 Αυγούστου έχει μεγάλο πανηγύρι στο χωριό και τον Παντοκράτορα, αξίζει λέει τότε να έρθω. Όταν φεύγω, με φιλεύουν με μερικά από τα λιγοστά τους σκόρδα. Απλοί άνθρωποι...

Στην κατηφόρα, κάτω από τις ελιές, έρχεται και η στιγμή της γρήγορης οδήγησης, το ποδήλατο έχει όλες τις στιγμές του. Μέσα στον Σπαρτύλα λίγο έλειψε να πέσω πάνω σε κάτι γυναίκες που κλείνουν το δρόμο αμέριμνα. Αθόρυβο είναι το ποδήλατο, δεν το άκουσαν, δεν είδαν, το ατύχημα δεν έγινε, αλλά το ευτύχημα είναι που με νομίζουν για ξένο, και η παρά λίγο παθούσα λέει δυνατά και επιδεικτικά κάτι για να προκαλέσει το γέλιο στον περίγυρο, χωρίς να υποψιάζεται στο ελάχιστο ότι εγώ μπορεί να καταλαβαίνω. Έτσι απολαμβάνω έναν αυθεντικό ήχο, ένα γνήσιο δείγμα από την ντόπια προφορά: «απάνω μου θα ΄ρθεις μάτια μου;» Χα χα, αυτό που άκουσαν θα το θυμούνται κι αυτές...

Στο αποψινό μου γεύμα πρόσθεσα μερικά σκόρδα.

Τετάρτη 29



Παίρνω το δρόμο για την Παλαιοκαστρίτσα. Ο δρόμος ανεβαίνει με χαριτωμένους ελιγμούς σ΄ ένα δάσος από ελαιόδεντρα. Τι ομορφιά! Αυτοί οι χώροι, οι τόποι, τα τοπία, μόνο με το που υπάρχουν προσφέρουν την υπέρτατη υπηρεσία να υπάρχουν.

Ένας μεσόκοπος χωρικός κάθεται στο πεζούλι του δρόμου και πουλάει αμύγδαλα. Έχει όρεξη για κουβέντα. Δεν έλεγε να είμαι Έλληνας, Έλληνα με ποδήλατο δεν έχει ξαναδεί. Όλο λέει και λέει. Με την παραμικρή αφορμή μπορείς να τον κάνεις να μιλήσει για ο,τιδήποτε. Για τη ζωή στο νησί, για τον τουρισμό. Παίρνει φόρα... κι όποιον πάρει ο χάρος. Αυτουνού οι τουρίστες που τού κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση είναι... οι Αγγλίδες και οι Ιταλίδες. Αλλά τις βαρέθηκε κι αυτές... λέει για τον σεξουαλικό εκφυλισμό, το τι γίνεται εδώ το καλοκαίρι από «όλα» τα φύλα...

Μετά από τον Βίστωνα, συναντώ ένα μικρό οροπέδιο. Βλέπω από μακριά ένα γέρικο ζευγάρι που καλλιεργεί ένα μικρό κτήμα με έναν κήπο. Αφήνω τη φαντασία μου να καλπάσει στο παρελθόν, βλέπω αυτό τον παππού. Σκυμμένος με τον ίδιο τρόπο, κάνει μια ζωή την ίδια κίνηση, σηκώνει την τσάπα του και την κατεβάζει στο ίδιο χώμα, σ΄ αυτά τα ίδια τετραγωνικά μέτρα γης. Ποιος ξέρει πόσες γενιές πίσω, στο ίδιο «άχθος αρούρης». Παράδοξος όρος: το ονοματίζουμε αυτό «άχθος», αλλά μόνο άχθος δεν είναι. Γύρω η άνοιξη οργιάζει. Απόλαυση να μιλάς με απλούς ανθρώπους. Όσο μεγάλη ηλικία προδίδει η φυσιογνωμία τους, τόση ευκινησία και ζωντάνια έχει το λιγνό τους κορμί. Τόσο φως έχουν αυτά τα μάτια όταν σε κοιτάνε. «Το καλοκαίρι να΄ ρθεις εδώ, είναι παράδεισος...», λένε. Γύρω η άνοιξη οργιάζει.

Ξεκινώ να φύγω. Δυο ζευγάρια ροζιασμένα χέρια βάζουν βιαστικά στο σακκίδιο του ποδηλάτου μου μερικές αγκινάρες. Αδύνατο να αντισταθείς.

Κάπου στο βάθος, υπάρχει ένα «Αγγελόκαστρο». Κρύβω το ποδήλατο μου στον ελαιώνα και συνεχίζω με τα πόδια. Ανθρώπινη παρουσία δεν υπάρχει, ψυχή καμιά. Περιφέρομαι μόνος στο αναπάντεχο πέτρινο σκηνικό, πάνω από τα κύματα. Ο χώρος θυμίζει άλλον χρόνο, ο νους δεν ξέρει κατά πού να κάνει. Μια ακόμα αναπάντεχη γωνιά για τον ταξιδιώτη. Σκεπασμένη από έναν καταγάλανο ουρανό και με τη δική της ξεχασμένη ιστορία. Μια τρύπα χάσκει στο έδαφος, ήταν για να αναπνέουν οι φυλακισμένοι ίσως που κατέβαιναν στα έγκατα και ανέβαιναν με σκοινί, ίσως να ήταν πηγάδι, ίσως και τα δυο μαζί. Οι επάλξεις έχασαν τους πολεμιστές τους, έμειναν μόνες. Αυτές έμειναν εδώ παράμερα θυμητάρια της ανήλεης ιστορίας των ανθρώπων, αυτοί άφησαν τις ερημιές. Καλοθρονιάστηκαν μέσα στα γραφεία με όλες τις ανέσεις του σύγχρονου πολιτισμού και συνεχίζουν να γράφουν αλλιώς την ιστορία - σκοτώνουν όχι με τα χέρια αλλά με αποφάσεις. Να γράψεις ιστορία είναι σχετικά εύκολο, να διαβάσεις την ιστορία είναι το επίμαχο. Παρόλο που η ανθρώπινη ιστορία διαβάζεται με μελάνι αλλά γράφεται με αίμα. Όμως η ιστορία διαβάζεται καλύτερα εκεί που γράφεται. Οι άψυχες πέτρες φέρνουν στο νου την Ενετοκρατία σ΄ αυτόν τον τόπο. Πόσοι πέθαναν σ΄ αυτά τα μπουντρούμια; Αλλά έτσι είναι ο άνθρωπος. Ακόμα και τους χώρους του θανάτου τούς κάνει αξιοθέατα.

Πέμπτη 30



Σήμερα αφήνω το νησί. Μετά από μια μεγάλη και γρήγορη διαδρομή, γνωστή στο μεγαλύτερο κομμάτι της, φτάνω το απόγευμα στη Λευκάδα. Είμαι κατασκηνωμένος σε ένα κτήμα με ελιές και πορτοκαλιές. Από μια διπλανή στάνη, ακούω τα πρόβατα να βελάζουν όλα μαζί με έναν αστείο τρόπο. Για το βραδυνό μου, έχω και λίγες αγκινάρες. Λίγες αγκινάρες και πολλές μνήμες. Μνήμες από ένα μέρος μακρινό. Μακρινό αλλά και τόσο κοντινό.

Παρασκευή 1 Μάη



Πρωτομαγιά σήμερα. Θα πλέξω ένα μικρό στεφάνι με αγριολούλουδα, θα το στηρίξω στο τιμόνι μου.

Μετά τη Βόνιτσα, κατευθύνομαι για το νότο. Καινούργια μέρη, με το δικό τους χαρακτήρα. Βουκολικά μέρη, μ΄ ελάχιστο πληθυσμό κι ένα μεγάλο άδειο δρόμο χωρίς κίνηση. Για χιλιόμετρα και χιλιόμετρα ποδηλατώ και ποδηλατώ, χωρίς κανένα ανθρωπογενές αξιοθέατο να αλλοιώνει σημαντικά αυτό τον άγριο χώρο. Τέτοιες στιγμές σε απορροφούν από μόνες τους.

Βρίσκω ένα ιδανικό μέρος για κατασκήνωση, με πράσινο γρασίδι, κάτω από ένα συμπαθητικό δεντράκι. Ένα λάστιχο τρέχει κάπου κοντά φρέσκο νερό πηγής. Έρχεται ένα κοπάδι. Τα πρόβατα τριγυρίζουν τη σκηνή μου και γεμίζουν τον κόσμο με τα κουδούνια τους. Ο βοσκός είναι ένας ήρεμος άνθρωπος του βουνού. Μαθαίνω μερικά ενδιαφέροντα πράγματα για το μέρος αυτό. Πίσω ορθώνονται τα βράχια του Σέρεκα. Μπροστά μου ξεχωρίζει η μορφή της Λευκάδας, μέσα σε μια θαμπάδα και με τον ήλιο να βυθίζεται μέσα της.

Εκεί που πηγαίνεις εκεί και βρίσκεσαι, είπε ένας σοφός της μακρυνής ανατολής. Εκεί μακριά στη δύση, πέρα στο βάθος, αριστερά της Λευκάδας αχνοφαίνεται η Ιθάκη. Ίσως ένα τέτοιο ήσυχο απόγευμα να έφτασε εκεί ένας άλλος Οδυσσέας.

Το αληθινό ταξίδι εκπληρώνει πραγματικά τον προ-ορισμό του, όταν ο προορισμός του ταξιδιού σού αποκαλύπτεται στο ταξίδι. Εγώ πάντως βρίσκομαι ακόμα στον πηγαιμό. Και εύχομαι να είναι μακρύς ο δρόμος.

Και τι δρόμος! Στην ατμόσφαιρα υπάρχει μια θαυμάσια δροσιά. Πρωτομαγιά σήμερα.

Ήπειρος, Σεπτέμβρης του 1986
Μερικοί ορισμοί της υγείας



Πέμπτη, 28 του Αυγούστου του 1986



Το βράδυ είναι ήσυχο, γαλήνιο, όμορφο. Βολεύω καλύτερα το κεφάλι μου στη μπροστινή ρόδα του ποδηλάτου. Πλημμυρίζει το βλέμμα μου άστρα. Απόψε κοιμάμαι πραγματικά σε ένα ξενοδοχείο πολλών αστέρων...

Χωρίς ίχνος σύννεφου ήταν και το πρωί ο ουρανός. Η χθεσινή ανησυχία μου για τον καιρό ευτυχώς δεν επαληθεύτηκε. Μόλις βγήκε ο ήλιος πρωί-πρωί στην ακίνητη ατμόσφαιρα του Αυγούστου και άρχισε κιόλας να καίει. Σηκώθηκα από το κρεββάτι μου και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να βγω έξω: καιρός εντάξει. Θαύμα! Δεν έπεσε έξω η ΕΜΥ, συνεπώς το ταξίδι ξεκίνησε. Το ποδήλατό μου περίμενε στο υπόστεγο έτοιμο.

Διέσχισα το θεσσαλικό κάμπο. Κάτι που έχω ξανακάνει λίγες φορές καλοκαίρι - και πάλι γινόταν έτσι. Μια έντονη ζέστη που να κάνει τον ήλιο άσπονδο εχθρό, τον ίσκιο και του πιο ασήμαντου δέντρου τόσο πολύτιμο... πρέπει να προσέχεις τον εαυτό σου για να κρατηθείς μακριά από τον κίνδυνο που η ιατρική ονομάζει ηλίαση.

Γνωστά τα μέρη και έτσι το περιβάλλον δεν ήταν αξιοπρόσεκτο, το αμείλικτο θεσσαλικό τοπίο που αναπαράγει διαρκώς τον εαυτό του, επαναλαμβάνεται στις πράσινες και κίτρινες καλλιεργημένες εκτάσεις - οι πρώτες πολιορκούνταν από τον ήλιο, οι δεύτερες είχαν ήδη υποκύψει. Την προσοχή μου την απορροφούσε ο ίσιος δρόμος με τα αυτοκίνητα που με προσπερνούσαν με ταχύτητα μουγκρίζοντας.

Ίδρωνε το κορμί ασταμάτητα, τα παγούρια του νερού άδειαζαν το ένα μετά το άλλο. Το απόγευμα ένας καυτός λίβας προστέθηκε, ήρθε ως επιστέγασμα της κολάσεως να ψήσει ό,τι είχε μείνει άψητο. Πύρωσε τον ξεροσταλιασμένο κάμπο πιο πολύ, παρόλο που με παρηγόρησε παίρνοντας λίγο ιδρώτα από πάνω μου. Μια ζέστη λίγο πιο ήπια από αφόρητη! Είδα ένα χωράφι που ποτίζονταν με τεχνητή βροχή, επιτέλους λίγη δροσιά σ΄ αυτόν τον πελώριο κοσμικό φούρνο! Πέταξα τη φανέλα με μια κίνηση και εγκαταλείφτηκα στις κρύες σταγόνες.

Ήταν προχωρημένο απόγεμα, θυμάμαι, όταν βρέθηκα να πλησιάζω την Καλαμπάκα. Πηδαλούσα μόνος στο μεγάλο δρόμο που καρφώνονταν ίσια μπροστά στις γκρίζες από την απόσταση φιγούρες των βράχων, πάνω από τον άξονα του δρόμου. Σαν έφτασα, ανηφόρισα με αργές πεταλιές στο Καστράκι. Τα Μετέωρα ήταν εκεί, αυτό το τοπίο που πάντα με συναρπάζει. Αναλλοίωτοι οι όγκοι, σε ταξιδεύουν στο μυστήριο του χώρου. Δυο αναρριχητές φάνηκαν ψηλά, κολλημένοι σαν κοσμήματα, σαν αράχνες στον λείο θεόρατο βράχο. Τους ζήλεψα. Ο ήλιος όμως έφευγε πίσω από τα βουνά της δύσης και έπρεπε να βρω μέρος να κατασκηνώσω. Έφυγα προς τα δυτικά. Απομακρύνθηκα από το θόρυβο του δρόμου. Η σκηνή μου στήθηκε στην άκρη του χωραφιού εκεί πιο κάτω, δίπλα σ΄ εκείνο το αρδευτικό αυλάκι. Πλύθηκα στο κρύο νερό. Πόσο ξεκουράστηκα! Ένοιωσα εκείνη τη γνωστή αίσθηση, το αποτέλεσμα της γλυκειάς κούρασης που υπόσχεται τον καλύτερο ύπνο.

Μικροί καταπράσινοι λόφοι κλείνουν το τοπίο αυτό. Γλυκός καιρός, τριζόνια που ροκανίζουν τον χρόνο, σκύλοι ακούστηκαν από μακριά, ακούστηκε και το κοπάδι, και ο βοσκός. Η φορτωμένη μηλιά στο διπλανό κτήμα και τα θρεπτικά βατόμουρα στους κοντινούς θάμνους υπάρχουν στον ίδιο κόσμο μαζί σου για να πλουτίσουν το γεύμα σου. Με μια ματιά στον μετρητή του ποδηλάτου σημείωσα τα 156 σημερινά χιλιόμετρα και ύστερα από έναν περίπατο για χαλάρωση, μπήκα στη σκηνή.

Το σκοτάδι μού είχε κλείσει τα βλέφαρα, όταν ακούστηκε ο βρυχηθμός μιας βαριάς μηχανής. Ξόρκισα το κακό όνειρο αλλά αυτό δεν έλεγε να φύγει, όλο και πιο δυνατά μούγκριζε, και όλο και πιο κοντά... γαλήνη που έγινες κομμάτια, τα νεύρα μου τεντώθηκαν λες και μια κακή μοίρα με πέταξε ξαφνικά στη μέση μιας πολυσύχναστης λεωφόρου. Το τέρας σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου και ένα ζευγάρι θρασύτατοι προβολείς με τύφλωσαν. Η μηχανή όμως σώπασε. «Έ πατριώτη, είσαι μέσα;» Σώπασε η μηχανή αλλά η φωνάρα ήταν εξίσου άγρια. Δέκα μέτρα πιο πέρα αν έστηνα τη σκηνή, δεν θα χρειαζόταν να μετακομίσω απόψε. Ήρθε να πάρει νερό για πότισμα και το μηχάνημα πετάει πολύ νερό και θα τα κάνει όλα παπί και είναι καλά τη νύχτα για πότισμα. Κλπ. κλπ. κλπ. Στο φως των προβολέων του τέρατος μάζεψα βιαστικά τη σκηνή, είναι εδώ στο πλάι μου αφημένη και γι΄ αυτό θα πρέπει να μην ήταν ένα όνειρο αυτό τελικά.

Σαν χάθηκε επιτέλους το τέρας πίσω από τους λόφους, η γαλήνη αποκαταστάθηκε στο ακέραιο. Δεν μπήκα στον έστω και σύντομο κόπο να ξαναστήνω τη σκηνή στη λιγοστή αστροφεγγιά, διάλεξα να κοιμηθώ εδώ, λίγο πιο πάνω. Το κουνούπι της περιοχής βουΐζει στο μάγουλό μου, δυο σκυλιά με πλησίασαν, δεν έχουν φόβο, τα ζώα φοβούνται ό,τι κοιμάται και αν δεν το βλέπουν καλά δεν πλησιάζουν. Βολεύω καλύτερα το κεφάλι μου στη ρόδα του ποδηλάτου. Το φεγγάρι βγήκε από πίσω μου. Δίνει μια ανάγλυφη όψη στις σκιές της νύχτας. Τα αστέρια αδυνάτισαν λίγο στο φως του, βασιλέως παρόντος πάσα αρχή παυσάτω... είναι πολλά, δεν προλαβαίνω απόψε να τα μετρήσω, δεν προλαβαίνουμε να ζήσουμε τα ελάχιστα υπέροχα πράγματα που μας τριγυρίζουν, η χαρά του κόσμου μας πνίγει, ναι το βράδυ είναι όμορφο, το πρώτο αυτό βράδυ που κοιμάμαι και πάλι στη γνώριμη αγκαλιά της γης.

Παρασκευή 29.8.86



Είναι ωραίο να ξυπνάς με τον φυσικότερο τρόπο, από τους φυσικότερους ήχους, από τα πολλά πουλιά. Ανοίγεις τα μάτια και σηκώνεσαι αμέσως με κέφι. Ετοιμάζω ένα γερό πρωινό. Χρειάζομαι ενέργεια σήμερα, θερμίδες, χρειάζομαι δυνάμεις. Η Κατάρα με περιμένει. Με περιμένει η ευλογία της Κατάρας. Έχω ξανακάνει αυτή την ανάβαση, ξέρω τι σημαίνει. Και χαίρομαι που θα το ξανακάνω σήμερα, είναι τόσο όμορφη και δυνατή εμπειρία!

Στον ασφαλτόδρομο, μέσα στην πρωινή ψύχρα, ποδηλατώ τα πρώτα ήσυχα χιλιόμετρα μέχρι το Μουργκάνι - μια εισαγωγή, ένα ορεκτικό. Δρόμος πλατύς και άδειος, πλατάνια, πυκνή βλάστηση. Ρίχνω προς τα πίσω μια τελευταία ματιά στις σκιές των Μετεώρων μπροστά από την ανατολή. Και η ανάβαση αρχίζει. Το μυστικό της απόλυτης ευτυχίας είναι να μη βιάζεσαι ποτέ. Ό,τι και να κάνεις, απόλαυσε το όσο μπορείς. Όσο μπορείς - αλλά μη βιάζεσαι! Ποτέ μη βιάζεσαι. Ανεβαίνεις, ανεβαίνεις. Κατακτάς το βουνό με τις δικές σου δυνάμεις. Η μια στροφή μετά την άλλη χάνεται πίσω από τους όγκους των βουνών. Τελειώνει η μια στροφή κι αρχίζει η άλλη, λίγο πιο μπροστά και λίγο πιο ψηλά. Όλο και ψηλότερα... η ανηφόρα είναι δάσκαλος, η ανηφόρα σε διδάσκει. Διδάσκεσαι. Είναι ένα κάλεσμα. Αυτό που εσύ έχεις να κάνεις είναι ένα και μόνο: να ανταποκρίνεσαι.

Τα χιλιόμετρα περνούν. Μαζί και ο χρόνος. Σε μια στροφή πριν απ΄ την Τρυγόνα - τι ωραία τα ονόματα των χωριών! - παρατηρώ ένα κοπάδι που στολίζει μια πλαγιά. Αμφιθεατρικά πάνω απ΄ το δρόμο, λες και είναι σκόπιμα έτσι τα ζώα για να δίνουν μια συναυλία με τα κουδούνια τους - σαν συμφωνική ορχήστρα. Ξαφνικά, πολύ ξαφνικά, άγρια γαβγίσματα σκεπάζουν τη συναυλία και τρία γαϊδουρόσκυλα ξεχύνονται μέσα απ΄ τους θάμνους καταπάνω μου. Η φωνάρα του βοσκού δεν στάθηκε ικανή να τα γυρίσει πίσω. Είδαν φρέσκο μπουτάκι ν΄ αρπάξουν. Ποδήλατο εδώ αμφιβάλλω αν έχουν ξαναδεί. Αυτά τα θηρία χρειάζονται πάντα προσοχή, κυρίως όταν είσαι μόνος. Ποτέ μου δεν φοβάμαι τα σκυλιά, μερικές φορές χρειάστηκε (μάλλον καταχρηστικά) να χρησιμοποιήσω το όπλο μου γι΄ αυτές τις περιστάσεις, την τρόμπα. Μια που πλησίαζα όμως σε κατηφοριά, μου ήρθε η ιδέα ν΄ ακολουθήσω τη μέθοδο της φυγής. Αυτό και έγινε, τα σκυλιά όμως ήταν σκληρά καρύδια! Έσκασα. Τα πόδια και τα πνευμόνια μου έφτασαν στο όριό τους. (Έπρεπε να χρησιμοποιήσω την άλλη μέθοδο, παλιόσκυλα!)

Στον Κορυδαλλό, το μέρος σηκώνει στάση. Μια πέτρινη βρύση εφοδιάζει τον κόσμο με νερό κρύο. Τρεις ηλικιωμένες μαυροφορούσες περνούν από μπροστά μου. Φοράνε ντόπια ρούχα και μιλάνε βλάχικα. Απ΄ την κουβέντα τους μια λέξη μονάχα κατάφερα να ξεχωρίσω: «Τσερνομπίλ»! Μετά την Παναγία, ένα χωριό που βλέπεις χαμηλότερα σε μια κοιλάδα, αρχίζει το καλό κομμάτι... το τελευταίο και πιο δυνατό κομμάτι. Βουνίσια διαδρομή, σαγηνευτική. Γι΄ αυτούς που ξέρουν να νοιώθουν. Ο ποδηλάτης βρίσκεται στον παράδεισό του. Βαθύ πράσινο, πεύκα και έλατα. Και το μπλε του ουρανού, όταν είναι στις καλές του. Το στήθος ανεβοκατεβαίνει με όρεξη, τα πνευμόνια γεμίζουν δύναμη. Άλλος αέρας υπάρχει εδώ ψηλά. Σε τέτοιο υψόμετρο η ατμόσφαιρα είναι αλλιώτικη. Τι να καταλάβει ο μέσος χαμηλός άνθρωπος των πόλεων από αυτά; Οξυγόνο, αρώματα, η ατμόσφαιρα σου δίνεται ολόκληρη. Ζεις με τα ρουθούνια και τα πνευμόνια. Πεύκο, έλατο, υγρή δασική γη φυτά και σάπια φύλλα. Δουλεύει το κορμί στο έπακρο κι η κάθε ανάσα σού δίνει τη δική της δύναμη. Μια τόσο απλή λειτουργία η αναπνοή, γίνεται μια απόλαυση, μια τελετουργία. Σε τέτοιες στιγμές, ναι, μπορώ να δώσω έναν ορισμό της υγείας.

Απορροφιέσαι. Όσο ανεβαίνεις, το τοπίο γίνεται επιβλητικότερο. Στην κορφή σταματάς θέλεις δεν θέλεις - επειδή οπωσδήποτε πρέπει να ντυθείς για την κατηφόρα. Τα πόδια μου πατούν μαλακιά χλόη με αγριολούλουδα. Τα μάτια χορταίνουν από βουνό και δάσος. Ένα άλλο ποδήλατο! Φορτωμένο με σακκίδια. Ένας μοναχικός «συνάδελφος», που είναι και άφαντος... Πού να βρίσκεται; Να ΄τος εκεί ψηλά, ξαπλωμένος στο γρασίδι. Είναι ένας Γερμανός που έχει γυρίσει τις περισσότερες μεσογειακές χώρες με ποδήλατο. Χώρισε προσωρινά από τους φίλους του. Κάθε καλοκαίρι κάνει τις διακοπές του με αυτόν τον τρόπο. Στην Ελλάδα δεν έρχεται για πρώτη φορά. Δείχνει να ξέρει τα κατατόπια. Από τις λεπτομέρειες του λόγου του, καταλαβαίνω ότι πρέπει να ψάξω πολύ για να βρω έστω και έναν Έλληνα που να ξέρει την Ελλάδα καλύτερα απ΄ αυτόν. (Τα σχόλια περιττεύουν.)



Στους χάρτες μας τα δάχτυλα δεν ακολουθούν μόνο τις κόκκινες γραμμές... (και πού δεν έχει πάει!). Κυλάμε στην κατηφόρα μαζί για μερικά μόνο χιλιόμετρα. Σταματάμε σε μια βρύση και γευόμαστε το νερό. Προσπαθούμε να το γευτούμε δηλαδή, γιατί είναι τόσο κρύο που δεν μπορούμε να το πιούμε. Στη διασταύρωση για Μηλιά χωρίζουμε. Αυτός φεύγει προς τα δεξιά, πηγαίνει για την ανατολική βόρεια Πίνδο.

Το Περιστέρι φαίνεται στο βάθος, πιο μπροστά οι κόκκινες σκεπές του Μετσόβου. Κατεβαίνω εκεί για τρόφιμα. Έχω ξαναβρεθεί εδώ. Εδώ δεν είναι για μένα μόνο το παρόν, είναι και οι μνήμες. Κάθομαι σε ένα παγκάκι στην πλατεία. Ελάχιστος κόσμος πηγαινοέρχεται. Τρεις ηλικιωμένοι είναι αραγμένοι σε μια γωνιά, με μακριές μάλλινες κάλτσες και τσαρούχια με φούντα στη μύτη. Τα χέρια ακουμπισμένα σταυρωτά στις γκλίτσες, τα λόγια ελάχιστα. Ο χρόνος γι΄ αυτούς οπωσδήποτε δεν έχει το ίδιο νόημα, δεν σημαίνει τα ίδια πράγματα όπως γι΄ αυτόν που τους παρατηρεί τώρα. Άλλος ένας προστίθεται στη παρέα τους. Η γκλίτσα είναι συγχρόνως και ένα μπαστούνι. Η διάβασή του και η άφιξή του είναι μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Βήμα που δεν κρύβει κούραση, αλλά δεν κρύβει και μια μοναδική στο είδος της περηφάνια, στοχασιά, σιγουριά. Στους φυσικούς αυτούς χώρους, οι παλιοί άνθρωποι έχουν ακόμα κάτι από το «αρχαίον κάλλος», έναν αέρα μεγαλοπρέπειας ακόμα κι αν είναι γέροι. (Ίσως όταν είναι γέροι, ποιος ξέρει... πάντως μια παροιμία λέει «αν έχεις γέρο πούλα τον κι αν δεν έχεις αγόραζε».)

Στο δροσερό ίσκιο του πλατανιού, ένα μεσημεριανό φαγητό κι ένας ανάλαφρος υπνάκος είναι πραγματικά ό,τι πρέπει! Και είναι επίσης μια απόλαυση να ξυπνάς εντελώς αβίαστα, στον ίσκιο του δέντρου. Αυτό θα μπορούσε να είναι και ο ορισμός της ξεκούρασης.

Με περιμένει μια σύντομη ανηφόρα και μετά η μεγάλη κατάβαση μέχρι το Βοτονόσι. Απέναντι από τον όγκο του Περιστεριού. Ποδηλατώ αργά σ΄ έναν ήσυχο δρόμο που στρίβει και ανεβοκατεβαίνει, αγκαλιάζει λόφους με θαμνώδη βλάστηση. Ανακαλύπτω ότι περνώ για πολλή ώρα μέσα από ένα κοπάδι από αναρίθμητες αγελάδες. Σέρνουν τα βήματά τους στην άσφαλτο με έναν απελπιστικά αργό ρυθμό. Άτυχος θα ήτανε ο βιαστικός οδηγός που θα τις συναντούσε. Έχουν πραγματικά αποκλείσει το δρόμο! Ελίσσομαι ανάμεσα από τους ζωντανούς όγκους φροντίζοντας να μην τους ενοχλήσω. Πρέπει και να φροντίζω να κρατώ τις ρόδες μου μακριά από τις τεράστιες «νάρκες» που αφήνουν στο δρόμο με μια καταπληκτική άνεση... Να κι ο βοσκός. Σέρνει, μαζί με τα βήματά του κι αυτός μια ξύλινη μαγκούρα. Χτυπά με αυτή την άσφαλτο. Τακ... τακ... τακ. Οδηγεί με δυνατές κραυγές την αργόσυρτη συνοδεία. Αστεία η κινούμενη φιγούρα του. Αστείες και οι αγριοφωνάρες του. Ουρλιάζει δυνατά αλλά φαίνεται ότι κανείς δεν τού δίνει σημασία, κανένα παχύδερμο δεν τον ακούει. «Έ! για πού το΄ βαλες;» λέξεις που αντηχούν σα μουσική μετά από θόρυβο. Με αντιλήφθηκε καθώς ως κινούμενος όγκος ξεχωρίζω αμέσως ανάμεσα στα νωθρά ζώα. «Για την Ήπειρο.» «Στην Ήπειρο είσαι, έφτασες!» «Ψάχνω και την υπόλοιπη.» «Είναι κι άλλη; Πού πέφτει;» Τους απλούς ανθρώπους δεν πρέπει να τους ενοχλείς στην ευτυχία τους. Υπάρχει ασφαλώς και θεμιτή άγνοια. (Σίγουρα υπάρχει κάτι που ζηλεύω σε σένα φίλε μου, έχω όμως βάσιμες υποψίες ότι θα είναι καλύτερα για σένα αν δεν σου το πω.)

Μπαλντούμα. Εδώ θα περάσω τη νύχτα. Έρημος ο καφενές. Είμαι ο μοναδικός πελάτης – ο πελάτης της πορτοκαλάδας! Μελετώ το χάρτη, ανανεώνω τις σημειώσεις μου, συμμαζεύω τον εαυτό μου. Τη σκηνή μου σήμερα τη στήνω σε σίγουρο μέρος. Απολαμβάνω τη θερμοκρασία του αέρα και τη γαλήνη του χώρου. Τρία ή τέσσερα χαριτωμένα πιτσιρίκια παίζουν κάπου κοντά. Με μια απολαυστική ντροπή, διασκεδάζουν με την παρουσία μου. Τελικά με πλησίασαν, αφού τους βοήθησα να βεβαιωθούν ότι δεν είμαι εξωγήινος. Ο ήλιος έχει από ώρα γείρει πίσω από το βουνό της δύσης, αλλά λένε ότι στα πρόσωπα των παιδιών μετανιώνει και γυρίζει πίσω. Ο Ηράκλειτος έχει δίκιο, ο χρόνος εξακολουθεί να είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια. Το θέμα είναι να καταφέρεις να μπεις στο παιχνίδι τους με τα πετραδάκια. Από κει και έπειτα, η γλώσσα τους λύθηκε. «Πω πω τι μεγάλο ποδήλατο!» «Γιατί το τιμόνι είναι έτσι;» «Γιατί είναι κόκκινο;» Άντε να απαντήσεις στα παιδιά...

«Με τον αδερφό μου εμείς μένουμε στην Αθήνα και ερχόμαστε το καλοκαίρι». Τυπικό σενάριο για κατοίκους της ελληνικής επαρχίας, σκέφτηκα. Έφυγαν όταν τους φώναξε «η μαμά!». Σκοτεινιάζει. Γερμένος στο πλευρό, αποκοιμάμαι σαν κούτσουρο. Για μια στιγμή μονάχα ξυπνώ μέσα στη νύχτα από ένα μακρυνό ουρλιαχτό, σκύλου, τσακαλιού ή λύκου ή κάτι τέτοιο.

Σάββατο 30.8.86



Τι ησυχία! Πριν ο ήλιος υψωθεί πάνω από το βουνό της ανατολής, βρίσκομαι στο δρόμο. Η ανάβαση στον Δρίσκο είναι το ξεκίνημα της καιονύργιας μέρας. Σκαρφαλώνω αργά. Σε μια στιγμή, βγαίνω από τη σκιά της κοιλάδας και μπαίνω στις πρώτες ακτίνες του ήλιου.

Βουνά, βουνά ολόγυρά μου. Όσο ψηλότερα ανεβαίνεις πληθαίνουν, περισσότερα μπαίνουν στο οπτικό σου πεδίο. Όγκοι, σχήματα, σ΄ όλες τις αποστάσεις. Χορταίνουν τα μάτια σου βουνά. Πόσα ακόμα θ΄ ανεβώ και θα κατεβώ στο ταξίδι μου! Το κυρίαρχο στοιχείο του περιβάλλοντος που μπορεί να σου προσφέρει την υπέρτατη ελευθερία! - από σένα εξαρτάται. Ελλάδα, η χώρα των βουνών. Τι θα ήταν η Ελλάδα χωρίς τα βουνά της; Απλούστατα δεν θα ήταν η Ελλάδα. Αυτά είναι η πηγή της ζωής, ο μεγάλος πλούτος, πλούτος όχι μόνο υλικός. Κρύβουν την αρχαία «ύλη», το δάσος. Κρύβουν και άλλες αξίες και τις προσφέρουν σ΄ όποιον ξέρει να τις εκτιμά, να συνδυάζει τη φυσική δράση με την ψυχική του ανασυγκρότηση. (Και εδώ χαλάει το πράγμα, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι ενδιαφέρονται πολύ για ο,τιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό τους.) Όταν συνδυάζονται τέτοιες σκέψεις με άμεσες παραστάσεις, έχεις μια μοναδική ευκαιρία να ξεδιαλύνεις μέσα σου μερικά πράγματα.

Στην κορυφή, η ελκυστική πανοραμική θέα της λίμνης αποκαλύπτεται. Μεγάλη δεξαμενή με ένα γαλάζιο υγρό ήρεμο σαν λάδι, σκεπασμένη με την πρωινή αχλή στα διάφορα σημεία αραιότερη ή πυκνότερη σαν ένα στάσιμο δειλό σύννεφο. Υπέροχες φυσικές εικόνες που ο σύγχρονος άνθρωπος έχει αρχίσει να ξεχνάει - ή να τις βλέπει μόνο στα βιβλία και τα πόστερ της αγοράς. Βλέπεις, όσο σπανίζει κάτι τόσο περισσότερο κοστίζει, αυτή είναι βασική αρχή της ανθρώπινης οικονομίας (ή μήπως απάνθρωπης;). Ενώ λοιπόν σπανίζει, τόσο περισσότερο και αξίζει. Συμπέρασμα κάποιων: φροντίστε να σπανίζει! Φαίνεται εντελώς ηλίθιο και γελοίο, αλλά αυτό κάνει η οικονομία. Εάν υπήρχαν όλα σε αφθονία, ο πλούτος δεν θα είχε νόημα. Τότε όλοι θα ήταν πραγματικά πλούσιοι (αλλά δεν θα υπήρχε η σχετική αξία του πλούτου). (Κάποιος είπε ότι το πιο απίθανο πράγμα που υπάρχει είναι η πραγματικότητα - τι απίθανος λόγος!)





Τα Γιάννενα απλώνονται στο βάθος ξασπρισμένα, πιο μπροστά το νησάκι, τα χωριά σκόρπια στον μικρό πράσινο κάμπο, εκτάσεις με κιτρινοπράσινους καλαμώνες στα σύνορα του νερού. Το τοπίο σε απορροφά. Λοιπόν, θα συμπεριλάβω στη διαδρομή μου και το γύρο της λίμνης!

Σαν από παρατηρητήριο ακολουθώ με τη ματιά τους δρόμους που χαρακώνουν τον κάμπο κάτω από τα πόδια μου και σχεδιάζω ποιους θα ακολουθήσω. Ο μεγαλύτερος δρόμος που φαίνεται ασφάλτινος ακολουθεί μια τεθλασμένη πορεία, για να περάσει από όσο το δυνατό περισσότερα χωριουδάκια. Σε τέτοιες υπαίθριες «ασήμαντες» περιοχές, χαράζουν ένα τεθλασμένο δρόμο με κριτήριο την εξυπηρέτηση όλων των χωριών, ενώ σε «αναπτυγμένες» περιοχές χαράζουν έναν μεγάλο δρόμο μόνο με το χάρτη και προσθέτουν μετά και τις παρακάμψεις για το κάθε χωριό - και καταστρέφουν έτσι όλον τον τόπο στο τέλος.

Ξεχύνομαι στην κατηφοριά. Περνώ το χωριό Μάζια, ένα σκύλος ψάχνει με τη μουσούδα αμέριμνος τα χόρτα στην άκρη του δρόμου. Γένος των σκύλων, θα σ΄ εκδικηθώ γι΄ αυτό που μου έκαναν οι τρεις αγενέστατοι εκπρόσωποί σου πριν από 24 ώρες. Έρχομαι με ταχύτητα από τα νώτα και ουρλιάζω τόσο δυνατά και ξαφνικά που ο σκύλος σίγουρα ποτέ στη σκυλίσια ζωή του δεν τρόμαξε τόσο. Πάντως καρδιακό επεισόδιο δεν έπαθε, αφού κοίταξε πίσω για ένα δέκατο του δευτερολέπτου αυτό ήταν όλο. Ξεχύνεται μπροστά σαν τον διάβολο. Οδηγώ στη μέση του δρόμου ακριβώς πίσω του, ελέγχοντας με τα φρένα την απόσταση. Τα πισινά πόδια ανεβοκατεβαίνουν απ΄ την κοιλιά ως την πλάτη σαν τα πιστόνια μιας έξαλλης μηχανής. Είναι ν΄ απορείς που τη βρίσκει τέτοια δύναμη! Όταν θεωρώ ότι την εκδίκησή μου την έχω πάρει, σε μια διαπλάτυνση του δρόμου ο σκύλος εξαφανίζεται στη στιγμή κατρακυλώντας στους θάμνους και τα βράχια όπως-όπως. (Ακόμα ίσως τρέχει.)


Επίδειξη ελληνικής ορθογραφίας...

Στο Πέραμα, έψαξα για το σπήλαιο. Πρώτη φορά το επισκέπτομαι. Το δυνατό φως του ήλιου σε θαμπώνει στην έξοδο. «Ωραίο το σπήλαιο; Πάρε κι ένα ενθύμιο, αυτά τα σκαλίζω μόνος μου.» (Έχω την αίσθηση ότι η άποψή μου για το σπήλαιο τον ενδιαφέρει πολύ λιγότερο από την άποψή μου για τις γκλίτσες του. Οι ικεσίες των πλανόδιων με ενοχλούν, είναι ακόμα ένα σύμπτωμα μιας άρρωστης κοινωνίας. Ας διορθώσουμε κάτι: αρρωστημένης κοινωνίας, όχι άρρωστης - αυτό θα ενοχλούσε λιγότερο. Ο εξευτελισμός έφτασε να γίνει οικονομικός θεσμός.) Αραδιασμένοι στη σειρά, μικροπωλητές με αντικείμενα κάθε λογής, όλα για το μεροκάματο. Μέσα στο σπήλαιο ήταν καλύτερα - κάτι ήξεραν οι άνθρωποι των σπηλαίων. Επειδή και η αδιαφορία με ενοχλεί, περιορίζομαι να πω ότι δεν μπορώ να τη μεταφέρω με το ποδήλατό μου. «Έχω δει και ΄γω ξένους με ποδήλατα φορτωμένα. Και πηγαίνανε και γρήγορα». Και είμαι σίγουρος ότι δεν κρατούσαν γκλίτσα, φίλε μου.

Χωρίς γκλίτσα λοιπόν αλλά με δυο καινούργιες σκέψεις για την ανθρώπινη μοίρα, πήρα το ποδήλατό μου απ΄ την αυλή του σπιτιού όπου το είχα αφήσει. Γιάννενα. Η λαϊκή αγορά σφύζει, είναι ένα μελίσσι. Σ΄ ένα μικρό φούρνο, βρίσκω ένα θαυμάσιο ψωμί. Θέλω να κάνω το γύρο της λίμνης, κατευθύνομαι λοιπόν προς το νότο. Διαβάζω κάπου: «οικογενειακή ταβέρνα Η ΜΑΣΑ». (Εφευρετικός ο Έλληνας.) Ποδηλατώντας στον δροσερό κάμπο με τα χωράφια και τα λιβαδάκια, έχεις την ευκαιρία να πάρεις μερικές ακόμα πολύτιμες γεύσεις από τους παράδεισους του ελληνικού κόσμου. Σε μια γραφική γωνιά, επιδίδομαι σ΄ ένα θεσπέσιο γεύμα, με επίκεντρο του ενδιαφέροντος το υπέροχο ψωμί.

Ακολουθούν και άλλα χωριουδάκια, πιο ήσυχα κι από τη λίμνη ακόμα. Βλέπω μερικά ψηλά πέτρινα σπίτια και με σκεπή από πλάκες γκρίζες και μαυρισμένες από το πέρασμα του χρόνου. Σε μια ερημιά, μια πινακίδα πληροφορεί - ματαίως! - για τον περιφραγμένο μικρό χώρο: «προϊστορικό σπήλαιο Καστρίτσας». Μόνο με (βιβλιογραφικές) μνήμες μπορείς να το δεις, το λουκέτο σε σταματάει. Αρκείσαι σε αυτά που έχεις διαβάσει. Ο χώρος φαίνεται αφρόντιστος και ξεχασμένος. Αν ήταν καμιά εκκλησία, θα ήταν όμως φροντισμένη με το παραπάνω. Στη βόρεια ακτή της λίμνης υπάρχει ένας ενδιαφέρων υδροβιότοπος. Νερό πεντακάθαρο (καθαρίζεται από την πυκνή βλάστηση), μεγάλα υδρόβια φυτά, καλαμιές, βλάστηση που βγαίνει από το νερό και δημιουργεί υδάτινους διαδρόμους που θυμίζουν Αμαζόνιο. Περνούν στο βάθος κολυμπώντας δυο νεροπούλια. Αναγνωρίζω τουλάχιστο τριών ειδών διαφορετικές φωνές βατράχων. Με μια βάρκα, σίγουρα πολλά έχει ν΄ ανακαλύψει κανείς εκεί μέσα.



Λίγο μετά, βλέπει κανείς το νησί. Η απόστασή του απ΄ την ακτή είναι πολύ μικρή. Μια επίσκεψη σ΄ αυτό θα μού έπαιρνε όλο το απόγευμα. Ας το αφήσω. Γυρίζω από έναν αδιάφορο δρόμο προς τα Γιάννενα, ως την είσοδο της πόλης, εκεί όπου ο δρόμος μου στρίβει προς τα βόρεια πια. Η ύπαρξή μου περιμένει τώρα σε μια λέξη: «Ζαγόρι».

Διασχίζει ο δρόμος μια εύφορη πλατειά πεδιάδα, με μικρά χωριά σκόρπια εδώ κι εκεί στους πρόποδες των βουνών που την αγκαλιάζουν. Ο ουρανός επάνω έχει μερικά άσπρα χαμηλά σύννεφα που τον κρύβουν εδώ κι εκεί και οι σκιές τους πέφτουν με έντονα περιγράμματα στην επιφάνεια του κάμπου και στα γύρω βουνά. Οι ίσκιοι αυτοί φαίνονται σαν σκουρόχρωμα μπαλώματα στις καταπράσινες πλαγιές, επιφάνειες που ξεχωρίζουν λόγω της έντονης χρωματικής τους αντίθεσης με τα μέρη που λούζονται στον ήλιο. Η ατμόσφαιρα είναι καθαρή για να σε αφήνει ν΄ απολαύσεις ανόθευτη όλη αυτή τη χρωματική πανδαισία. Το ποδήλατό μου κυλάει ευτυχισμένο σε ισάδια επιτέλους, μετά τη δοκιμασία στις μεγάλες και δύσκολες χθεσινές κατηφόρες.

Λίγες βροχοστάλες φτάνουν ως εμένα. Παρόλο που η βροχή θεωρείται - και είναι! - ο εχθρός του ποδηλάτη, είναι τέτοια η ευτυχία σου εδώ που χαίρεσαι σχεδόν στην ιδέα μιας σύντομης βροχής. Πόσο θα διέφερε αυτή η βροχή από τις βροχές που έχουμε συνηθίσει κάτω στις κατοικημένες και ρυπασμένες περιοχές! Εκεί είναι βρώμικες γιατί επιστρέφουν στη γη τη σκόνη και τη βρωμιά που οι ανθρώπινες δραστηριότητες δημιουργούν - είναι κι αυτό μια εκδίκηση της φύσης. Στην καθαρή βουνίσια ατμόσφαιρα η βροχή είναι ένα αναζωογονητικό δρόσισμα, ένα ντους που εδώ που τα λέμε θα έπλενε και το ποδήλατό μου που έχει μαζέψει αρκετή σκόνη. Αλλά ο ουρανός καθαρίζει και πάλι.

Στη διασταύρωση για το Σκαμνέλλι, σταματώ πάλι σε μια βρύση. Οι βρύσες... άγιοι τόποι, οι στάσεις του οδοιπόρου, τόποι ανάπαυσης όπου η φύση προσφέρει απλόχερα τη δροσιά της. Συμβουλεύομαι τον χάρτη μου. Ξαπλώνω στο γρασίδι και γυμνώνω το κορμί μου στον ήλιο. Τρεις μέρες έχουν ήδη περάσει και να που οι ευεργετικές επιδράσεις της διαβίωσης και της δραστηριότητας στο ύπαιθρο έχουν αρχίσει να γίνονται ολοφάνερες! Νοιώθω περίφημα. Ξεκούραστος, χαλαρός και ήρεμος. Γεμάτος υγεία και δύναμη.

Βρίσκομαι στους πρόποδες ενός μεγάλου βουνού, που θα πρέπει στη συνέχεια να κατακτήσω με τις δυνάμεις μου. Ο δρόμος ανεβαίνει φιδωτά, με συνεχείς στροφές. Προετοιμάζομαι για μια καλή ανάβαση. Και δεν πέφτω έξω. Αριστερά κάτω, ο δρόμος για την Κόνιτσα συνεχίζει χωρίς εμένα σ΄ όλο το ορατό μήκος της κοιλάδας και φαίνεται σαν μια αστραφτερή γραμμή καθώς το οδόστρωμα αντανακλά το φως του ήλιου με ορισμένη γωνία. Στο βάθος της κοιλάδας εκεί υπήρχε παλιά μια φυσική λίμνη, η λίμνη της Λαψίστας. Κάποτε αποξηράθηκε τεχνητά για να παραδοθεί ο βυθός της στην καλλιέργεια. Θυσία στο βωμό της οικονομίας. Ελληνικά Σισσύφεια έργα. Μήπως τάχα οι κάτοικοι είδαν την προκοπή τους; Η ίδια ιστορία της «ανάπτυξης» επαναλαμβάνεται. Πολλοί σμπάροι, κανένα τρυγόνι. Κάποτε τις λίμνες τις αποξηραίνανε - τώρα έρχεται η εποχή που αναγνωρίζουν τη διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας και σκέφτονται να τις ξανακάνουν (όχι πάντα βέβαια).

Ανεβαίνοντας, όλα αυτά σιγά-σιγά μικραίνουν στα μάτια μου μέχρι που χάνονται όταν βγαίνω σ΄ ένα διάσελο. Εκεί με περιμένει ένα υπέροχο πρασινοκίτρινο οροπέδιο, πράσινο από τη βλάστηση και κίτρινο από έναν ήλιο που έχει αρχίσει να γέρνει. Στο βάθος στους θάμνους φαίνεται μισοκρυμμένο ένα κοπάδι. Δυο σκύλοι ορμούν καταπάνω μου, κραδαίνω όμως τώρα την τρόμπα μου και κρατιούνται σε απόσταση ασφαλείας.

Διασταυρώνομαι με έναν αργοκίνητο καβαλάρη. Το γαϊδουράκι βαδίζει στωικά, με μικρά και γρήγορα βήματα, βήματα από κάποιον ισόβιο χορό θαρρείς, υπομένει το βάρος που μια ζωή σηκώνει. Τα πόδια του παππού κουνιούνται κρεμασμένα στη μια πλευρά του ζώου, πάνω-κάτω σαν αθόρυβη μηχανή. Κάτω από την τραγιάσκα, ροδίζει στον απογευματινό ήλιο ένα υπέροχο χαμόγελο... ομορφαίνει τις πλούσιες ρυτίδες μιας (πλούσιας;) ζωής. Σηκώνει το χέρι και χαιρετάει. Γεια σου παππού!

Πηγαίνω για το Μονοδέντρι. Κυλώ σ΄ ένα έρημο τοπίο, με μικρές αλλεπάλληλες ανηφοριές και κατηφοριές. Ένα τοπίο με μια απογευματινή ησυχία, που διακόπτεται μόνο από τη φωνή κάποιου κότσυφα που κάθε λίγο πετάγεται τρομαγμένος από το διπλανό θάμνο. Η θαμνώδης βλάστηση φανερώνει ότι τα μέρη υπερβόσκονται - τα κοπάδια, η μεγαλύτερη μάστιγα της ελληνικής φύσης, τα ρημάζουν κι εδώ όλα.

Ο ήλιος θα αγγίξει το βουνό της δύσης. Η ώρα αυτή της ημέρας έχει τον δικό της τόνο. Οι διασταυρώσεις σε επαρχιακούς ασύχναστους δρόμους σαν αυτούς δίνουν άλλο νόημα στην πανάρχαιη έννοια του «δρόμου». Αρχίζει μια ανηφόρα, στ΄ αριστερά από έναν εντελώς γυμνό περίεργο όγκο, όταν εντελώς απροειδοποίητα προβάλλει μπροστά μου η Βίτσα. Πρέπει να σταματήσει κανείς, για να θαυμάσει το χωριό από απόσταση. Δεν έχω ξαναδεί χωριό τόσο σοφά τοποθετημένο στο χώρο. Λες κι έχει φτιαχτεί από το μολύβι και το χέρι του πιο σοφού αρχιτέκτονα. Που πρώτα απ΄ όλα ήξερε να διαλέξει την πιο σωστή τοποθεσία.



Η ανηφόρα συνεχίζει πιο απότομη. Το τοπίο εδώ γίνεται πιο ορεινό, ατίθασο. Να ένας άλλος περιφραγμένος χώρος, μια πινακίδα γράφει «ερείπια προϊστορικού οικισμού». Κάτι έχω διαβάσει και γι΄ αυτό. Είναι το σημείο κοντά στο Μονοδέντρι με προϊστορικά ευρήματα στην Ήπειρο, αλλά πώς να θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες... - όλη η Ελλάδα γεμάτη ιστορία είναι. Είναι ν΄ απορείς πώς ζούσαν (μόνιμα;) οι προϊστορικοί άνθρωποι σε τέτοιο υψόμετρο, σε τόσο άγριο χώρο. Και πόσα άλλα θα υπάρχουν, θαμμένα κι άγνωστα για την ώρα - η ελληνική γη είναι αστείρευτη.

Μονοδέντρι. Ένας διαβάτης με πληροφορεί για το χωριό και τον τόπο. Μπαίνω σε λίγο στο χωριό από τον κάτω δρόμο. Σέρνω το ποδήλατο σε ένα καλντερίμι και φτάνω στην κάτω πλατεία. Περίπατος σε τέτοιον ήρεμο χώρο ισοδυναμεί με περίπατο στον παράδεισο. Πολύ λίγος ο κόσμος και μια βαθειά απολαυστική σιωπή. Ο ήλιος τώρα πέφτει πίσω από μια πέτρινη καμινάδα και τον απέναντι λόφο. Αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο, οι πολλές σκέψεις υποχωρούν. Τα πάντα συμμαχούν μαζί σου. Κλείνεις τα μάτια και ξεχνάς και μετά τ΄ ανοίγεις και αφήνεις τα μάτια σου αβίαστα να βλέπουν ό,τι θέλουν αυτά. Ο χώρος εμπνέει ένα είδος μυστικού σεβασμού. Κρύβει κάτι το ιερό. (Στ΄ αλήθεια κρύβει, μόνο που πρέπει να είσαι έτοιμος για να το νοιώσεις.) Χωριό που δεν φτιάχτηκε για κατοίκους αλλά για ανθρώπους. Εδώ είναι η μεγάλη διαφορά με τον κορεσμένο χώρο του πρακτισμού των σημερινών πόλεων. Κι αυτό γίνεται όταν και μόνο ο σεβασμός για τον άνθρωπο συμβαδίζει με τον σεβασμό για το περιβάλλον - σπάνια μάλλον σύμπτωση σήμερα. Εδώ είναι που συμβάλλει το ποδήλατο: πλησιάζεις τον χώρο με ένα μέσον που σε βοηθάει να κατακτήσεις αυτό το διπλό σεβασμό.

Ανέβηκα στον καλό δίτροχο φίλο λοιπόν και κατηφόρισα στον σύντομο χωματόδρομο για την Αγία Παρασκευή. Πέτρινο παλιό μοναστήρι, κτίσματα που καταργούν αυτοδίκαια το νόμο της φθοράς. Εγκατάλειψη ή θρίαμβος των άλλων δυνάμεων άραγε; - ποιος να ξέρει... Όλα ζούν ταυτόχρονα στο παρόν και στο παρελθόν, τυλιγμένα στο γκρίζο της πέτρας. Η θέα πάνω στο μεγάλο χάσμα είναι κάτι το ανεπανάληπτο! Να και το μονοπάτι. Σε προκαλεί να το ακολουθήσεις. Μπαίνω μέσα στο φαράγγι του Βίκου.

Εδώ πρόκειται για ένα πρωτόγνωρο μάθημα γεωμετρίας. Προσπαθώ να αισθανθώ όσο γίνεται περισσότερο τις τρεις διαστάσεις. Αντιλαμβάνεσαι οριακά μερικές έννοιες: χώρος, χάος, ύψος... Το μονοπάτι με χώνει στον κόσμο του φαραγγιού, σκαλισμένο στη μέση του γιγάντιου κάθετου τοίχου. Πάνω στα ανελέητα βράχια, στις σταγόνες από χώμα βρίσκουν την ευλογία τους αγριόχορτα και αγριολούλουδα, φυτά σπάνια που φέρνουν στο νου τα βότανα των «βικογιατρών» ενός παρελθόντος. Το απόκοσμο αυτό μονοπάτι έπαιρναν οι ντόπιοι για να γλυτώσουν από το μαχαίρι. Σβήσαν τα χνάρια τους στο βράχο, αλλά στα ίδια ματωμένα βήματα ξέρω ότι συνεχίζω. Μέχρι πόσο; Αναγκάζομαι να σταθώ, γιατί ένα πελώριο κομμάτι βράχου έχει καταποντιστεί στο χάος. Πήρε μαζί το μονοπάτι, πήρε και τον πόθο μου να εξερευνήσω περισσότερο το επιβλητικό στερέωμα.

Παρατηρώ με δέος. Ένα μεγάλο αρπακτικό πουλί πετά μακριά. Το ζηλεύω. Αν ήμουν αυτό, όλη μέρα θα ζούσα στο φαράγγι, στην κάθε γωνιά του, αυτό θα ήταν για μένα ο κόσμος. Εδώ αξίζει να είναι κανείς πουλί. Εδώ ακριβώς είναι η ώρα να θυμηθείς αυτόν που ο Γ. Βαλέτας χαρακτήρισε «Πούσκιν της νέας Ελλάδας... αυτοδίδακτο θύμα της ελευθερίας και της τέχνης... αυτός που δεν βρήκε τον άξιο βιογράφο και κριτικό του (παρά τη δουλειά του που έκανε ο ίδιος γι΄ αυτόν)... όσα γράφηκαν μειώνουν και παραμορφώνουν την υψηλή του πνευματικότητα...». Ώρα να θυμηθείς λίγο από τον σπαρακτικό «Σταυραητό» του εθνικού ποιητή της Ηπείρου:

... θέλω τ΄ αψήλου ν΄ ανεβώ, ν΄ αράξω θέλω, αιτέ μου,
μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν΄ αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω μ΄ εσένα.
Θέλω τ΄ ανήμερο καπρί, τ΄ αρκούδι, το πλατόνι
καθημερνή μου κι ακριβή να τά ΄χω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ΄ αγέρι
να ΄ρχεται από τη λαγκαδιά, σα μάνα, σαν αδέρφι
να μού χαϊδεύη τα μαλλιά και τ΄ ανοιχτά μου στήθη.
...
Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ, για χαμηλώσου λίγο,
και δώσ΄ μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος.


Άγνωστος και παραγνωρισμένος ο Κώστας Κρυστάλης, όσο κι αυτός ο αητός που με παρασέρνει.

Το ρολόι μου με ξύπνησε κάποτε από τις ονειροπολήσεις, είναι αργά, σε λίγο θα αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι. Γυρίζω στην άκρη του χωριού. Μια χωρική που ήταν και αυτή εκεί για νερό με βοηθάει να βγάλω νερό από το πηγάδι. Το πηγάδι αυτό είναι ένα φαινόμενο: ανοιγμένο καταμεσής σ΄ έναν τόπο όλο βράχια κι ωστόσο το νερό του έχει μια γεύση καταπληκτική!

Βρίσκω ένα απόμερο ξέφωτο με γρασίδι, ιδανικό τόπο να στήσω τη σκηνή μου, λες και ο τόπος αυτός ήταν εκεί ειδικά για μένα. Έκανα ένα ντους για να διώξω από πάνω μου τον ιδρώτα όλης της μέρας, κρεμώντας το δοχείο του νερού σ΄ ένα δέντρο. Βέβαια τα άλατα του ιδρώτα δεν είναι καθόλου πολλά όταν ζεις έτσι και τρέφεσαι και σωστά. Το σώμα μου βγάζει σχεδόν καθαρό νεράκι. Ο ιδρώτας που δεν μυρίζει είναι το σημάδι ότι το σώμα έχει καθαρίσει από τις τοξίνες. Μετά το ντους νοιώθω υπέροχα.

Είναι μια τέτοια αίσθηση, που τώρα μπορώ να δώσω έναν ορισμό της υγείας: υγεία είναι το να νοιώθεις ότι δεν σου λείπει απολύτως τίποτα στον κόσμο. Αυτό που νοιώθω τώρα στο κορμί μου μπορώ να το ονομάσω απόλυτη δύναμη.

Βράδιασε και βγήκα στη μικρή πλατεία. Βρίσκω ένα μικροσκοπικό παντοπωλείο. Είναι ταυτόχρονα και καφενεδάκι, με λιγοστά τραπέζια και ψάθινες καρέκλες. Ίσως και κάτι άλλο να είναι και να μην το έχω ανακαλύψει... είναι αυτοί κάτι χώροι μικροί και χωρίς φανερή ταυτότητα, αλλά που σου δίνουν μια ξεχασμένη αίσθηση ανθρώπινης επικοινωνίας, πολύ μακριά από την ανωνυμία του σούπερ-μάρκετ. Λειτουργούν ως χώροι κοινωνίας, συνάντησης των ανθρώπων σε τέτοια μικρά χωριά. Λιγοστοί και οι θαμώνες, ηλικιωμένοι δυο παρέες, με τις χούφτες στις γκλίτσες.

Νοιώθω παράξενα, είμαι ο μόνος νέος άνθρωπος μέσα στα απόμαχα γηρατειά. Με ρωτάει ένας τους αν είμαι Έλληνας. (Την έχω βαρεθεί αυτή την ερώτηση, αλλά από τέτοιον άνθρωπο δεν με ενοχλεί.) «Σε είδα με το ποδήλατο. Ποδήλατο εδώ πάνω; Δεν κουράστηκες;» Με λίγο κέφι όλα γίνονται, μήπως τώρα φαίνομαι «κουρασμένος»; «Για δες τον! εγώ μέχρι το χωράφι που πάω και με το ζώο και το σκέφτομαι!», λέει άλλος χτυπώντας την παλάμη στο γόνατο.

Παρατήρησα ότι δεν βλέπω νέους στο χωριό. «Να σού πω ... (αργές κουβέντες και ρίχνει τις απαραίτητες ματιές στο τάβλι των άλλων, αυτό που απορροφά τα περισσότερα βλέμματα) το καλοκαίρι έχει κόσμο, το χειμώνα ποιος να έρθει εδώ στην ερημιά; Στα Γιάννενα οι δουλειές, εκεί κι ο κόσμος. Εμείς συνταξιούχοι είμαστε, ερχόμαστε στα πατρικά για ξεκούραση, εδώ μεγαλώσαμε.» Όμορφα τα μέρη, ναι. Παλιά σ΄ όλα αυτά τα σπίτια έμεναν οικογένειες, στα περισσότερα, πολύ παλιά. Τώρα άλλαξαν τα πράγματα. Όλοι ζητούν εύκολες δουλειές, τα παιδιά μαθαίνουν γράμματα. «Εσύ από ποιο μέρος είσαι; Και ήρθες με το ποδήλατο εδώ;! Πού πηγαίνεις;» Ωραία στην Ήπειρο αλλά τι να το κάνεις, ερημιά βρε παιδί μου... «Άλλοι φεύγουν από δω και πάνε στη θάλασσα για μπάνιο και συ ...»

Μου είπε λίγα ακόμα. Δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο που προσπαθώ να βυθομετρήσω αυτό το πέλαγος της εγκατάλειψης σε κάποια αόρατη και κακή άγνωστη μοίρα. Μια αδιόρατη πίκρα μένει στο τέλος. Το ένα χρονικό σημείο είναι τα προϊστορικά ερείπια εκεί στη στροφή λίγο πιο πέρα, πριν από δυο μόλις ώρες για μένα. Το άλλο χρονικό σημείο, το χαμόγελο αντικρύ μου που έχει το κουράγιο να δηλώνει την παρουσία του ανάμεσα στα σημερινά ερείπια. Η σκληρή πραγματικότητα είναι καλά οχυρωμένη στα τείχη της και έχω την αίσθηση ότι είμαι μόνος, είμαι ο μόνος τώρα που τολμώ, που προσπαθώ να την εκπορθήσω. Θέλω δε θέλω, αφήνω τον χρόνο να κάνει τη «δουλειά» του. Ίσως, ποιος ξέρει... τελικά αυτός να μην είναι πάντοτε πανδαμάτωρ.

Κυριακή σήμερα, 31.8.86



Δροσερός ο καιρός. Χόρτασα ύπνο, έναν ύπνο τελείως ανενόχλητο, σε τέλεια σιγή. Ανηφορίζω μέσα από το χωριό για την πάνω πλατεία. Σπρώχνω το ποδήλατό μου στα χαρακτηριστικά καλντερίμια με το αυλάκι στη μέση για τα νερά της βροχής.



Αφήνω τα μάτια μου στα χτιστά στοιχεία του χώρου, τα σπίτια, τις μάντρες. Πώς γίνεται με ένα τόσο «κρύο» υλικό σαν τη γκρίζα άψυχη πέτρα να δημιουργήσει κανείς κατασκευές τόσο φιλικές, χρήσιμες, οικείες, ανθρώπινες... Το ανθρώπινο χέρι λοιπόν μπορεί και να ευλογεί τον κόσμο. Ένας πέτρινος ζεστός κόσμος. Αξιοθαύμαστο! Πέτρα στην πέτρα οι μάντρες και μερικά άλλα χτίσματα, χωρίς συνδετική ύλη.



Ένας ασφάλτινος δρόμος βγάζει στη θέση «Οξυά» ή Μπαλκόνι του Βίκου. Ο δρόμος γίνεται χωμάτινος. Ο δείκτης του υψόμετρου πέρασε τα 1300 μέτρα. Αναπνέω τον καθαρό αέρα με πάθος. Τοπίο άγριο, καθαρά δασικό. Γεμάτο οξυές και με κάτασπρα περίεργα βράχια με οριζόντιες στρώσεις και σε διάφορα τρελλά σχήματα και σχηματισμούς. Τι γλύπτης η φύση! Συναντώ δυο μικρές κατηφοριές και πρέπει να χρησιμοποιήσω τα φρένα μου με προσοχή για να προφυλάξω τα λάστιχά μου από τα κοφτερά χαλίκια. Η τοπογραφία του χώρου με σαγηνεύει, μου αρέσουν πολύ οι ασύμμετροι και ακανόνιστοι όγκοι, τα ατίθασα στοιχεία του χώρου. Και η χάραξη του μικρού χωματόδρομου είναι απρόβλεπτη και γι΄ αυτό υπέροχη! Λοιπόν, ο χώρος αυτός είναι πραγματικά ένας παράδεισος! Προσπερνώ μια μικρή πηγή και μερικά μικροσκοπικά λιβαδάκια ηλιοπότιστα, με καταπράσινο γρασίδι και κατακόκκινες παπαρούνες. Παπαρούνες τέτοιαν εποχή;... ναι, παπαρούνες! Και άλλα πολύχρωμα αγριολούλουδα. Να τι ήρθαν να κάνουν εδώ ψηλά οι προϊστορικοί άνθρωποι.

Στο τέλος του δρόμου, αφήνω το ποδήλατο στο δάσος και παίρνω το πέτρινο μονοπάτι. Έχω την ευκαιρία να θαυμάσω τον Βίκο από μια δεύτερη θέση. Το μονοπάτι σταματά σ΄ ένα σημείο που μοιάζει πραγματικά με μπαλκόνι. Στην επιστροφή στο ποδήλατό μου, καταφθάνουν δυο αυτοκίνητα και αδειάζουν αγουροξυπνημένους εκδρομείς. Με κοιτάνε περίεργα και με ρωτάνε αν κουράστηκα που ανέβηκα μέχρι εδώ. Ξέρω καλά - το κρίνω άλλωστε από αυτό που ολοφάνερα δείχνουν - ότι αυτοί είναι πολύ περισσότερο κουρασμένοι από μένα. Τι είναι τελικά η κούραση; Ποιος έχει την υπομονή και την οξυδέρκεια να δώσει τον ακριβή ορισμό αυτής της έννοιας; Αυτό που χρειάζεται είναι να ξέρει κανείς το πώς ακριβώς να κουράζεται. Και φυσικά, αυτό δεν είναι κάτι που μπορώ να το κάνω μόνο εγώ, αυτό μπορεί να το κάνει ο οποιοσδήποτε. Αλλά άντε τώρα να τους το εξηγήσεις και να το καταλάβουν...



Κατηφορίζοντας, βλέπω μακριά στο βάθος, κάπου προς το νότο τον καπνό μιας πυρκαγιάς να έχει υψωθεί στον ορίζοντα. Μετά τη Βίτσα, ο δρόμος μου πρόκειται να διασχίσει ένα καλλιεργημένο οροπέδιο. Ανεβοκατεβαίνει πολύ όμορφα σαν κύμα, στρίβει ανάμεσα από τρία μικρά και φτωχότατα χωριουδάκια ξεχασμένα από τον κόσμο. Οι κάτοικοί τους είναι άφαντοι και προφανώς ελάχιστοι. Τι μοναξιά! Μετά τα Κάτω Πεδινά, ο δρόμος αφήνει το οροπέδιο. Κάνω μια γρήγορη κατάβαση σε έναν καλοστρωμένο δρόμο ως το Καλπάκι. Το μνημείο της ιστορικής μάχης στεφανώνει έναν λόφο. Οι πληροφορίες ενός μπακάλη ούτε με πείθουν ούτε με φωτίζουν καθόλου. Συνάντησα έναν ακόμα άνθρωπο που αξίζει να τον παρατηρήσω για μερικά μόνο δευτερόλεπτα και όχι περισσότερο. Σκυμμένος στα τεφτέρια του δεν δείχνει να νοιάζεται για τίποτα στον κόσμο πέρα απ΄ το τι συμβαίνει στην τσέπη του.

Η δική μου επόμενη κίνηση είναι το Πωγώνι, μια περιοχή γνωστή σε μένα μόνο από βιβλίο. Γεμάτος προσδοκία, παίρνω το δρόμο για Κακαβιά. (Μια θαλασσινή, ναυτική λέξη για έναν τόπο που απέχει τόσο πολύ από τη θάλασσα.) Έχω την αίσθηση ότι αρχίζω καινούργιο ταξίδι σε μια καινούργια χώρα. Είναι βλέπεις που βοηθάει και μια μεγάλη αλλαγή: το τοπίο.

Ελλάδα, χώρος ζωντανός, απροσδόκητος. Περνώ κοντά από μια επίπεδη τοποθεσία που προδίδει ότι εδώ κάποτε υπήρχε λίμνη. Ο δρόμος είναι έρημος. Γύρω μου, λόφοι με χαμηλά δάση βελανιδιάς. Τα φυλλώματά τους έχουν κιόλας αρχίσει να αλλάζουν χρώματα. Πώς τόσο νωρίς; - ίσως φταίει η ξηρασία. Ο πλανήτης θερμαίνεται και πρέπει κάποτε να μην το ξέρει κανείς μόνο από τις εφημερίδες αλλά να το βλέπει και στην πράξη. Χρώματα, χρώματα πράσινα, κίτρινα, καφετιά, κόκκινα εναλλάσσονται φευγαλέα. Ως κινούμενος παρατηρητής, απολαμβάνω έναν κόσμο που περνάει γύρω, δεξιά και αριστερά μου. Σε έναν ελιγμό του δρόμου, στρέφομαι προς τα πίσω και βλέπω πάλι καπνό πυρκαγιάς να είναι απλωμένος περισσότερο τώρα στον ουρανό.

Συναντώ μια άλλη μικρή λίμνη, με βούρλα και μερικές πάπιες. Υπάρχει και ένα γραφικό αστείο κούτσουρο που πετιέται στη μέση και καρφώνει τον αέρα. «Ιχθυοτροφείο κυπρίνου» πληροφορεί μια ταμπέλα. Ιχθυοτροφείο σε στάσιμο νερό; - τι ιχθυοτροφείο είναι αυτό; (Μαύρο χιούμορ: εκτός αν συνετίστηκαν οι άνθρωποι τόσο πολύ που δεν νοιάζονται πια για την παραγωγικότητα!) Τίποτα δεν αφήνει ο άνθρωπος ήσυχο. Ένας βάτραχος βάλθηκε να με καλωσορίσει. Με τη αστεία φωνή του είναι σα να κοροϊδεύει τα έργα των χειρών ανθρώπων.

Σε μια στροφή, ο δρόμος περνάει πάνω από ένα ποτάμι με καθαρό γάργαρο νερό, παραπόταμο του Καλαμά. (Το πόσο καθαρό είναι, είναι βεβαίως μια άλλη ιστορία. Μια εργαστηριακή ανάλυση ίσως έβλεπε περισσότερα από αυτά που βλέπει το μάτι. Πουθενά στη φύση σήμερα δεν είναι να εμπιστεύεσαι τίποτα.) Ψηλά πλατάνια σκεπάζουν τα πάντα. Αυτοκίνητα είναι σταματημένα στο ποτάμι και υπάρχει και ένα καφενείο. Κανένας παχύς ίσκιος δεν μένει ανεκμετάλλευτος από το «επιχειρηματικό» δαιμόνιο του Έλληνα. Αγία Παρασκευή λέγεται ο χώρος (Αγία ... Κονόμα έπρεπε ίσως να λέγεται). Εκείνη τη στιγμή φτάνει στ΄ αυτιά μου ο ήχος από ηπειρώτικο κλαρίνο κάτω εκεί.

Ο ήχος αυτός με ξαφνιάζει, με ηλεκτρίζει. Με συνεπαίρνει. Μεταδίδει μια αίσθηση απόλυτα ταιριαστή στο χώρο. Δεν είναι εύκολο να διαβάσεις τη μουσική. Γίνεται αυτό ευκολότερο όταν τυχαίνει να βρίσκεσαι καταμεσής στον χώρο που τής ανήκει. Μέσα στο ζωντανό χώρο που γεννάει το δικό της μουσικό βίωμα. Βιώνεις τη μουσική και σε χρόνο και σε χώρο.

Σε λίγα χιλιόμετρα, να ΄σου και δεύτερη λίμνη, της Τσεροβίνας. Με λίγο βάλτο και καλαμιές, με μια επιφάνεια όπως εκτιμώ γύρω στο μισό τετραγωνικό χιλιόμετρο. Την περικυκλώνουν αμέτρητες πινακίδες που απαγορεύουν με μανία το ψάρεμα και είναι τόσες πολλές που εκνευρίζουν. (Λες και θα τις φοβηθεί ο Έλληνας...) Δίπλα στο νερό, στο γρασίδι, είναι σταματημένο ένα κάμπερ με ξένες πινακίδες. Μερικοί ξανθοί και κάτασπροι άνθρωποι ακινητούν κάτω από τον ήλιο Τόλμησαν και εκθέτουν το δέρμα τους στον ήλιο - τι εμπειρία γι΄ αυτούς! Είναι τόσο ακίνητοι και παραταγμένοι στη σειρά, με έναν πραγματικά αστείο τρόπο!

Ερημιά. Συναντώ ένα αναπάντεχο χάνι και ξαναγεμίζω το παγούρι μου. Η ερημιά αρχίζει και με συνεπαίρνει. Διασταύρωση για Πωγωνιανή. Το τοπίο αλλάζει πάλι! Ποικιλόμορφο, στεγνό, ακαλλιέργητο, αψύ, αφιλόξενο - αφιλόξενο από ανθρώπους. Καταβροχθίζω δυο κατηφορικά χιλιόμετρα και μετά ανηφορίζω πάλι δίπλα σ΄ ένα ρέμα. Συναντιέμαι με αυτοκίνητο κάθε μισή ώρα ίσως, αλλά και ανθρώπους επίσης δεν συναντώ. Ξεχασμένη παραμεθόριος η περιοχή... όλα αυτά με κάνουν και αισθάνομαι μόνος, μόνος σε άγνωστη χώρα. Απορροφιέμαι, ξεχνιέμαι. Μόνη μου συντροφιά οι σκέψεις μου.

Μερικές χωμάτινες διασταυρώσεις φεύγουν αριστερά και δεξιά για χωριά που ούτε στο χάρτη μου υπάρχουν, ούτε πουθενά φαίνονται. Προφανώς είναι κρυμμένα κάπου πίσω εκεί, μέσα στους ορεινούς όγκους.

Άρχισα να πιστεύω ότι αυτή η μοναξιά δεν θα τελειώσει ...αλλά να που έφτασα στην Πωγωνιανή! Εξεταστικό το βλέμμα μου, περιεργάζεται τα πάντα. Υπάρχει κάτι το παράξενο στην ατμόσφαιρα. Λες και το χωριό έχει αδειάσει, σα να έμεινε δίχως τον κόσμο.

Ακούγονται άλλες δυο νότες ηπειρώτικου από ένα αυτοκίνητο, που μαγεύουν πάλι το χώρο. Εύχομαι από μέσα μου ολόψυχα να έχει κάποιο πανηγύρι, διαπιστώνοντας ότι είναι Κυριακή σήμερα. Αρχίζω να χάνω την αίσθηση του χρόνου και έτσι το μάτι μου οδηγήθηκε αυτόματα στο ρολόι μου. Ο ήχος αυτού του κλαρίνου είναι κάτι περισσότερο από συναρπαστικός. Είναι ανθρώπινος. Δυο νότες μόνο αλλά λένε τα πάντα. Ευτυχώς που ο Έλληνας δεν έχει μόνο επιχειρηματικό αλλά και πολιτιστικό δαιμόνιο. Όταν περίπου επί εποχής Όθωνα οι προσκυνημένοι έτρεχαν να εξευρωπαϊστούν πασχίζοντας να αποτινάξουν το πολιτιστικό παρελθόν τους πίσω απ΄ τις ξενόφερτες φανφάρες με τα κλαρίνα, το αδάμαστο ένστικτο της φυλής είδε το νέο πνευστό και θαύμασε γιατί ήταν ένα όργανο πολύ δυνατότερο από τη φλογέρα, τα καλάμια που διαιώνιζαν την αρχαία παράδοση. Άρπαξαν οι παραδοσιακοί οργανοπαίκτες το όργανο και έκαναν το θαύμα τους. Ανακάλυψαν δυνατότητες που οι κατασκευαστές του κλαρίνου δεν είχαν ίσως υποψιαστεί. Το ανάδειξαν σε κυρίαρχο σόλο όργανο, ένα όργανο μέσα απ΄ το οποίο ο οργανοπαίκτης βγάζει την ίδια του τη ψυχή, τον αέρα του, το πνεύμα του. Οι μεγάλοι εκτελεστές της τζαζ, μιας βιωματικής μουσικής που θρέφτηκε από τον πλούτο των παραδόσεων του κόσμου και που σ΄ αυτή τα πνευστά όργανα με την ιδιαίτερη εκφραστικότητα έπαιξαν ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο κύριο ρόλο, σπούδασαν κοντά στους Έλληνες κλαρινιτζήδες. Αυτοί οι άγνωστοι θαυματοποιοί, ξεχασμένοι στις απόμερες γωνιές τούτης της γης, χωρίς να το ξέρουν αντιστέκονται με τον τρόπο τους στην εμπορευματοποίηση της μουσικής και στην παγκόσμια υποκουλτούρα που βιάζεται να ισοπεδώσει ό,τι συναντάει στο πέρασμά της. Θα ΄λεγε κανείς ότι διαιωνίζουν το άλυτο ομηρικό πρόβλημα - είναι οι σύγχρονοι φορείς μιας πανάρχαιας παράδοσης ακριβώς επειδή εξακολουθούν να μη βάζουν κάτω από το δικό τους έργο τη δική τους υπογραφή. Ο «θάνατός» τους είναι η ζωή όλων μας. Οι μελετητές του πολιτισμού ακαδημαϊκοί, θεωρητικοί, διανοούμενοι, διανοητές κλπ. ψάχνουν κάτω από το φως της κατακτημένης γνώσης αυτό που χάθηκε μέσα στα σκοτάδια του ζωντανού πολιτισμού, στους τόπους και στο βαθμό που αυτός επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας. Δεν μπαίνουν στον κόπο να πάνε εκεί όπου το «ομηρικό πρόβλημα» εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά προτιμούν την ευκολία να το μελετούν εκ του ασφαλούς με το να ανακυκλώνουν την έτοιμη γνώση που έχει συσσωρευτεί. Αντί να βγουν εκεί όπου η παράδοση ζει, αυτοπεριορίζονται στους τοίχους των βιβλιοθηκών και των πανεπιστημίων για να εξαργυρώσουν (όχι χωρίς τριάκοντα αργύρια) το φως της ελληνικής γης με τα περίτεχνα σκοτάδια της συμβατικής γνώσης τους. Όμηροι μιας πραγματικότητας που δε χάνουμε καμιά ευκαιρία να γκρινιάζουμε πόσο μάς πιέζει, από αυτούς εδώ τους σύγχρονους Ομήρους, από αυτούς τους ανώνυμους ασήμαντους χωριάτες μπορούμε να διδαχτούμε από πρώτο χέρι τι θα πει παράδοση και τι θα πει πολιτισμός: συνάντηση του ατομικού συνειδητού με το συλλογικό υποσυνείδητο της κοινωνίας που σε έφερε στο φως.

Προχωρώ με τα πόδια ως την πλατεία. Με τα πόδια! Εδώ είναι ιεροσυλία να βιάζεσαι. Ο καφενές στην πλατεία τι γραφικός! Είναι άδειος και... κλειδωμένος! Μα πού είναι ο κόσμος; Δεν υπάρχει γύρω μου ούτε ένας άνθρωπος επιτέλους; Να πάρει η ευχή δεν ακούω και ειδήσεις, μήπως έπεσε βόμβα νετρονίου στην Πωγωνιανή;

Κάθομαι σε μια καρέκλα, απλώνω τα πόδια αναπαυτικά σε μια άλλη και θυμάμαι το ανέκδοτο με το ελληνικό καφενείο: οι καρέκλες πρέπει να είναι πενταπλάσιες από τους πελάτες, γιατί ο Έλληνας στη μια καρέκλα θα καθίσει, στις δυο θα απλώσει τα χέρια και στις δυο τα πόδια. Εγώ τώρα έχω τόσες πολλές καρέκλες στη διάθεσή μου, αυτό κι αν είναι ένα ελληνικό καφενείο! Αλλά πού είναι οι πελάτες; Έχω μια περίεργη απογοήτευση. Μια δόση απορίας, όπως και προσμονής για να ανακαλύψω της αιτία αυτής της σπάνιας ερημίας.

Η σκιά του πλάτανου είναι απολαυστική. Τα φύλλα θροΐζουν στα απαλά φυσήματα του ανέμου. Τελικά πολλά μπορεί να μάθει κανείς από τους ήχους των δέντρων. Όχι πολύ μακριά από εδώ, στην Αρχαία Δωδώνη, κάποιοι έβγαζαν χρησμούς από τους ήχους της Ιεράς Φηγός.

Στην ιδιόρρυθμη σιωπή, νοιώθω ο τελευταίος κάτοικος του τελευταίου χωριού του κόσμου. Έστω και άδειο, το χωριό έχει μια μαγεία. Στο διπλανό κτίσμα, μια μαρμάρινη πινακίδα γράφει: ΕΝ ΕΤΗ 1906. Η ανορθογραφία έχει κατακτήσει τον χρόνο. Ο χρόνος όμως έχει κατακτήσει τους κατοίκους του σπιτιού αυτού; Δεν ξέρω. Παλιά τα στόρια, ξεφτισμένα τα ντουβάρια, δεν μπορώ να το πω. Ξαφνικά, περνούν δυο αυτοκίνητα γρήγορα και με πολύ θόρυβο και φωνές και τραγούδια! Και με μια εντυπωσιακά στολισμένη νύφη όρθια στην καρότσα σε ένα αγροτικό. Να ο χρησμός! Τώρα εξηγούνται όλα. Σε κάποιο γειτονικό χωριό γίνεται γάμος! Ένας γάμος εδώ είναι σίγουρα ένα γεγονός. Ένα σημαντικό γεγονός.

Ο κόσμος ωστόσο δεν αλλάζει... Στον χοντρό κορμό του πλάτανου, υπάρχει ψηλά-ψηλά μια παμπάλαια μικρή πινακίδα, κατά τη συνήθεια: «ο πλάτανος εφυτεύθη το έτος 1854». Πιο κάτω: «αυτό το χωριό εξετέλεσε κοινοτικά έργα με την εθελοντική εργασία των κατοίκων του και με την αμερικανική βοήθεια». (Κάποιοι δεν θέλουν να ξεχνάει ο κόσμος τα ψίχουλα που του πέταξαν.) Ακόμα πιο κάτω, στον ίδιο κορμό πάντα - τι ιδιόρρυθμος πίνακας ανακοινώσεων! - υπάρχει μια απολαυστική αφίσα για ένα πανηγύρι... κοιτάζω με αγωνία την ημερομηνία, δυστυχώς πέρασε. Ξεκολλάω με ιερή προσοχή την αφίσα, θα την πάρω μαζί μου ως ενθύμιο αυτού του απογεύματος, αυτού του χωρόχρονου. Σε ευχαριστώ πλάτανε για αυτόν τον τελευταίο χρησμό σου! - ένα χρησμό για το δικό μου μέλλον από το δικό σου παρελθόν.

Πάμε, ποδήλατό μου! Ο δρόμος πάει στα βόρεια. Απόγεμα πια. Η κάθε πεταλιά με βάζει ακόμα βαθύτερα στον κόσμο που βρίσκομαι. Ερημιά, αγριάδα, γαλήνη. Τέλεια ερημιά. Και αν υπάρχει κόσμος εδώ, τώρα θα είναι στο γάμο. Ο δρόμος μπροστά μου και μόνο μου θυμίζει τον άνθρωπο, ως ελάχιστο ίχνος της ανθρώπινης επέμβασης. Μπροστά, το κατάξερο βουνό Μερόπη. Πίσω από το αριστερό βουνό η Αλβανία. Ένας χωματόδρομος στρίβει για κάπου και μια αξιοθρήνητη χαλασμένη πινακίδα λέει «προς Σταυροσκιάδι». Κυλώ σε μια πεδιάδα με βελανιδιές. Τα δέντρα είναι μεγάλα, με ανώμαλα χοντρά μαύρα και υγρά κλαδιά που τους δίνουν μια φοβερή όψη. Δείχνουν υπερκόσμια τέρατα. Πού βρίσκομαι; Είμαι χαμένος; Δε με νοιάζει. Μια άλλη πινακίδα. Ποδηλατώ με διακοπτόμενο ρυθμό, καθώς δεν μπορώ να συγκεντρωθώ πουθενά, ένα σωρό πράγματα μού τραβούν διαρκώς την προσοχή. Ο δρόμος είναι γεμάτος κοπριές από ζώα.



Το απόγεμα προχωράει. Συναντώ ένα μικρό ακυβέρνητο κοπάδι γίδια. Βαδίζουν πάνω στο δρόμο και όταν με αντιλαμβάνονται από απόσταση το βάζουν στα πόδια με φασαρία. Μια απότομη ανηφοριά. Βλέπω μπροστά μου ένα ακίνητο χωριουδάκι. Ο δρόμος δείχνει να πηγαίνει προς αυτό. Η πινακίδα το λέει Κακόλακκο. Ο χάρτης μου δεν το έχει. Κι αυτό είναι έρημο... Σταματώ σε ένα πέτρινο οίκημα, με μια τοιχοκολλημένη ανακοίνωση - θα μπορούσε να είναι η Κοινότητα του χωριού. Βγαίνει σε λίγο ένας ηλικιωμένος.

Μετά από τόσες ώρες επιτέλους θα μιλήσω σε άνθρωπο! Κρατάει ένα χαρτοφύλακα, μάλλον θα μπορέσω να συνεννοηθώ μαζί του. Δεν πέφτω έξω. Δείχνει να έχει σκοτούρες. Δείχνει τον καπνό στον ορίζοντα προς τα νότια, είναι μεγάλος. Η πυρκαγιά λέει είναι μεγάλη. Ανοίγω το χάρτη μου και διαπιστώνω ότι ξέρει να τον διαβάσει! Η φωτιά είναι τουλάχιστο 25 χιλιόμετρα μακριά κι ωστόσο ο καπνός καλύπτει ένα μεγάλο κομμάτι του ουρανού.

Θες ο γάμος θες η πυρκαγιά, πώς να συναντήσω ανθρώπους σήμερα; Μέσα στο επόμενο χωριό, δυο νέοι άνθρωποι ξαφνιάζονται που με βλέπουν. Τα χωριά Βασιλικό και Κεφαλόβρυσο είναι μεγαλύτερα και με περισσότερο κόσμο. Μέσα από ανηφοριές, κατηφοριές και εναλλασσόμενα τοπία, καταλήγω για το βράδυ στον Γεροπλάτανο, όταν το σκοτάδι έχει αρχίσει να πέφτει.

Με πρόσεξαν, όμως όχι «περίεργα» δηλ. χωρίς να ενοχλούνται καθόλου. Κατασκήνωσα δίπλα σε ένα εκκλησάκι. Το βράδυ δοκιμάζω στο καφενείο μια μερίδα από ένα θαυμάσιο ψητό. Αν είναι να τρώει κανείς κρέας, πραγματικά αξίζει να τρώει τέτοιο. Δυο ανοιχτόκαρδοι χωριανοί με καλούν στο τραπέζι τους.

Ο ένας υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και στην πατρίδα μου. Πριν τριάντα χρόνια εγώ βέβαια δεν είχα ακόμα γεννηθεί... Ο Θανάσης μού είπε πολλά. Για το παρελθόν και το παρόν του χωριού, για το αβέβαιο μέλλον του. Για το μισεμό στη Γερμανία, όπου κι ο ίδιος πήγε δυο φορές για κάμποσα χρόνια - όπως άλλωστε οι περισσότεροι στα μέρη τους. Η μετανάστευση, εξωτερική και εσωτερική, ήταν και είναι ο κανόνας εδώ, η πληγή και η διέξοδος. Πληγή όπου βρίσκει διέξοδο το αίμα του τόπου. Το είπαμε: υπάρχουν κάποια πράγματα που ούτε βλέπονται, ούτε λέγονται: μόνο νοιώθονται. Το βλέμμα των ανθρώπων αυτών το βλέπω και το νοιώθω: το σκιάζει μια βασική ανησυχία. Το αύριο. Ακόμα κι αν δεν είχε γάμο και πυρκαγιά σήμερα, κάπου στο βάθος καταλαβαίνω ότι αυτά τα χωριά θα ήταν δυστυχώς και πάλι άδεια από αυτό το καταραμένο κάτι: τον άνθρωπο.

Δευτέρα 1.9.86



Περνώντας από την πλατεία, αποχαιρετώ τον χθεσινό μου φίλο. Κατευθύνομαι προς τα πίσω πάλι, προς τα Γιάννενα, μέχρι τη διασταύρωση που θα στρίψω αριστερά. Αρχίζει μια ανηφόρα για την Αρίστη. Ο δρόμος με φέρνει μέσα από ένα μικρό χωριό. Μεσοβούνι το λέει η πινακίδα, ο χάρτης δε λέει πάλι τίποτα. Ανεβαίνω με σιγανό ρυθμό, όπως αξίζει αυτό το υπέροχο πρωινό. Απολαμβάνω τις πρώτες ώρες της καινούργιας μέρας.

Ο δρόμος με φέρνει πίσω από τη ράχη, τον όγκο που σκαρφαλώνω μέχρι τη στιγμή που απλώνεται μπροστά μου ένα καταπληκτικό πανόραμα. Είναι η κοιλάδα του Βοϊδομάτη. Το ποτάμι ελίσσεται με λίγους μεγάλους μαιάνδρους μέσα στις απότομες πλαγιές. Εκεί κάτω μπροστά, στην κορφή ενός καταπράσινου λοφάκου, ασπρίζουν μια χούφτα σπιτάκια, ένα μικρό χωριό (Άγιος Μηνάς;). Η βλάστηση στο βάθος της κοιλάδας φαίνεται εξαιρετικά πλούσια, οργιαστική. Το φως του ήλιου αυτή τη στιγμή πέφτει στο τοπίο από τα ανατολικά, από τα δεξιά μου, από την άλλη ως προς εμένα κατεύθυνση και φωτίζει τον χώρο με τρόπο που δημιουργεί εικόνες μοναδικές.

Στο όριο του χαρακτηρισμένου ως «εθνικού δρυμού Βίκου» υπάρχει μια μεγάλη πινακίδα, δυστυχώς είναι τόσο ταλαιπωρημένη, τόσο ταλαίπωρη, τα γράμματα είναι μισοσβησμένα. Φιλοδοξεί προφανώς να δώσει στον επισκέπτη που ενδιαφέρεται για το δρυμό κάποιες βασικές πληροφορίες αλλά δεν το κατορθώνει. Δυο χιλιόμετρα ακόμα με χωρίζουν από την Αρίστη. Εκεί με κόπο καταφέρνω να τηλεφωνήσω. Βέβαια είναι ένα βασικό ερώτημα το πόσο χρειάζεται κανείς το τηλέφωνο εδώ. Ασφαλώς λίγο... όχι όμως και καθόλου. Ακόμα πέντε χιλιόμετρα και φτάνω στον Βίκο.

Σ΄ όλο αυτό το κομμάτι, υπάρχει κάτω στ΄ αριστερά μου η αχόρταγη θέα του κάτω μισού της κοιλάδας του Βοϊδομάτη, σ΄ όλο της το μεγαλείο. Σε μια πλαγιά στην άλλη άκρη, παρατηρώ με θαυμασμό τον δρόμο που οδηγεί στο Πάπιγκο. Είναι πολύ ανηφορικός και με απανωτούς πολλούς ελιγμούς, σα γιγάντιο φίδι.



Ιδρωμένος όπως είμαι από τον ανηφορικό χωματόδρομο, στέκομαι στην πρώτη βρύση, στα πρώτα σπίτια. Νερό όμως δεν έχει. Βγαίνουν κάποιοι από το πρώτο σπίτι. Υποθέτω ότι δεν έχουν δει πολλές φορές ποδήλατο εδώ και το καλαμπούρι χύνεται άφθονο. Το πρόσωπο του βουνίσιου αγνού (αγνότερου) ανθρώπου παίρνει υπέροχες εκφράσεις όταν μιλάει. Μιλάει και το χαίρεται, γι΄ αυτό και το χαίρεσαι και συ. «Εγώ ποδήλατο δεν έχω, έχω τούτον (δείχνει το μουλάρι) κι ανεβοκατεβάζω φορτώματα στο ποτάμι». Πετάλια δεν έχει ο Κίτσος, έχει όμως πέταλα. Και γερά μάλιστα, για να τα βγάζει πέρα στις κακοτοπιές. Ξέρεις εσύ τι κάνεις...

Αγέρωχος ο Κίτσος, διώχνει μονάχα τις μύγες με την ουρά του. Ο κύριος έχει ζώα κάτω στο ποτάμι. Η ξαδέρφη, στην ξελογιάστρα Αθήνα. Μου συνιστούν να μείνω κάτω στο ποτάμι. (Ναι, για τις πηγές του Βοϊδομάτη ήρθα εδώ.) Όσοι έρχονται λέει στο φαράγγι εκεί κάτω στήνουνε τις σκηνές, δίπλα στην Παναγίτσα. Κι όσο για το ποδήλατο, «χώσ΄ το στην αχυρώνα». Μαζί με τον Κίτσο. Αυτό εξ άλλου δεν τρώει άχυρα. «Πολλά κουράγια δε θέλει;» λέει και ρίχνει μια τελευταία βαθυστόχαστη ματιά στο ποδήλατο.

Από ένα βραχάκι, θέλεις μόνο να κάθεσαι και να βλέπεις, να αγναντεύεις. Οι Πύργοι πάνω απ΄ το Πάπιγκο απορείς πως δεν έπεσαν ακόμα. Αριστερά και δεξιά οι απόκρημνες πλαγιές σε προκαλούν. Στα δεξιά κατεβαίνει το μονοπάτι που θα πάρω μετά. Και στο βυθό του φαραγγιού, η υγρή φλέβα έχει ένα τέτοιο χρώμα, γαλαζοπράσινο, που τραβάει τη ματιά σαν το μαγνήτη. Σχηματίζει λιμνούλες, μισοκρύβεται παιχνιδιάρικα κάτω απ΄ τις πράσινες φυλλωσιές. Ο ήχος του νερού που τρέχει φτάνει μέχρις εδώ πάνω ανεπαίσθητος, μυστικό κάλεσμα για τους μυημένους. Δίπλα στο νερό φαίνεται και η μικρή Παναγίτσα, μέσα στο πράσινο γρασίδι. Η σκέψη πως εκεί κάτω θα είμαι σε λίγο - και για το βράδυ - μού φέρνει ένα ευχάριστο ρίγος.

Προχωρώ στην πλατεία. Υπάρχει μια παλιά εκκλησία, που είναι αδύνατο να μην τραβήξει το ενδιαφέρον σου. Φτιαγμένη όλη από πέτρα. Ο μπακάλης κάθεται σταυροπόδι στον ήλιο και πελεκάει πέτρες, μπροστά από τον μισοχτισμένον ανώροφο. Έχει μάθει για την παρουσία μου από τον προηγούμενο συνομιλητή μου (τι αξιοσημείωτη ταχύτητα μετάδοσης των ειδήσεων!) και με ρωτάει μήπως στα δικά μου μέρη μπορεί να βρει πέτρα. Πρόκειται για μεγάλη απόσταση και... είναι δυνατόν ολόκληρη Ήπειρος να μην έχει πέτρα; Κι όμως, δεν βγάζουνε λέει σήμερα! Υποχρεώνει και ο νόμος η σκεπή να είναι από πέτρα (ως παραδοσιακός οικισμός) και ο κόσμος πληρώνει. (Και βάσει του νόμου δράσης-αντίδρασης... κάποιοι πληρώνονται.)

Μια ομάδα πολύχρωμων οδοιπόρων φτάνει από κάπου. Καταϊδρωμένοι, αφήνουν κάτω τα σακκίδια σαν τσουβάλια και ζητάνε αναψυκτικά. Ευρωπαίοι καταναλωτές... Μα είναι δυνατόν; Χώρια που δεν πίνω αυτά τα ψεύτικα και επικίνδυνα ζουμιά του εμπορίου, είναι ύβρις σε αυτόν τον χώρο ειδικά να μην αρκείσαι στα γάργαρα νερά! Κάτω από τους Πύργους του Πάπιγκου πίνουν τα κατασκευάσματα εκείνα και στην πόλη όταν γυρίσουν θα ζητάνε τα εμφιαλωμένα «μεταλλικά νερά» με τις φωτογραφίες των βουνοκορφών αυτών στις ετικέτες! Έλεος!

Προμηθεύομαι λίγα τρόφιμα και ξαναγυρνάω στον δικό μου Κίτσο. (Και από τότε το ποδήλατό μου θα διατηρήσει αυτό το όνομα.) Τον βάζω προσεκτικά μέσα στον αχυρώνα, παίρνω μαζί μου ό,τι θα χρειαστώ για το βράδυ και στον ήλιο του μεσημεριού, παίρνω το κατηφορικό καλντερίμι. Η περιοχή μού είναι άγνωστη και μια που το μονοπάτι δεν φαίνεται παντού καθαρά, δεν ξέρω ακριβώς που πηγαίνω. Συναντώ τελικά το ποτάμι πιο πάνω από τις πηγές, εκεί που η κοίτη είναι ακόμα τελείως ξερή. Μερικές αγελάδες κάθονται νωχελικά στο γρασίδι, κουνάνε κωμικά τα αυτιά τους και τις ουρές τους, μήπως και απαλλαχτούν από τα πυκνά σύννεφα των εντόμων που τις πολιορκούν.

Αυτό που χρειάζεται, είναι να βαδίσω προς τα πίσω μέσα στην κοίτη ή κοντά της, μέχρι να συναντήσω τις πηγές. Προχωρώ προς τα κάτω, με προσοχή, επάνω και ανάμεσα σε πέτρες, μικρούς και μεγάλους όγκους, όγκους κάθε μεγέθους, από μικρά χαλικάκια μέχρι τεράστιους ογκολίθους δυο μέτρων. Αποστρογγυλωμένοι ξασπρισμένοι λίθινοι όγκοι, δουλεμένοι στο πέρασμα των αιώνων από το νερό, από τις δυνάμεις της φύσης.

Μοναδικό σκηνικό! Νοιώθεις πολύ μικρός, τόσο μικρός... Πιο σωστά, είναι οι όγκοι τόσο όμοιοι (με τη γεωμετρική έννοια του όρου) ώστε χάνεις την αίσθηση της κλίμακας των μεγεθών. Η γεωμετρία διατηρεί την σχετικότητά της αλλά χάνει την απολυτότητά της. Νομίζω για μια στιγμή ότι είμαι ένα μικρό ζωύφιο ανάμεσα σε μικρά χαλίκια. Αλλά συγχρόνως, μέσα σ΄ αυτό τον άσπρο κόσμο τον γεωμετρημένο από τις πρωτογενείς δυνάμεις της φύσης, έχω μια παράξενη αίσθηση, μια άμεση εμπειρία μιας αρχέγονης φυσικής δύναμης. Ως απόγονος του Έλληνος, νοιώθω κάτι από την ατίθαση χαρά του Δευκαλίωνα πριν αγγίξει με τα χέρια του τους άψυχους λίθους.

Ανακαλύπτω ότι υπάρχει εκεί κοντά μια στάνη. Ακούγεται από κάπου μια ανθρώπινη ομιλία. Θα μπορούσε εδώ ο ξάδερφος της κυρίας που γνώρισα σήμερα να έχει τα ζώα του. Ξαφνικά, συναντιέμαι με ένα κοπάδι γίδια που ξεκουράζονται μέσα στην κοίτη. Σταλιάζουν για μεσημέρι. Έχουν μια καταπληκτική αταραξία στην εμφάνισή μου - ούτε ίχνος φόβου! Ίσως έχουν συνηθίσει την ανθρώπινη παρουσία από τους επισκέπτες. Κάθονται πάνω στα βράχια και έχουν γκρίζα χρώματα και πολλά από αυτά ίσαμε που μπορώ να τα ξεχωρίσω από τα βράχια, αφού είμαι αναγκασμένος να προσέχω περισσότερο τα επισφαλή μου βήματα παρά αυτά. Κουνάνε τα σαγόνια τους καθώς αναμασάνε κι αυτό με βοηθάει να τα ξεχωρίζω... πραγματικά λίγο έλλειψε να προσγειώσω με δύναμη το πέλμα μου πάνω στη σταχτόχρωμη ράχη από ένα κατσίκι!

Η αταραξία τους είναι υποδειγματική. Μερικά πηδάνε με μια απολύτως εκπληκτική ευκολία και σιγουριά από τη κορυφή του ενός ογκόλιθου στην κορυφή του άλλου. Νοιώθω αστεία ανάμεσα στα αμέριμνα ζωντανά. Λές να μου δώσει καμμιά κερατιά εκείνος ο τράγος; Πολύ με αγριοκοιτάζει.

Στο μεταξύ νερό έχει αρχίσει να ξεφυτρώνει αθόρυβα μέσα από τις πέτρες, σε διάφορα σημεία δεξιά και αριστερά. Χωρίς να το καταλαβαίνεις, συναντάς όλο και περισσότερο νερό. Η κοίτη αρχίζει να γεμίζει. Ένα ποτάμι γεννιέται - από το τίποτα...

Χρειάζεται πια να βγω από την κοίτη, το νερό αυξάνει. Σε πέντε λεπτά φτάνω στο εκκλησάκι. Είναι πέτρινο, γραφικό, πλακοσκέπαστο. Η χαμηλή μισοχαλασμένη πορτούλα μόλις που είναι ανοιχτή. Σκύβω και μπαίνω επιφυλακτικά. Ένας ποντικός κρύβεται με θόρυβο στα ενδότερα. Μερικές τοιχογραφίες δίνουν τις τελευταίες μάχες τους με τον χρόνο. Ακριβώς δίπλα στο ποτάμι, πάνω από το νερό, υπάρχουν επίπεδοι χώροι, ιδανικοί να φιλοξενήσουν τη σκηνή σου οπουδήποτε. Μεγάλα δέντρα απλώνουν τα κλαδιά τους σε όλες τις διευθύνσεις, να κατακτήσουν χώρο.

Στέκομαι στην άκρη του νερού. Ο τόπος είναι στην κυριολεξία γεμάτος πηγές. Κρυστάλλινο νερό ξεπηδάει μέσα από τα βράχια και τις πέτρες και τις ρίζες των δέντρων. Ένα νερό τόσο καθαρό που θεός θα το ζήλευε. Όλος ο τόπος είναι στην πραγματικότητα μια πηγή.

Εκεί μπροστά το ποτάμι σχηματίζει μια αρκετά μεγάλη και ήσυχη λίμνη. Το χρώμα που έχει το νερό είναι κάτι που δύσκολα θα μπορούσα να το ονοματίσω. Είναι ένα γαλαζοπράσινο, διάφανο σώμα, που με προσκαλεί, με προκαλεί σε μια ένωση μαζί του που μάλλον ως τελετουργία θα μπορούσα να την αντιληφθώ. Αλλά το νερό προβλέπεται - και είναι - τόσο κρύο, που προσπαθώ να ετοιμαστώ για το σοκ, κάνοντας δυο βιαστικές ασκήσεις για να τονώσω την καρδιά μου. Και πράγματι... πολύ κρύο! Στο ολόσωμο υγρό χάδι νοιώθω ένα με τη γη, ένα με τον κόσμο. Το ποτάμι μού φαίνεται ότι είναι ένας γιγάντιος ομφάλιος λώρος που ξεπετιέται από τα σπλάχνα της γης. Ψηλά, πάνω από το κεφάλι μου, οι απόκρημνες πλαγιές καρφώνουν τον ουρανό.

Σε τέτοιες στιγμές και σε τέτοιους χώρους, έχω την αίσθηση ότι επαναποκτώ τη φυσική αίσθηση της γεωμετρίας. Ο σύγχρονος άνθρωπος της πόλης, καθώς κάθε μέρα κινείται σε χώρους που έχουν δημιουργηθεί κάτω από τις επιταγές μιας γεωμετρίας υποταγμένης στις άμεσες πρακτικές αναγκαιότητες, έχει χάσει την πρωτογενή αίσθηση της αντίληψης των φυσικών χώρων. Κινούμενος καθημερινά στις βάσεις των πολυκατοικιών, έχει εξελιχθεί μάλλον σε ποντικό παρά σε άνθρωπο. Βέβαια εγώ μπορεί να μην είμαι σ΄ αυτή τη δεινή θέση, αλλά το σίγουρο είναι ότι καταντήσαμε έτσι ώστε η φυσική ζωή - το βασικότερο εκείνο των δικαιωμάτων κάθε πλάσματος που έχει μια μοίρα στον ήλιο - να είναι σήμερα για τους περισσότερους ανθρώπους απλώς ένα προνόμιο. Ένα προνόμιο μάλιστα όλο και πιο ακριβοπληρωμένο, αφού όλα τείνουν να αποτιμώνται σε χρήμα.

Απροσδόκητα, ένας μοναχικός ξανθομάλλης και μισόγυμνος οδοιπόρος εμφανίζεται από κάπου, από άγνωστη κατεύθυνση. Πού πηγαίνει αυτός μόνος του; Το μακρύ του ξερακιανό δάχτυλο δείχνει τριγύρω αμήχανα και προφέρει ερωτηματικά κάτι που μού φέρνει το γέλιο μέχρι την άκρη των χειλιών μου: «Παπίνγκοου; ...» Είναι Άγγλος. Με ένα μείγμα συγκρατημένης απόγνωσης που έχασε το δρόμο και ενός φλέγματος που τον κάνει να δείχνει σαν τη μύγα στο γάλα σε ένα ξένο σ΄ αυτόν μεσογειακό έντονο περιβάλλον, ζητάει το μονοπάτι για το Παπίνγκοου, συγνώμη για το Πάπιγκο ήθελα να πω. Τού εξηγώ αμέσως ότι και εγώ δεν γνωρίζω την περιοχή αφού έρχομαι για πρώτη φορά - και φεύγει με μια έκδηλη ικανοποίηση.

Υπάρχει και ένα άλλο συστατικό του τοπίου, αρκετά κυρίαρχο, που αν και φαίνεται από την πρώτη ματιά, δεν τού δίνω ιδιαίτερη σημασία για τον απλό λόγο ότι είναι κάτι που η συνείδησή μου τείνει να το απωθεί στο περιθώριο. Χαρτάκια, κουτιά από τσιγάρα, μερικά πολύχρωμα κουτιά από αναψυκτικά του συρμού (να μην ξεχνάμε τις ετικέτες...), σπασμένα μπουκάλια, μια πλαστική σακκούλα με αποδιοπομπαίο περιεχόμενο αφημένη «διακριτικά» πίσω από ένα φυτό, όλα αυτά περίτρανα απομεινάρια από τις επελάσεις διάφορων «φυσιολατρών». Δείκτες πολιτισμού πολιτισμένων. Κοινώς, σκουπιδαριό.

Πριν ο ήλιος δύσει, το τελευταίο πράγμα που φωτίζει είναι η βόρεια κορυφογραμμή. Δυο πουλιά παίζουν ένα φωνακλάδικο ερωτικό χορό πάνω από την επιφάνεια του νερού. Πέστροφες πηδάνε έξω για να αρπάξουν το βραδυνό τους - έντομα που πάνε στην επιφάνεια για να ωοθετήσουν. Οι κοκκινολαίμηδες σημαίνουν τον ερχομό της νύχτας.



Φαίνεται ότι η φωτιά είναι πραγματικά φωτιά, όταν φωτιά κάνει και τη σκέψη σου. Σκέφτομαι την Ελλάδα, πόσο αξίζει αυτός ο τόπος, πόσο οι Έλληνες αδιαφορούν, δε νοιάζονται. Και οι ηπειρώτες σκύβουν κι αυτοί με τη σειρά τους το κεφάλι στη βαρειά βιομηχανία της πρόσκαιρης άνεσης - τη μεγάλη πόλη. Πού και πού, κάποιο απρόσωπο σενάριο «αξιοποίησης» βγαίνει για να γυρίσει την κλεψύδρα μιας ανάλγητης γραφειοκρατίας. Και η ιστορία της καταστροφής αυτού του τόπου επαναλαμβάνεται και συνεχίζεται. Επαναλαμβάνεται αλλά δεν διδάσκει.

Κάθε πολυτέλεια από τη φύση πηγάζει. Αν θέλεις να μάθεις να ζεις στο έπακρο, να μάθεις να απολαμβάνεις τη ζωή σου, μάθε να ζεις με τα λίγα. Έτσι θα τα μάθεις όλα. Αλλά πού να δώσει σημασία σε τέτοιες «λεπτομέρειες» ο σύγχρονος άνθρωπος που τρέχει και δε φτάνει από το ένα πρόβλημα στο άλλο; Τα προβλήματα είναι στις σημερινές ανθρώπινες κοινωνίες τόσα πολλά, επειδή ο καθένας με έμμεσο τρόπο δημιουργεί τα προβλήματα των άλλων. Αυτό που λείπει, αυτό που έχει άμεση ανάγκη ο σημερινός άνθρωπος είναι ένα διάλειμμα κοντά στην κοινή καταγωγή, κοντά στη φύση. Μέσα σε μια τόσο παρθένα φύση, βρίσκεσαι στον ιδανικό χώρο και έχεις την καλύτερη ευκαιρία να πάρεις μια γεύση, να έρθεις κοντά στις φυσικές δυνάμεις. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής του ανθρώπου τον έχει απομακρύνει από τον κοσμικό χώρο. Γι΄ αυτό και οι φυσικές δυνάμεις μπορεί να είναι ένας σημαντικός σταθμός, ένα ορόσημο για την εσωτερική καλλιέργεια. Αυτό που έχει άμεση ανάγκη ο σημερινός άνθρωπος είναι ένα πραγματικό διάλειμμα: ένα διάλειμμα κοντά στη φύση.

Το φως είναι πραγματικό φως, η φωτιά είναι πραγματική φωτιά όταν φωτιά κάνει και τη σκέψη σου. Ο αδιάκοπος ήχος του νερού χαράζει τη σταθερή του σίγουρη πορεία. Και τα βλέφαρα κλείνουν με το νανούρισμα του νερού.

Τρίτη 2.9.86



Το νερό εξακολουθεί πάντα στον ίδιο ήχο. Πάντα στον ίδιο.

Υπέροχο να βγαίνεις έτσι από τη σκηνή σου, να τεντώνεσαι, να ανασαίνεις, να παίρνεις το πρώτο οξυγόνο της μέρας μέσα στο πρώτο φως στην πρωινή δροσιά. Απολαυστικός ο ύπνος, δεν υπάρχει τίποτα που να σε ενοχλήσει εδώ, ο χρόνος σου μένει αδιατάρακτος. Νοιώθεις στην αρχή της μέρας το κορμί σου, όλον σου τον εαυτό, να είναι σε πλήρη εγρήγορση, έτοιμος για τα πάντα.

Πλένομαι, πίνω νερό στο ποτάμι. Χαρίζω στον εαυτό μου ένα γευστικό πρωινό. Αφήνω το μέρος αυτό, σηκώνω τα πράγματά μου και πιάνω την ανηφόρα για τον Βίκο. Τα 250 μέτρα της υψομετρικής διαφοράς από το σημείο που ξεκίνησα τα ανέβηκα σε μισή ώρα περίπου, λουσμένος στον πρώτον ιδρώτα της μέρας και στα χρώματα της ανατολής. Ξετρυπώνω το ποδήλατό μου από την κρυψώνα του, το απαλλάσσω από τα άχυρα που κόλλησαν επάνω του - τού τα έριξε ο άλλος Κίτσος. Μετά από πολλές ώρες, κάθομαι πάλι στη σέλλα και με προορισμό το Πάπιγκο.΄



Μετά από την Αρίστη, με παίρνει γρήγορα η κατηφόρα για το βαθύτερο σημείο της κοιλάδας. Τη γέφυρα του Βοϊδομάτη. Υπάρχει ένα πυκνό σκιερό δάσος από πλατάνια, πανύψηλα και χωρίς υποβλάστηση. Τα κλαδιά τους αρχίζουν από μεγάλο ύψος και το μάτι σκοντάφτει μόνο στους αναρίθμητους σκουρόχρωμους κορμούς που άλλοι όρθιοι κι άλλοι γερμένοι στο πλάι, ίσιοι και στραβοί, δικτυώνουν το οπτικό σου πεδίο. Κι αμέσως μετά Η ανηφόρα (με κεφαλαίο). Ίσως η πιο απότομη ασφάλτινη ανηφόρα που έχω ανέβει ποτέ μου. Το φίδι που είδα χθες το μεσημέρι να ανεβαίνει την πλαγιά. Μοναδική χάραξη δρόμου, πρόκληση για τον ποδηλάτη. Σε διάστημα 2 χιλιομέτρων, μέτρησα 15 ελιγμούς και εκτίμησα τη μέση κλίση γι΄ αυτό το διάστημα τουλάχιστο στο 10%. Ένα δυνατό μάθημα οδοποιίας και συγχρόνως μάθημα... ποδηλασίας. Η αλυσίδα μου χρειάστηκε αμέσως να πιάσει το πρώτο και μεγάλο γρανάζι - αν θέλω να ανεβάσω στο Πάπιγκο τα 100 περίπου κιλά του συνόλου μου και να εξακολουθώ να κάθομαι στη σέλλα.

Σε μια στροφή δεν μπορώ να μη σταματήσω, γιατί μπροστά μου υπάρχει μια πρωινή θέα μπροστά από το ΒΔ άνοιγμα του φαραγγιού. Ο καιρός άλλαξε σήμερα, έχει συννεφιά, λείπει εκείνος ο σκληρός φωτισμός του ήλιου. Ένα διάχυτο φως ζωγραφίζει αλλιώς το ανάγλυφο, αποκαλύπτει και την παραμικρή λεπτομέρεια της γης.

Στην είσοδο του χωριού με υποδέχεται θερμά ένα σύννεφο από μύγες, καθώς και μερικοί που σκάβουν το δρόμο. Αποτελειώνουν ένα βαθύ χαντάκι που χωρίζει το δρόμο στα δύο. Για μένα βέβαια ο δρόμος δεν είναι κλειστός, παίρνω το ποδήλατο στα χέρια και περνώ με μια δρασκελιά το μικρό χάσμα. Κατάλαβαν από ένα χαμόγελο ότι είμαι Έλληνας και άρχισε το καλαμπούρι. Δουλειά και κέφι μπορεί να ταιριάζουν θαυμάσια.

Το χωριό είναι νομίζεις γεωμετρημένο από ένα αόρατο χέρι. Κάθε στοιχείο του χώρου είναι σοφά βαλμένο ακριβώς εκεί που βρίσκεται. Και όλα είναι πέτρινα. Μου σχηματίζεται μια αδιόρατη πεποίθηση, ότι ακόμα και η παραμικρή, η πιο ασήμαντη πετρούλα στο καλντερίμι έχει μελετηθεί εξονυχιστικά από μια πάνσοφη συλλογική σκέψη, ένα συλλογικό υποσυνείδητο, πριν τοποθετηθεί εκεί που βρίσκεται και όπως βρίσκεται. Το ίδιο ισχύει για την παλιά εκκλησία, την αυλή της, κάθε πέτρα, πλάκα και δοκάρι της.


Οι Πύργοι του Πάπιγκου

Τρία μικρά παιδιά περνούν τρέχοντας. Τρέχουν και σπρώχνουν ένα καρότσι, το πάνε στους εργάτες που δουλεύουν. Στέκονται από μόνα τους και μου μιλούν. Ξεχειλίζουν από ζωή και φυσική εξυπνάδα. Έχουν στρογγυλά πρόσωπα, κατακόκκινα μάγουλα. Πρέπει να είναι τα ομορφότερα παιδιά που έχω συναντήσει. Μού μιλούν και νοιώθω πανευτυχής. Εγώ απλώς σιωπώ. Άλλωστε δεν μίλησα, δε ρώτησα κάτι και πολύ λίγες λέξεις προλαβαίνω να πω, είναι χείμαρροι. Η εξυπνάδα τους με εκπλήσσει, ξέρουν ότι είμαι ξένος και με πληροφορούν για την περιοχή λές και ξέρουν με μαθηματική ακρίβεια ό,τι θα ήθελα να μάθω. Αμφιβάλλω αν ένας μεγάλος θα μού τα έλεγε καλύτερα.

Με λίγες κουβέντες τα είπαν όλα. Φεύγουν όπως ήρθαν, σαν τον άνεμο, κι εγώ μένω άναυδος. Αχ και να ήταν όλα τα παιδιά του κόσμου σαν κι αυτά!

Η ζωή μοιάζει με ένα γρήγορο κινηματογραφικό έργο όπου η κάθε λεπτομέρεια έχει τη σημασία της. Πρέπει ν΄ ανοίξουν όλες οι αισθήσεις σου, δεν προλαβαίνεις να τα αντιλαμβάνεσαι όλα. Η ζωή εδώ λες πως έχει μεγάλο ειδικό βάρος, αποκτά μεγάλη πυκνότητα. Κάθομαι σε μια ήσυχη γωνιά. Για το Πάπιγκο και τη Γκαμήλα θα ξανάρθω οπωσδήποτε.

Μπροστά στο χαντάκι που κόβει το δρόμο στα δυο και στην αδιέξοδη πλευρά, είναι σταματημένο ένα κάμπερ, ένα μεγάλο τουριστικό αυτοκίνητο, πολύ εξοπλισμένο, με μερικές βάρκες, σερφ και ποδήλατα πάνω του, στο πίσω μέρος και στην οροφή και ένα σωρό άλλα πράγματα. Τα εξαρτήματα των καταναλωτών αστών που ταξιδεύουν κουβαλώντας όλο τους το βιός. Πήγαν στο βουνό και τώρα σταμάτησαν, μιας και άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Ο δρόμος θα ανοίξει αύριο. Καλά να πάθετε γερμαναράδες! (σιγά τι πάθανε εδώ που τα λέμε... κάποιοι θα ζήλευαν). Αυτό δεν το είπα φωναχτά, αλλά με μια κρυφή ικανοποίηση αρπάζω στα χέρια το ποδήλατό μου και αποχαιρετώ τους πάντες με ένα νεύμα.

Φτάνοντας κάτω στη γέφυρα του Βοϊδομάτη, αισθάνομαι για πρώτη φορά τέτοια μεγάλη ευγνωμοσύνη για τα καλά μου φρένα, αφού μού επέτρεψαν να κατεβώ με ασφάλεια εκείνα τα δυο χιλιόμετρα με τους αλλεπάλληλους ελιγμούς και τη μεγάλη κλίση. Χρειάστηκε προσοχή. Λάστιχα, ζάντες και φρένα καίνε φωτιά από την ισχυρή τριβή.

Μετά την Αρίστη, εύκολα βρίσκω μια χωμάτινη παρακαμπτήριο που θα με βγάλει πιο γρήγορα στο δρόμο για την Κόνιτσα. Ακόμα και γι΄ αυτόν τον χωματόδρομο τα καταπληκτικά παιδιά με πληροφόρησαν! Από εδώ θα γλιτώσω λέει κάμποσα χιλιόμετρα. Δύσκολη κατηφόρα, σε δύσκολο δρόμο με πολλές επικίνδυνες πέτρες. Υπάρχει γύρω μου ένα τοπίο άγριο, μια άγρια και απόλυτη ερημιά. Ο ουρανός έχει γεμίσει με σύννεφα. Όλα αυτά μαζί ασκούν πάνω σου μια «γοητεία κινδύνου» θα την έλεγα, μια αίσθηση εκπαίδευσης του εαυτού σου, μια άσκηση προσοχής, ετοιμότητας και ικανοτήτων. Είσαι εντελώς μόνος, ελεύθερος και ανεξάρτητος και πρέπει να χρησιμοποιήσεις σωστά και με τον καλύτερο τρόπο όλες τις δυνάμεις σου και τις ικανότητές σου. Βγαίνω τελικά στην άσφαλτο ακέραιος και αβλαβής.

Μερικά ψιλοβρόχια θα με δροσίσουν μέχρι την Κόνιτσα. Μετά από τρεις ολόκληρες μέρες, να που βρήκα επιτέλους μια αγορά και εφοδιάζομαι με αρκετά τρόφιμα. Με το ποδήλατό μου δυο ή τρία κιλά βαρύτερο, συνεχίζω λοιπόν στο άγνωστο. Σε μέρη πρωτόγνωρα.

Ο απογευματινός ουρανός έχει σκεπαστεί από σύννεφα. Είναι αρκετά σκοτεινός, γκρίζος. Ο αέρας είναι δροσερός και υγρός και είναι εμπλουτισμένος με αρώματα από το δάσος, από την παρθένα γη. Κουβαλάει, μού φέρνει τα θαύματα του δάσους. Στην επαφή του με το δέρμα μού προκαλεί μια ηδονική ανατριχίλα, ανασηκώνει τις τρίχες.

Σέρνομαι στις ανηφόρες αργά-αργά. Ο δρόμος είναι πλατύς, ολοκαίνουργιος αλλά και έρημος. Είκοσι λεπτά μπορούν να περάσουν πριν συναντηθώ με κάποιο αυτοκίνητο ή με ο,τιδήποτε το ανθρώπινο. Κανένα χωριό, κανένα κτίσμα, κανένα ανθρώπινο σημάδι εκτός από τον ίδιο το δρόμο. Πυκνά δασωμένοι ορεινοί όγκοι με κυκλώνουν αμέτρητοι, απροσμέτρητοι, επίμονοι, ατελείωτοι, κοντινοί και μακρυνοί, μικροί και μεγάλοι σε όλα τα σχήματα, καταπράσινοι ή γαλαζοπράσινοι όταν ξεθωριάζουν στην απόσταση, μέσα από την υγρασία και την ομίχλη.

Έχει μια απόλυτη νηνεμία, μια γαλήνη τόσο έντονη που σε φορτίζει με κάτι διαφορετικό, με κάτι αλλόκοτο. Στην ατμόσφαιρα υπάρχει μια αίσθηση προσμονής, λες και η πλάση κάτι περιμένει - ίσως τη βροχή, ίσως εσένα. Δεν κουνιέται πουθενά ούτε φύλλο. Δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος. Το μόνο που μπορώ να ακούσω, ο ήχος που μπορώ να διακρίνω είναι το χαρακτηριστικό γλυκό σφύριγμα από τα λάστιχα του ποδηλάτου πάνω στην επίπεδη σκούρα άσφαλτο. Αυτά τα λίγα εκατοστά του μέτρου στη μπροστινή ρόδα και άλλα τόσα στην πισινή μόνο με συνδέουν με τη γη, από κει και πάνω κινούμαι στο στερέωμα. Πετάω.

Πού και πού, κάποιο ρυάκι περνά κάτω από το δρόμο. Περνάω μέσα από ένα μικρό σύννεφο, που στη νηνεμία ξέμεινε κάπου στάσιμο. Μια άσπρη περαστική σκιά, μετέωρη στο διάστημα, που μού κρύβει για λίγο το ολόγυρο φόντο. Πρόκειται για μια ερημιά τόσο καταλυτική, τόσο διαπεραστική, τόσο άγνωστη... Είναι η σιωπή τόσο απόλυτη... τόσο έντονη που οι σκέψεις μου κάνουν θόρυβο! Τέτοιον θόρυβο, που αρχίζω να ακούω τον εαυτό μου τον ίδιο!

Ποτέ μου δεν έχω βρεθεί τόσο μόνος. Είναι μια μοναξιά που δεν με τρομάζει, ωστόσο. Καθόλου δεν με φοβίζει. Όλα γύρω είναι παρθένα. Τα αισθητήρια έχουν καθαρίσει τελείως. Δεν υπάρχουν θόρυβοι, δεν υπάρχουν παράσιτα, τίποτα δεν παρεμβάλλεται ανάμεσα σε σένα και το περιβάλλον. Ο κόσμος είναι ένα ανοιχτό βιβλίο και το μόνο που χρειάζεται είναι εσύ να ξέρεις ανάγνωση. Οι αισθήσεις που σού έχει χαρίσει αυτός ο κόσμος για να τον απολαύσεις μπορούν να απορροφούν ο,τιδήποτε ανενόχλητες. Επικοινωνείς, νοιώθεις με όλη σου την ύπαρξη τα πάντα, ακόμα και το παραμικρό.

Η σιωπή σού χαρίζει την απόλυτη μουσική της. Δεν κοπιάζεις για τίποτα κι ωστόσο βρίσκεσαι σε μια καταπληκτική εγρήγορση, σε μια φυσικότατη ετοιμότητα. Δεν σού ξεφεύγει τίποτα. Μόνο τα πόδια που ανεβοκατεβαίνουν και η ανάσα μου είναι αυτά που ακούω και βλέπω να κινούνται, η εικόνα, ο ήχος.

Αρχίζει μια κατηφόρα. Κρυώνω. Σταματώ για να φορέσω ένα ρούχο. Τώρα δεν υπάρχει ούτε ο ήχος από την επιφάνεια του δρόμου. Αφουγκράζομαι. Τώρα ξέρω τι σημαίνει σιωπή. Απόλυτη σιωπή. Απόλυτη σιωπή... Με την ταχύτητα της κατάβασης, το τοπίο εναλλάσσεται πιο γρήγορα.

Τελείως ανέλπιστα, προβάλλει ξαφνικά μια εξοχική ταβέρνα. Αλλά τι παράδοξο, δεν έχω διάθεση να σταματήσω. Συνεχίζω. Δεν θα ήθελα να χάσω αυτές τις πολύτιμες στιγμές, τέτοιες στιγμές, τώρα που νίκησα τη μοναξιά, τώρα που γνωρίζω τι σημαίνει ένταση, σημασία της ασήμαντης στιγμής, δεν φοβάμαι τίποτα. Εγκαταλείπω τον εαυτό μου στη σιγουριά του άγνωστου. Και συνεχίζω.

Και το τοπίο εξακολουθεί μαζί μου. Επιμένει. Το σέρνω εγώ μαζί μου ή με σέρνει αυτό; - ποιος ξέρει... Σημασία έχει αυτό που συμβαίνει, όχι το γιατί συμβαίνει.

Πού με πάει άραγε; Τα βουνά... Τα βουνά συνεχίζουν να με τυλίγουν. Πρέπει να βρω ένα μέρος να στήσω τη σκηνή μου για το βράδυ κι ωστόσο ούτε που με νοιάζει, ούτε που μπαίνω στον κόπο να αναρωτηθώ πόσο κρατά αυτό το σούρουπο. Όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει, τότε αποφασίζω ότι πρέπει η μέρα μου να τελειώσει κοντά σε εκείνο το ποταμάκι που βλέπω από μακριά, σε κάποια απόσταση από τον δρόμο. Φτάνω εκεί από έναν μικρό χωματόδρομο. Η ώρα είναι περασμένη. Στήνω με υπολογισμένες κινήσεις τη σκηνή, αφού καθαρίσω το μέρος από μερικά αγκάθια. Εκτιμώ ότι το κοντινότερο χωριό απέχει μερικά χιλιόμετρα προς τα ανατολικά.

Ερημιά. Ο δρόμος είναι κι αυτός έρημος. Βλέπω από μακριά έναν άνθρωπο! Έναν μεσόκοπο οδοιπόρο να ανηφορίζει με μια γκλίτσα στους ώμους. Ακούστηκε ένα μακρυνό γάβγισμα σκύλου. Έβρεξε λίγο.

Αυτό που νοιώθω τώρα μέσα στην ψυχή μου μπορώ να το ονοματίσω απόλυτη δύναμη.

Τετάρτη 3.9.86



Ο ίδιος οδοιπόρος περνά προς την αντίθετη κατεύθυνση το ξημέρωμα. Χαιρετηθήκαμε από μακριά με μια κίνηση του χεριού. «Πίνεται το νερό;» φωνάζω δείχνοντας προς το ποτάμι. «Ναι πιδί μ΄, απ΄ του Σμόλικα κατεβαίν΄, πρωί τώρα θα ΄ναι κι κρύο!» Το νερό καλό φαίνεται, αλλά με σιγουριά ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Παρατηρώ στο ποτάμι σημάδια ευτροφισμού. Ποιος ξέρει αν παραπάνω δεν πετάει τα απόβλητά του κανένα χοιροτροφείο;

Σύντομα βρίσκομαι να ποδηλατώ στο ίδιο τοπίο, ο ουρανός όμως σήμερα είναι λαγαρός. Όταν ο ήλιος σηκώνεται πάνω από τα βουνά, διώχνει την ψύχρα και την υγρασία του πρωινού. Τα χέρια και τα πόδια μου γυμνώνονται πάλι, για να δεχτούν πρόθυμα τη θαλπωρή του. Ο δρόμος είναι πάντα έρημος. Δεν περνάει μέσα από κανένα χωριό. Για πολλά χιλιόμετρα, για πολλές ώρες, οδηγεί τον ποδηλάτη πλάι σε ένα μεγάλο χείμαρρο με τα χαμηλά του νερά, τον Σαραντάπορο. Μεγάλες μάχες έγιναν στον Σαραντάπορο λέει η ιστορία (ένας άλλος Σαραντάπορος είναι περισσότερο γνωστός αλλά και πού δεν έγιναν μάχες;). Με αίμα έχει χορτάσει η γη.

Τέτοιες ώρες, καθώς ο βουνίσιος στεγνός αέρας ξεραίνει τα χείλη και καθώς το βλέμμα πλανιέται από τα αεικίνητα πόδια σου στην άσφαλτο, από κει στα ατελείωτα βουνά που σε τυλίγουν και από κει στον καταγάλανο ελληνικό ουρανό, έχεις όλο το χρόνο να γεμίσεις ερωτηματικά κάθε είδους - και να ξεδιαλύνεις αρκετά από αυτά.

Ένα χωριό: Επταχώρι. Μού φαίνεται ότι ξαναβρίσκομαι σε «πολιτισμό». Δυο ηλικιωμένες βγήκαν από ένα παντοπωλείο και μού δίνουν δυο χούφτες στραγάλια. Να ο αυθορμητισμός, η ανθρωπιά! Με πέρασαν για ξένο - και με το που κατάλαβαν πως είμαι Έλληνας χάρηκαν πιο πολύ. Αρχίζει η ανάβαση του Πεντάλοφου. Όσο ανεβαίνω, παρατηρώ με προσοχή το δάσος, ένα τοπίο που δεν δείχνει ελληνικό αλλά θυμίζει Μεσευρώπη. Η βλάστηση έχει άλλη εμφάνιση, δίνει νέες εικόνες. Έχει κάτι το επιβλητικό, το «ψυχρό». Σκαρφαλώνω με σταθερό ρυθμό, απορροφημένος στην παρατήρηση.

Στέκομαι σε μια περίτεχνη πετρόχτιστη βρύση. Δεν ξέρω τι ακριβώς με σταμάτησε - η βρύση ή το νερό της; Βιαστικά βάζω το νερό στο στόμα αλλά δεν μπορώ να πιω, είναι πολύ κρύο. Ο δρόμος ανεβαίνει μέχρι τα 1400 μέτρα ψηλά. Εδώ η αισθητική του δασικού χώρου είναι μοναδική. Περπατώ με τα πόδια. Μόνο αν ταξιδεύεις, αν ξέρεις να ταξιδεύεις, μπορείς να βρεθείς σε τέτοιους υπέροχους χώρους. Στο κατέβασμα της άλλης πλευράς, οδηγώ σε έναν άψογο δρόμο πολύ γρήγορα. Λές και βιάζομαι να φτάσω στην Καστοριά.

Και φτάνω εκεί όταν είναι πια προχωρημένο απόγεμα. Πηγαίνω γύρω στον Προφήτη Ηλία, στο στενό δρομάκι πλάι στο νερό. Μερικοί ποδηλατούν, κάνουν τη γυμναστική τους, τον απογευματινό τους περίπατο, ψαρεύουν με ένα καλάμι στην άκρη της λίμνης. Κάτω από τα κλαδιά μιας ιτιάς, μια παρέα κύκνων ψάχνουν στο ακίνητο νερό με το ράμφος. Μερικές μπλάβες και κωπηλατικές βάρκες στολίζουν την υγρή επιφάνεια.

Κάθομαι κάπου χωρίς σκέψεις. Αφουγκράζομαι το θρόισμα των πλατανόφυλλων, το σφυροκόπημα ενός δρυοκολάπτη. Ψαράκια πηδούν έξω από το ακίνητο πράσινο νερό με ένα ανεπαίσθητο συμπαθητικό «πλιτς». άποιος έχει ψαρέψει με το καλάμι του ίσαμε δυο κιλά γλήνια. Την πρασινίλα την πιάνει η λίμνη αυτή την εποχή γιατί σαπίζουν τα υδρόβια φυτά. Μού είπε και για ένα κάμπινγκ εκεί κοντά, όπου θα μπορούσα να περάσω το βράδυ. Αυτό και κάνω. Αφού έστησα τη σκηνή μου, έφυγα για μια βόλτα στην πόλη, με το ποδήλατό μου άδειο και ανάλαφρο.



Στο γυρισμό ... σοκάρομαι! Τι συμβαίνει; Κοντεύουν να με πνίξουν αμέτρητα έντομα που κάνουν την ατμόσφαιρα να δονείται ολόκληρη από ένα απροσδιόριστο μακάβριο βουητό. Είναι κουνούπια που ευτυχώς δεν τσιμπούν! Είναι αρσενικά κουνούπια. Μισή ώρα περίπου κράτησε το «τραγούδι των κουνουπιών». Πριν μπώ στη σκηνή, χρειάστηκα κάμποσην ώρα να απαλλάξω τα ρούχα και τα μαλλιά μου από τα έντομα.

Πέμπτη 4.9.86



Ησυχία. Ξημέρωσε χωρίς ήχους. Όχι για πολύ! Πριν ξεμυτίσω από το πάνινο σπίτι μου, περιμένω να τελειώσει πρώτα το πρωινό τραγούδι των κουνουπιών. Δυο φορές τη μέρα «τραγουδάνε», το πρωί και το σούρουπο.

Βγαίνω για περίπατο. Ακούω πάλι τον δρυοκολάπτη. Δϊπλα είναι ό,τι απομένει από την Παναγία Μαυριώτισσα, από τον 11ο αιώνα λέει. Γυρνώ στην παλιά πόλη. Δεύτερη φορά βρίσκομαι στην Καστοριά, αλλά και πάλι τελικά δε θα μου φτάσει...

Μετά από την περιπλάνηση στην πόλη, έρχεται η στιγμή που νοιώθω έτοιμος για τον τελευταίο μου στόχο: το Βίτσι. Ακολουθούν λίγα χιλιόμετρα μέσα από εξοχικά σπίτια των Καστοριανών, μπαξέδες με μήλα και περιαστικά τοπία. Και αρχίζει η ανάβαση για τη Βυσσινιά. Στα δεξιά μου έχω το πανόραμα της λίμνης με την πόλη και τα γύρω βουνά.

Βλέπω στην άκρη του δρόμου αγριοκορόμηλα και βατόμουρα. Σταματώ για να τα δοκιμάσω. Έχουν μια γεύση απλώς καταπληκτική. Ξεχνιέμαι να γεμίζω την κοιλιά μου μ΄ αυτά. Είναι νοστιμότατα! Ρίχνω μια τελευταία καλή ματιά κάτω, γιατί αρχίζει σε λίγο μια κατηφοριά σε ένα κατάφυτο οροπέδιο.

Σταματώ στη Βυσσινιά μόνο για νερό. Η ερημιά της με φοβίζει. (Τι παράδοξο: δεν φοβάμαι την ερημιά της φύσης καθόλου πια αλλά μονάχα την ερημιά των ανθρώπων!) Γεμίζω καλά το παγούρι και συνεχίζω.

Η ανάβαση συνεχίζεται αλλιώτικη τώρα. Το βουνό είναι γεμάτο οξυές. Σε μερικά σημεία, κρύβεται ο ουρανός από πάνω σου και ο στενός σεμνός δρομάκος γίνεται ένα πράσινο γλυκοφωτισμένο τούνελ. Μέσα στην ησυχία, ακούς μόνο τα πουλιά και την ανάσα σου. Τίποτ΄ ‘άλλο. Έχω τη γνώμη ότι αυτή εδώ είναι η ομορφότερη ανηφόρα της ζωής μου. Είναι πανέμορφο. Έχω μια πρωτόγνωρη αίσθηση σε αυτό το τοπίο. Αισθάνομαι ένα είδος κορεσμού, σαν να έχω γεμίσει από κάτι πολύτιμο. Μού έρχεται μία σκέψη: πώς γίνεται μια μικρή Ελλαδίτσα, μια χώρα, μια γωνιά της γης τόσο μικρή να κρύβει τέτοιον πλούτο; Τόσα και τόσα που τις τελευταίες μέρες έχω ζήσει... Αλλά κανένας δεν υπάρχει γύρω μου και τίποτα που να μπορεί να με βοηθήσει να βρω μιαν απόκριση. Μέσα σε ένα κατακλυσμό εντυπώσεων προσπαθώ να χαλαρώσω, να αυτοσυγκεντρωθώ και πάλι για να μπορέσω να απορροφήσω, να κατανοήσω όσο γίνεται περισσότερα από τα μηνύματα που ο χώρος είναι πρόθυμος να προσφέρει.

Τα πόδια μου αργά-αργά ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά - και εγώ σκαρφαλώνω ψηλότερα. Με έκπληξη βρίσκομαι ανάμεσα σε μερικά αναπάντεχα χαμόσπιτα, λιγοστά σημάδια ενός μικρού οικισμού. Που είναι κυριολεκτικά ξεχασμένος κι από τους χάρτες. Οξυά, γράφει μια πινακίδα. Τι πιο φυσική ονομασία για ένα χωριό πνιγμένο μέσα σε δάσος οξυάς; Το υψόμετρό μου δείχνει γύρω στα 1200 μέτρα.

Λοιπόν αυτό το χωριό είναι το πιο μικρό, το πιο φτωχό, το πιο λησμονημένο χωριό όπου έχω ποτέ βρεθεί στη μικρή ζωή μου! Λιγοστά μετρημένα στα δάχτυλα πρόσωπα γέρικα και παιδικά το στολίζουν - το στοιχειώνουν, τού δίνουν μια υπόσταση, τέλος πάντων έναν λόγο να υπάρχει. Μού γεννιέται αυτόματα η σκέψη ότι οι ενήλικες προφανώς λείπουν σε δουλειές του δάσους. Μια μεγάλη πέτρινη βρύση εκεί στη μέση δίνει στον κόσμο νερό - νομίζω ότι αντίθετα με τους ανθρώπους αυτό είναι άφθονο.

Αυθόρμητα ερωτηματικά ξεπηδούν στη θέα αυτού του χώρου. Είναι εδώ Ελλάδα; Το χειμώνα είναι δυνατό εδώ να υπάρχουν άνθρωποι; Πώς ζούν εδώ; Ζούν εδώ; Ζούν εδώ; Τα παράσπιτα έχουν κάτι πρωτόγνωρο, κάτι μάλλον πρωτόγονο. Μοιάζουν ερείπια προϊστορικού οικισμού. (Μάλλον, σπίτια μιας φυλής που επιβιώνει στην εποχή μας ως προϊστορική...) Και με τη βλάστηση που υπάρχει γύρω, μοιάζει η στιγμή μου αυτή λές και ανακαλύπτω τώρα κάποια άγνωστη φυλή. Μου γεννιέται μια τρομερή επιθυμία, εύχομαι μέσα μου κάποτε να έρθω εδώ και να μείνω. Να ζήσω εδώ για κάποιο χρονικό διάστημα, να χορτάσω τον τόπο αυτό αλλά και περισσότερο τους λίγους ανθρώπους του.

Εξακολουθώ την ανάβαση ολομόναχος, αυτοκίνητα έπαψα να συναντώ προ πολλού. Είμαι κρυμμένος, χαμένος μέσα στα δέντρα. Γύρω μου ξεφυτρώνουν πηγές, ρυάκια. Δυο αγελάδες βόσκουν ξέγνοιαστες σε ένα μικρό ξέφωτο.

Ο δρόμος είναι πολύ στενός, συμπαθητικός και έτσι όπως δεν έχει κανένα αυτοκίνητο είναι σα να έχει φτιαχτεί ειδικά για τους ποδηλάτες! Τι ευτυχία! Ανεβαίνει με συνεχείς μικρές στροφές και ασπροκόκκινους πασσάλους στις άκρες του, προφανώς για τα χιόνια του χειμώνα. Τι ευτυχία! Ησυχία, καθαρός αέρας, πράσινο...

Ξάφνου μια μυρουδιά καμμένου ξύλου με σοκάρει... Φωτιά; Είναι δυνατόν να πιάσει πυρκαγιά εδώ πάνω; ...το δάσος αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να πάρει φωτιά. Βγαίνω αμέσως σε ένα μεγάλο ξέφωτο και βλέπω μεγάλους μαύρους σωρούς με καπνό στην κορφή τους. Καρβουνιάρηδες!

Ανθρώπους βλέπω μετά από αρκετές ώρες. Κοντά στους σωρούς στοιβάζουν ξύλα. Τους παρατηρώ από μακριά. Με είδαν κι αυτοί. Με κοιτούν αδιάφορα, σα να μην πιστεύουν πως υπάρχω. Ίσως να ονειρεύονται ότι βλέπουν ένα ποδήλατο.

Πιο κει, πλάι στο δρόμο, κάποιος είναι ξαπλωμένος στο γρασίδι, μόνος. Με κοιτά χωρίς να αποκρίνεται, δε μιλά. Ακόμα με κοιτά, δε μιλά. Εξακολουθώ να τον κοιτώ. Τού μιλώ, βγάζει επιτέλους ένα αδύναμο αδιάφορο «γεια». (Ίσως να έχουν ξαναδεί εδώ ποδήλατο κάποτε στη ζωή τους - ίσως να έχουν δει και άνθρωπο, ποιος ξέρει...)

Από ένα λάστιχο τρέχει νερό. Πίνω, είναι υπέροχο, τόσο υπέροχο που θέλεις να πίνεις κι όταν δε διψάς. Γεμίζω και το παγούρι μου. Όλη αυτή την ώρα ο φίλος μου με παρατηρεί χωρίς να βγάλει ούτε μια λέξη!

Ανεβαίνω στη σέλλα. Ανεβαίνω, ανεβαίνω... Συνεχώς σκέφτομαι ότι η κορφή είναι μετά τη στροφή - αλλά δεν είναι... Απορώ, πόσο ψηλά θα πάω; Ο δείκτης του υψόμετρου γυρίζει ακάθεκτος προς την ίδια πάντα κατεύθυνση. Το τοπίο εξακολουθεί. Μου έρχεται και η σκέψη της κατηφόρας της άλλης πλευράς κι αυτό διπλασιάζει τη χαρά μου. Το κέφι μου ανεβαίνει μαζί με τον δρόμο. Το δάσος κάποτε αρχίζει να γίνεται πιο αραιό και τα δέντρα πιο χαμηλά. Πρέπει λοιπόν να πλησιάζω στο τέρμα της ανάβασης. Φτάνω τελικά στη βάση του γυμνού κώνου της κορυφής. Εκεί υπάρχει ένα στρατιωτικό φυλάκιο. Ακόμα και οι πιο ήσυχες γωνιές της γης έχουν μολυνθεί από αυτό το μικρόβιο. Η διέλευση απαγορεύεται.

Αφήνω κάτω το ποδήλατο με ένα ευχάριστο αίσθημα κορεσμού, χορτασμένος από το υψόμετρο. Νοιώθω τα πνευμόνια μου ολάνοιχτα να ρουφούν τον υπέροχο ουρανό, ένα καταγάλανο ημισφαίριο από πάνω μου. (Αυτή την αίσθηση δεν θέλω να προσπαθήσω να την περιγράψω, δεν θα τα καταφέρω. Αυτή τη μοναδική αίσθηση της ενέργειας, της δύναμης, της ευεξίας. Για να νοιώσει κανείς τι θα πει υγεία, τι θα πει ευεξία, πρέπει να κάνει κι αυτός το ίδιο πράγμα. Όποιος έχει την ψυχή να το κάνει, ας το κάνει.) Ο δείκτης του υψόμετρου έχει σταματήσει στα 1820 μέτρα. Δεν έχω ποδηλατήσει ποτέ μου τόσο ψηλά, αυτό είναι το ατομικό μου ρεκόρ ύψους με ποδήλατο! Και σίγουρα αυτή την αίσθηση της δύναμης που έχω αυτή τη στιγμή ποτέ μου μα ποτέ μου δεν πρόκειται να την ξεχάσω.

Κάνω έναν περίπατο και τρώω ένα μήλο που έβγαλα από ένα σακκίδιο. Ο ήλιος μεσουρανεί σε έναν ασημένιο κρυστάλλινο ουρανό, αλλά ένα αναζωγονητικό αλπικό φρέσκο αγέρι αναστατώνει την επιδερμίδα μου και προτιμώ να φορέσω κάτι ακόμα.

Παρατηρώ γύρω. Είναι σα να βρίσκομαι στην κορφή του ψηλότερου ουρανοξύστη μιας πόλης. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος είναι σκορπισμένος χαμηλότερα σε έναν πλήρη κύκλο, με εξαίρεση φυσικά τον διπλανό κώνο της κορυφής.

Μόλις αρχίζει το σκιερό δάσος, κάνει τόσο κρύο που χρειάζεται να ντυθώ καλά πια. Απολαμβάνω τη γρήγορη κατηφόρα με τις αισθήσεις μου όλες στη φυσικότερη επιφυλακή τους. Το δάσος είναι ασυνήθιστα πυκνό, σκοτεινό, εξωτικό, μαγευτικό, τα δέντρα πανύψηλα και ευθύκορμα. Τώρα θα βγουν οι Νηρηίδες και θα με κρατήσουν για πάντα εδώ, θα με μαγέψουν με κανένα τραγούδι τους. Ο σκοτεινός σκιερός δρόμος μοιάζει ένα ευέλικτο τούνελ σκαμμένο μέσα από έναν σκουροπράσινο ραβδωτό βράχο.

Κάθε τόσο, μια βρύση χύνει στον κόσμο νερό. Τραγουδώ από μια αυθόρμητη χαρά, χωρίς να καλοκαταλαβαίνω τι λέω. Αμέτρητοι χοντροί κορμοί και ολόισιοι σαν γιγάντιες λαμπάδες με προσπερνούν με ταχύτητα από αριστερά και δεξιά, κοντά στους ώμους μου και γέρνοντας στο πλάι μια προς τη μια και μια προς την άλλη πλευρά καθώς γέρνω στις στροφές. Μετά από ώρα, βρίσκομαι στη γαλήνη ενός γραφικού εστιατορίου στη Δροσοπηγή.

Χαιρετώ κάποιους που γνώρισα το πρωί στην Καστοριά και αυτοί με τη σειρά τους μού συνιστούν ανεπιφύλακτα την ντόπια σπεσιαλιτέ: την παραδοσιακή τσουκνιδόπιτα με το ξυνόγαλο.

Ανοίγω τον χάρτη μου. Προσθέτω ένα ακόμα κομμάτι σε μια γραμμή που κόβει την Ελλάδα στη μέση. Με γαληνεύει ένα συναίσθημα εκπλήρωσης ενός καθήκοντος προς τον εαυτό μου. Τις μέρες που πέρασαν, Ελλάδα, σε κατέκτησα λίγο περισσότερο.