Δυτική Ελλάδα - Άνοιξη του ΄87
Κι άλλες Ελλάδες



Παρασκευή 24 Απριλίου



Πρωί πρωί βγαίνω από τη σκηνή μου. Πρώτη φορά βρίσκομαι στη Βόνιτσα. Ίσως είναι ο τόπος του κόκκινου ήλιου. Χθες απόλαυσα ένα κατακόκκινο ηλιοβασίλεμα της φωτιάς, σήμερα μια κόκκινη ανατολή.

Αρχίζω με μια πρωινή εισαγωγή ως το Άκτιο. Πόσο χαίρομαι τους ήσυχους αυτούς δρόμους.. Όσο αξιοπρόσεκτο είναι να δεις άδειο τον δρόμο μιας πόλης, άλλο τόσο είναι το να συναντηθείς σ΄ αυτούς τους δρόμους με ένα αυτοκίνητο. Μια άλλη Ελλάδα, άγνωστη, έξω από τις σαχλαμάρες των φανταχτερών περιοδικών και τις τουριστικές διαφημίσεις. Ασήμαντη κι απροσπέλαστη για τους πολλούς, εξαιρετική για τους λίγους.

Το φέρρυ με περνά στην Πρέβεζα. Την Πρέβεζα του Καρυωτάκη. Τίποτα ευτυχώς δεν μου τον θυμίζει – ποτέ δεν τον συμπαθούσα έτσι κι αλλιώς. Μετά από μια βόλτα στην πόλη, αρχίζει το ανιαρό κομμάτι μέχρι την Ηγουμενίτσα. Δρόμος τεράστιος, άδειος, ανηφόρες, κατηφόρες, ερημιά. Να η Ηγουμενίτσα επιτέλους, πάνω που άρχισα να πιστεύω ότι πάγωσε ο χρόνος. Ένα άλλο φέρρυ, και να η Κέρκυρα!

Κυριακή 26



Η μέρα αρχίζει από τον Άγιο Γόρδη με μια πολύ απότομη ανηφόρα. Τέτοια κλίση μεγάλη και παρατεταμένη δεν έχω ξανασυναντήσει. Ποιος εγκέφαλος χάραξε έτσι αυτόν τον δρόμο και γιατί! Απορώ πως ο στενός δρομάκος δεν έχει ακόμη κυλήσει να πέσει στη θάλασσα! Μόνο χάρη στην καλή μου φυσική κατάσταση, κατορθώνω να μην κατεβώ από τη σέλλα. Αλλά για κάποιους άλλους δεν ισχύει το ίδιο! Τον έναν μετά τον άλλον, προσπερνώ ένα πολυάριθμο γκρουπ Άγγλων ποδηλατών που σέρνουν καταϊδρωμένοι με απελπισία τα ποδήλατά τους στον ανήφορο με τα χέρια. (Η Κέρκυρα εκδικείται σήμερα τους Άγγλους για την κατοχή της από τον τουρισμό τους!)

Ανεβαίνω στο πανόραμα του Πέλεκα. Βρίσκω την ευκαιρία να τεντωθώ για λίγο σ΄ έναν βράχο. Μαζεύω Pistacia για μια καλή σαλάτα. Όπως θα διαπιστώσω όμως δεν είναι νόστιμα στο νησί αυτό και γι΄ αυτό εδώ δεν τα τρώνε, δεν τα ξέρουν καν. Ένας από τους αναρίθμητους γραφικούς δρομάκους της Κέρκυρας με οδηγεί στην Παλαιοκαστρίτσα. Μια βουτιά στην πράσινη και καθαρή θάλασσα είναι ό,τι πρέπει.

Δευτέρα 27



Περνώ από την πόλη, και συνεχίζω για τον Παντοκράτορα. Μέχρι τον Σπαρτύλα, ο δρόμος ανεβαίνει με συνεχείς ελιγμούς, κάτω από ελιές. Πολύ γραφική η ανηφόρα. Ένας υπέροχος δρομάκος που ελίσσεται ανάμεσα από τα δέντρα, σύρριζα στους κορμούς των ελαιόδεντρων.

Να και ο Στρινύλας. Ησυχία. Κόσμος ελάχιστος. Μια νέα γυναίκα κεντάει στο κεφαλόσκαλο. Αρχίζει ο χωματόδρομος. Ορεινός χώρος. Ξασπρισμένα βράχια κι ανάμεσά τους απλώνονται σποραδικά μικρότατα λιβαδάκια γεμάτα αγριολούλουδα, πολύχρωμες σπιθαμές οριζόντιας γης. Ένα τοπίο που σε πείθει αμέσως να σταματήσεις να σκέφτεσαι και να αρχίσεις να χαίρεσαι. Στα δεξιά μου κοντά σε ένα εκκλησάκι, βόσκουν μια χούφτα πρόβατα.

Ποδηλατώ αργά και ευτυχισμένος. (Νοιώθω κάτι σαν σπρώξιμο στο ποδήλατό μου, κάποια πέτρα θα χτύπησα.) Αυτοσυγκεντρώνεσαι στη δύναμη γιατί ο δρόμος είναι ανώμαλος, με πέτρες, και χαίρεσαι που υπάρχουν τα ποδήλατα σ΄ αυτόν τον κόσμο. (Νοιώθω πάλι το ίδιο σπρώξιμο.) Σε τέτοιους χώρους είναι που χαλαρώνω τόσο, ώστε η σωματική προσπάθεια, η σωματική κούραση με ξεκουράζει. Με ξεκουράζει αφάνταστα! Και τρίτο σπρώξιμο. Τι συμβαίνει; Κοιτώ πίσω μου και αντικρίζω το κωμικότερο θέαμα του κόσμου. Ένα κριάρι τα ΄χει βάλει με την πισινή μου ρόδα! Κουτουλάει και οπισθοχωρεί και ξαναεπιτίθεται με έναν ξεκαρδιστικά ανόητο τρόπο! Σκάω στα γέλια... συμπαθώ το ζώο, συμπαθώ όμως και το ποδήλατό μου! Φίλε μου, με συγχωρείς που σε διώχνω...

Συνεχίζω με τα πόδια. Η κορυφή είναι κοντά. Σκαρφαλώνω σε κάτι ξασπρισμένα αλλόκοτα και χιλιοτρυπημένα βράχια, με άπειρα σχήματα. Ψηλά είναι τοποθετημένος ένας πανύψηλος πυλώνας με κεραία, με τεράστιο ύψος. Στα ιερότερα σημεία της γης, στις κορυφές, βάζουν τα τεχνολογικά τους μιάσματα, με τις ακτινοβολίες που κανείς δεν ξέρει τι προκαλούν (κάποιοι ξέρουν αλλά δεν θέλουν οι άλλοι να μάθουν).

Σαν εκκλησία μοιάζει ο χώρος. Ένας παππούλης σκάβει επίμονα, λες και σκάβει το λάκκο του. Από το σημείο αυτό της γης, η θέα προς όλα τα σημεία του ορίζοντα είναι μοναδική. Το μάτι χάνεται στην αχλή. Έρχονται σε μια στιγμή ένα ζευγάρι Άγγλων και κοιτούν γύρω χαμένα. Αμέτοχοι στο τοπίο, ήρθαν στο Γκρις για να περάσουν καλά και μετάνιωσαν που ανέβηκαν σ΄ αυτή την ερημιά.

Στην πλατεία του Στρινύλα, η στιγμή είναι τόσο υπέροχη, που δεν αντέχω στον πειρασμό να ξαπλώσω σε ένα πεζούλι στη σκιά ενός δέντρου κι αμέσως με παίρνει ένας υπνάκος. Μετά το χωριό, βλέπω δυο κυράδες, που με έναν κουβά σηκώνουν με κόπο νερό μέσα από ένα ξεροπήγαδο, βάζουν το νερό μέσα σε ένα ποτιστήρι και ποτίζουν με το σταγονόμετρο μερικές αράδες από κάτι καχεκτικά σκόρδα και κρεμμύδια. Τους βοηθώ στο σήκωμα του κουβά. Και αρχίζουν να λένε... Φέτος έχει πολλή ξηρασία, το κακό γίνεται κάθε χρόνο, τα τελευταία χρόνια το κλίμα πάει κόντρα, όλα πάνε κόντρα, όλα πάνε στραβά, ο κόσμος φεύγει από το χωριό, ο κόσμος συνέχεια αρρωσταίνει, οι παππούδες μας δεν αρρωσταίνανε τόσο συχνά, τι γίνεται σήμερα απορεί, πληθαίνουν τα φάρμακα αλλά η υγεία πάει στο χειρότερο, κάποτε δούλευε ο κόσμος σα σκυλιά όλη τη μέρα και ήταν μια χαρά, σήμερα έχουν όλα τα καλά και αρρωσταίνουν, σκαρτεύουν τα πράγματα, τι να πεις... Ρωτάνε από πού είμαι, οι Έλληνες όλοι ίδιοι είναι, αυτό να το ξαναπείς. Από 1 μέχρι 6 Αυγούστου έχει μεγάλο πανηγύρι στο χωριό και τον Παντοκράτορα, αξίζει λέει τότε να έρθω. Όταν φεύγω, με φιλεύουν με μερικά από τα λιγοστά τους σκόρδα. Απλοί άνθρωποι...

Στην κατηφόρα, κάτω από τις ελιές, έρχεται και η στιγμή της γρήγορης οδήγησης, το ποδήλατο έχει όλες τις στιγμές του. Μέσα στον Σπαρτύλα λίγο έλειψε να πέσω πάνω σε κάτι γυναίκες που κλείνουν το δρόμο αμέριμνα. Αθόρυβο είναι το ποδήλατο, δεν το άκουσαν, δεν είδαν, το ατύχημα δεν έγινε, αλλά το ευτύχημα είναι που με νομίζουν για ξένο, και η παρά λίγο παθούσα λέει δυνατά και επιδεικτικά κάτι για να προκαλέσει το γέλιο στον περίγυρο, χωρίς να υποψιάζεται στο ελάχιστο ότι εγώ μπορεί να καταλαβαίνω. Έτσι απολαμβάνω έναν αυθεντικό ήχο, ένα γνήσιο δείγμα από την ντόπια προφορά: «απάνω μου θα ΄ρθεις μάτια μου;» Χα χα, αυτό που άκουσαν θα το θυμούνται κι αυτές...

Στο αποψινό μου γεύμα πρόσθεσα μερικά σκόρδα.

Τετάρτη 29



Παίρνω το δρόμο για την Παλαιοκαστρίτσα. Ο δρόμος ανεβαίνει με χαριτωμένους ελιγμούς σ΄ ένα δάσος από ελαιόδεντρα. Τι ομορφιά! Αυτοί οι χώροι, οι τόποι, τα τοπία, μόνο με το που υπάρχουν προσφέρουν την υπέρτατη υπηρεσία να υπάρχουν.

Ένας μεσόκοπος χωρικός κάθεται στο πεζούλι του δρόμου και πουλάει αμύγδαλα. Έχει όρεξη για κουβέντα. Δεν έλεγε να είμαι Έλληνας, Έλληνα με ποδήλατο δεν έχει ξαναδεί. Όλο λέει και λέει. Με την παραμικρή αφορμή μπορείς να τον κάνεις να μιλήσει για ο,τιδήποτε. Για τη ζωή στο νησί, για τον τουρισμό. Παίρνει φόρα... κι όποιον πάρει ο χάρος. Αυτουνού οι τουρίστες που τού κάνουν ιδιαίτερη εντύπωση είναι... οι Αγγλίδες και οι Ιταλίδες. Αλλά τις βαρέθηκε κι αυτές... λέει για τον σεξουαλικό εκφυλισμό, το τι γίνεται εδώ το καλοκαίρι από «όλα» τα φύλα...

Μετά από τον Βίστωνα, συναντώ ένα μικρό οροπέδιο. Βλέπω από μακριά ένα γέρικο ζευγάρι που καλλιεργεί ένα μικρό κτήμα με έναν κήπο. Αφήνω τη φαντασία μου να καλπάσει στο παρελθόν, βλέπω αυτό τον παππού. Σκυμμένος με τον ίδιο τρόπο, κάνει μια ζωή την ίδια κίνηση, σηκώνει την τσάπα του και την κατεβάζει στο ίδιο χώμα, σ΄ αυτά τα ίδια τετραγωνικά μέτρα γης. Ποιος ξέρει πόσες γενιές πίσω, στο ίδιο «άχθος αρούρης». Παράδοξος όρος: το ονοματίζουμε αυτό «άχθος», αλλά μόνο άχθος δεν είναι. Γύρω η άνοιξη οργιάζει. Απόλαυση να μιλάς με απλούς ανθρώπους. Όσο μεγάλη ηλικία προδίδει η φυσιογνωμία τους, τόση ευκινησία και ζωντάνια έχει το λιγνό τους κορμί. Τόσο φως έχουν αυτά τα μάτια όταν σε κοιτάνε. «Το καλοκαίρι να΄ ρθεις εδώ, είναι παράδεισος...», λένε. Γύρω η άνοιξη οργιάζει.

Ξεκινώ να φύγω. Δυο ζευγάρια ροζιασμένα χέρια βάζουν βιαστικά στο σακκίδιο του ποδηλάτου μου μερικές αγκινάρες. Αδύνατο να αντισταθείς.

Κάπου στο βάθος, υπάρχει ένα «Αγγελόκαστρο». Κρύβω το ποδήλατο μου στον ελαιώνα και συνεχίζω με τα πόδια. Ανθρώπινη παρουσία δεν υπάρχει, ψυχή καμιά. Περιφέρομαι μόνος στο αναπάντεχο πέτρινο σκηνικό, πάνω από τα κύματα. Ο χώρος θυμίζει άλλον χρόνο, ο νους δεν ξέρει κατά πού να κάνει. Μια ακόμα αναπάντεχη γωνιά για τον ταξιδιώτη. Σκεπασμένη από έναν καταγάλανο ουρανό και με τη δική της ξεχασμένη ιστορία. Μια τρύπα χάσκει στο έδαφος, ήταν για να αναπνέουν οι φυλακισμένοι ίσως που κατέβαιναν στα έγκατα και ανέβαιναν με σκοινί, ίσως να ήταν πηγάδι, ίσως και τα δυο μαζί. Οι επάλξεις έχασαν τους πολεμιστές τους, έμειναν μόνες. Αυτές έμειναν εδώ παράμερα θυμητάρια της ανήλεης ιστορίας των ανθρώπων, αυτοί άφησαν τις ερημιές. Καλοθρονιάστηκαν μέσα στα γραφεία με όλες τις ανέσεις του σύγχρονου πολιτισμού και συνεχίζουν να γράφουν αλλιώς την ιστορία - σκοτώνουν όχι με τα χέρια αλλά με αποφάσεις. Να γράψεις ιστορία είναι σχετικά εύκολο, να διαβάσεις την ιστορία είναι το επίμαχο. Παρόλο που η ανθρώπινη ιστορία διαβάζεται με μελάνι αλλά γράφεται με αίμα. Όμως η ιστορία διαβάζεται καλύτερα εκεί που γράφεται. Οι άψυχες πέτρες φέρνουν στο νου την Ενετοκρατία σ΄ αυτόν τον τόπο. Πόσοι πέθαναν σ΄ αυτά τα μπουντρούμια; Αλλά έτσι είναι ο άνθρωπος. Ακόμα και τους χώρους του θανάτου τούς κάνει αξιοθέατα.

Πέμπτη 30



Σήμερα αφήνω το νησί. Μετά από μια μεγάλη και γρήγορη διαδρομή, γνωστή στο μεγαλύτερο κομμάτι της, φτάνω το απόγευμα στη Λευκάδα. Είμαι κατασκηνωμένος σε ένα κτήμα με ελιές και πορτοκαλιές. Από μια διπλανή στάνη, ακούω τα πρόβατα να βελάζουν όλα μαζί με έναν αστείο τρόπο. Για το βραδυνό μου, έχω και λίγες αγκινάρες. Λίγες αγκινάρες και πολλές μνήμες. Μνήμες από ένα μέρος μακρινό. Μακρινό αλλά και τόσο κοντινό.

Παρασκευή 1 Μάη



Πρωτομαγιά σήμερα. Θα πλέξω ένα μικρό στεφάνι με αγριολούλουδα, θα το στηρίξω στο τιμόνι μου.

Μετά τη Βόνιτσα, κατευθύνομαι για το νότο. Καινούργια μέρη, με το δικό τους χαρακτήρα. Βουκολικά μέρη, μ΄ ελάχιστο πληθυσμό κι ένα μεγάλο άδειο δρόμο χωρίς κίνηση. Για χιλιόμετρα και χιλιόμετρα ποδηλατώ και ποδηλατώ, χωρίς κανένα ανθρωπογενές αξιοθέατο να αλλοιώνει σημαντικά αυτό τον άγριο χώρο. Τέτοιες στιγμές σε απορροφούν από μόνες τους.

Βρίσκω ένα ιδανικό μέρος για κατασκήνωση, με πράσινο γρασίδι, κάτω από ένα συμπαθητικό δεντράκι. Ένα λάστιχο τρέχει κάπου κοντά φρέσκο νερό πηγής. Έρχεται ένα κοπάδι. Τα πρόβατα τριγυρίζουν τη σκηνή μου και γεμίζουν τον κόσμο με τα κουδούνια τους. Ο βοσκός είναι ένας ήρεμος άνθρωπος του βουνού. Μαθαίνω μερικά ενδιαφέροντα πράγματα για το μέρος αυτό. Πίσω ορθώνονται τα βράχια του Σέρεκα. Μπροστά μου ξεχωρίζει η μορφή της Λευκάδας, μέσα σε μια θαμπάδα και με τον ήλιο να βυθίζεται μέσα της.

Εκεί που πηγαίνεις εκεί και βρίσκεσαι, είπε ένας σοφός της μακρυνής ανατολής. Εκεί μακριά στη δύση, πέρα στο βάθος, αριστερά της Λευκάδας αχνοφαίνεται η Ιθάκη. Ίσως ένα τέτοιο ήσυχο απόγευμα να έφτασε εκεί ένας άλλος Οδυσσέας.

Το αληθινό ταξίδι εκπληρώνει πραγματικά τον προ-ορισμό του, όταν ο προορισμός του ταξιδιού σού αποκαλύπτεται στο ταξίδι. Εγώ πάντως βρίσκομαι ακόμα στον πηγαιμό. Και εύχομαι να είναι μακρύς ο δρόμος.

Και τι δρόμος! Στην ατμόσφαιρα υπάρχει μια θαυμάσια δροσιά. Πρωτομαγιά σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: