17/8/07

Αρκαδικό Μεσημέρι – καλοκαίρι 1992
Αφόρητο φως



Άδεια δρομάκια διαδέχονται απροσδόκητα ασφάλτινους δρόμους με διαχωρισμένες τις δυο λωρίδες κυκλοφορίας με διαγράμμιση - πολυτέλεια γι΄ αυτά τα μέρη! Η θέση της Αρχαίας Λυκόσουρας είναι ένα εντελώς ερημικό μέρος, απομονωμένο, σιωπηλό. Λιγοστές πέτρες επιμένουν να μαρτυρούν τον αρχαίο ναό και δυο κτίρια που κάποτε ήσαν λουτρά. Ένα μικρό μουσείο φυτοζωεί, επανδρωμένο με ένα νεαρό φύλακα, ομιλητικό όσο και επιφυλακτικό. Αυτός ο άνθρωπος είναι ένας εγκόσμιος ερημίτης.

Φεύγοντας από τον καινούργιο μεγάλο δρόμο Καλαμάτας-Μεγαλόπολης, ακολουθείς ένα δρομάκι που περνάει μέσα από ένα-δυο συνοικισμούς, με μερικά παράσπιτα που δεν μπορούν να κρύψουν από ένα στοιχειωδώς παρατηρητικό μάτι ότι κατοικούνται ακόμα. Στη συνέχεια θα βρεθείς σε ένα φαρδύ δρόμο, που θα πρέπει να είναι ο παλιός δρόμος Καλαμάτας-Μεγαλόπολης. Αμέσως μετά από μια στροφή, ο δρόμος αυτός τελείως μα τελείως απροειδοποίητα κόβεται από ένα βαθύ ποτάμι. Προφανώς δεν έφτιαξαν τη γέφυρα. Αν οδηγείς ποδήλατο δε θα έχεις πρόβλημα, η ταχύτητά σου θα σου επιτρέψει να σταματήσεις έγκαιρα. Αν οδηγείς αυτοκίνητο, υπάρχουν τρεις πιθανότητες: α) να προλάβεις να φρενάρεις, β) να μην προλάβεις να φρενάρεις και να σε σταματήσει ένα μικρό ανάχωμα στο χείλος της όχθης και γ) να μην σε κρατήσει το ανάχωμα οπότε καλά να πάθεις. Όποιο και να είναι το μεταφορικό σου μέσο, στην περίπτωση που προλάβεις να φρενάρεις χωρίς να καταλήξεις στο ανάχωμα, θα ανακαλύψεις ότι πρέπει να στρίψεις αριστερά σ΄ ένα δρομάκο.

Συνεχίζεις για χιλιόμετρα αρκετά. Το πόσα θα σού το πει ο δικός σου μετρητής, αν έχεις. Γιατί πινακίδες δεν υπάρχουν και οι χάρτες δεν είναι σίγουρο ότι θα έχουν αυτές τις ασήμαντες λεπτομέρειες... Στρίβεις αδιάκοπα. Ανεβοκατεβαίνεις λοφάκια με κλίσεις που θα δοκιμάσουν άγρια τον κινητήρα ή τα πνευμόνια σου, καθώς και τα φρένα του όποιου οχήματος οδηγείς. Στο μεταξύ, ίσως να συναντήσεις έως και χειρόγραφες πινακίδες, που θα αποπειραθούν να σε οδηγήσουν στις διασταυρώσεις - τις οποίες έτσι και εμπιστευθείς χωρίς επιφύλαξη καλά να πάθεις πάλι.

Με βοηθό τη δική σου καλή διάθεση και θέληση, τα δρυοδάση και η υπόλοιπη βλάστηση θα καταφέρει να σε απορροφήσει, να σού δώσει τη μοναδική αίσθηση του ατίθασου αρκαδικού τοπίου. Αφού σκοντάψεις για πολλοστή φορά σε κάποιο κοπάδι ψωροκακόμοιρα πρόβατα που θα σού κλείσουν πεισματικά το δρόμο, οδηγούμενα από έναν βοσκό που έρχεται από μια άλλη εποχή που δε θα μπορέσεις να προσδιορίσεις με ακρίβεια, αμέσως μετά από μια δεξιά στροφή όπου θα αγκομαχάς με τη μικρότερη ταχύτητα (γρανάζι) του όποιου μέσου οδηγείς, θα βρεθείς μπροστά από ένα κτίριο, σε έναν χώρο που σε χωράει για να μανουβράρεις για να πάρεις το δρόμο της επιστροφής. Έφτασες στον αρχαιολογικό χώρο της Λυκόσουρας. Ο νεαρός φύλακας θα σού προσφέρει τις λιγοστές γνώσεις του γι΄ αυτά που βλέπεις, τη φαντασία του για αυτά που δεν βλέπεις, τις επίσης λιγοστές γνώσεις του για το οδικό δίκτυο της περιοχής. Και μια και κανένας άλλος δεν θα υπάρχει γύρω, θα σού επιτρέψει να φωτογραφήσεις ό,τι θέλεις, ακόμα και μέσα στο μουσείο αυτό που σε ενδιαφέρει, αφού το σκουπίσεις από τις μπόλικες αράχνες που το προστατεύουν.

Ο χώρος αποπνέει την εγκατάλειψη, αλλά εσύ είσαι ο ταξιδευτής που δεν πτοείται. Ο ήλιος πυρπολεί τα ατελείωτα χιλιόμετρά σου στα ατελείωτα ξεροβούνια. Κι όμως, είναι ασέβεια εδώ να κλείσεις τα μάτια σου. Παρατηρείς αυτούς τους κρανίου τόπους. Πρέπει να καταλάβεις πώς αυτός ο τόπος γέννησε ανθρώπους, που σπαργανωμένοι σ΄ αυτά τα ανελέητα βράχια ξενιτεύτηκαν και κατέκτησαν όποιο αφράτο χώμα πάτησε το πόδι τους. Βουνά γκρίζα, γυμνά, απάνθρωπα. Βρύση καμμιά στο δρόμο σου και το παγούρι σου έχει πάλι αδειάσει. Λίγα έρημα χωριά θα βρεις και σε μεγάλες αποστάσεις το ένα απ΄ το άλλο. Και ο αρχαίος ίδιος ζείδωρος ήλιος γίνεται φονιάς - και δεν είναι αυτός ο φταίχτης. Αποτελειώνει τα τελευταία ξερόχορτα και πουρνάρια.

Βρίσκεσαι στην καρδιά της Πελοποννήσου. Βρίσκεσαι στην καρδιά του χρόνου, στην καρδιά της ιστορίας της. Έχεις όλες τις ευκαιρίες ν΄ αναρωτηθείς πώς είναι δυνατό αυτός ο τόπος να υπάρχει ακόμα, να ισορροπεί μέσα στο σκληρό ανθρώπινο χρόνο, στο μεταίχμιο του παρελθόντος και του μέλλοντος. Αναρωτιέσαι, πώς θα είναι εδώ μετά από χρόνια; Τι περισσότερο, ή τι λιγότερο, μπορεί να συμβεί εδώ; Η ζωή είναι πολύ δυνατή. Πάντα επιβιώνει. Πονάς και χαίρεσαι μαζί.

Ανδρίτσαινα: μετά από την κάψα της ερήμου, το χωριό ισοδυναμεί για τη διψασμένη σου φτωχή ύπαρξη με μια πολύτιμη όαση. Νερό βρύσης! Ίσκιος δέντρου! Αξίες που φέρνουν μια αρχαία αγαλλίαση, μια καταλυτική ευφορία. Σε ένα παλιό και στενό σοκάκι - πραγματικά παλιό και πραγματικά στενό! - στο μικρό της εστιατόριο θα βρεις τελικά (αν επιμείνεις) την κυρία, για την οποία μια χειρόγραφη πινακίδα στην πορτούλα του λαογραφικού μουσείου σε έχει πληροφορήσει. Το «εστιατόριο» αυτό είναι ένα άλλο εστιατόριο: χώρος προσωπικός, ανθρώπινος, μικρός, άσημος, στη σκιά του στενότατου δρομάκου, με τις χρωματιστές κολοκύθες από πάνω σου και με μια ησυχία που θα τη θυμάσαι για πάντα. Η κυρία θα ξεκρεμάσει ένα παλιό κλειδί από τον τοίχο και θα οδηγήσει τους σποραδικούς επισκέπτες που τυχόν ενδιαφέρονται στο λαογραφικό μουσείο. Έπειτα, θα επιστρέψεις στο εστιατόριο για να δοκιμάσεις εξαιρετικές γεύσεις. Στο μεταξύ κι αν είσαι άτυχος, θα έχουν καταφθάσει ήδη σε κάποιο άλλο τραπεζάκι μια παρέα φωνακλάδες Ιταλοί - από τους τόσους που λυμαίνονται την Πελοπόννησο - και στο τελευταίο τραπεζάκι παρακάτω θα έχουν καταφθάσει μια παρέα νεοελλήνων, που με τους καβγάδες τους έβαλαν σκοπό να πληροφορήσουν όλη την Ανδρίτσαινα για τα προσωπικά και οικογενειακά τους προβλήματα - από τους τόσους που λυμαίνονται αυτή τη χώρα.

Αλλά το πιο ωραίο δεν το έζησες ακόμα! Ετοιμάσου για τη διαδρομή από την Ανδρίτσαινα μέχρι τις Βάσσες! Εδώ καταλαβαίνεις τι θα πει Αρκαδία. Η γη μετά τη δεύτερη ημέρα της δημιουργίας, δηλ. πριν ο θεός φτιάξει τη βλάστηση. (Αλλά και πάλι όχι, τότε οπωσδήποτε θα ήτανε πιο δροσερά!) Εντυπωσιακή η χάραξη του δρόμου: για να φτάσεις στο ναό, στην κορυφή εκείνου του όγκου, θα φέρεις πρώτα γύρα όλα τα βουνά της περιοχής. Λες και το έκαναν αυτό σκόπιμα οι σχεδιαστές, για να υπογραμμίσουν, να τονίσουν ακόμα περισσότερο αυτό που νιώθεις στη θέαση του μνημείου. Σου έρχεται στο μυαλό το έθιμο που επιβιώνει μέχρι σήμερα, να πηγαίνουν στα ξωκλήσσια, όταν αυτά γιορτάζουν, με τα πόδια και όχι με τα αυτοκίνητα. Σε αυτό το δρόμο, καθυστερεί όσο γίνεται η άφιξή σου, ταλαιπωρείσαι όσο γίνεται μέσα στα πυρωμένα βουνά, πλουτίζεται η εμπειρία σου σε χώρο, αλλά επίσης και σε χρόνο: κάποτε οι ανθρωποθυσίες (παραμύθια...) τελούνταν μέσα στο ναό, σήμερα όμως, αυτό το αυγουστιάτικο μεσημέρι, η θυσία σου άρχισε πριν φτάσεις εκεί (στ΄ αλήθεια!). Και αντί για τη λύρα του Απόλλωνα, δεν θα ακούσεις πια παρά τους γλωσσοδέτες των πολλών επισκεπτών από την κάθε γωνιά της γης.

Δεν πρέπει να βιαστείς. Πρέπει να μην βιαστείς. Περιπλανήσου, θυμήσου, ξέχασε. Αλλά πάνω απ΄ όλα, νοιώσε. Νιώσε το χώρο, νιώσε το χρόνο.

Ερημιά. Μόνο εσύ υπάρχεις σ΄ αυτό τον κόσμο. Εσύ, ο ξερότοπος κι ο ανελέητος ήλιος. Συναντάς ένα βενζινάδικο και σίγουρα θα σταματήσεις, όχι επειδή έχεις ανάγκη από καύσιμα αλλά ακριβώς το αντίθετο: νερό! Στρίβεις, σταματάς, ψάχνεις αμέσως με το βλέμμα για τη βρύση. Ίχνος πράσινου. Εσύ, το βενζινάδικο, τα καυτά βράχια και η ακίνητη ατμόσφαιρα που θα έσπαζε κάθε θερμόμετρο. Κι όμως να, ένας άνθρωπος βγαίνει από το σπιτάκι. Πλησιάζει αργά, βαριά. Πρέπει να είναι θηλυκός άνθρωπος, φοράει μαύρο παντελόνι, πράσινο μπλουζάκι, ένα κατακόκκινο πλατύ πάνινο καπέλο, ενώ το δέρμα όπου φαίνεται είναι σκοτεινό και χαρακωμένο, ολόιδιο με τα βράχια. Έρχεται για το αυτοκίνητο που σταμάτησε πίσω μου, χωρίς να το προσέξω στο μεταξύ. Πλησιάζει την παμπάλαια σαράβαλη βενζιναντλία. Τραβάει ένα μεγάλο μοχλό, ακούγεται ένα φριχτό γκράκα-γκρούκα. Ξανατραβάει, τίποτα. Η αντλία δεν μηδενίζεται. Ξανατραβάει με περισσή δύναμη, γκράκα-γκράκα-γκράκα-γκρούκα πάλι... αλλά τίποτα. Αφήνει το παλιοσίδερο, σταυρώνει στη μέση τα χέρια με μια προσποιητή αγανάκτηση (ας όψεται ο πελάτης) και κελαρύζει το στόμα της κάτι στο ντόπιο ιδίωμα, πλουτίζει τον άδειο αυτό κόσμο φωνή, ενώ εγώ συνεχίζω το ταξίδι μου στην αρκαδική γη με νέα καύσιμα: «να σού δώκω μια, τρομπίτσα!»

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

τέλειο...