Στην κεντρική Ελλάδα - Ιούλης του ´86
Η Ελλάδα των βουνών



Πέμπτη 3 Ιουλίου 1986



Ξεκίνησα το ταξίδι μου πριν από 3 μέρες από τη Θεσσαλονίκη. Βρίσκομαι στη ραχοκοκαλιά της Πίνδου, στο ήσυχο Περτούλι με τα λιβάδια του. Απόψε το βράδυ, θα μείνω στο ελατόδασος. Έφτασα στο σκοπό του ταξιδιού αυτού, έφτασα στη Μέκκα μου. Από προηγούμενες επισκέψεις σε αυτό το μέρος, γνωρίζω τα μέρη αρκετά καλά. Ήρθα για να θυμηθώ και να εξερευνήσω λίγο περισσότερο τα ελατοδάση. Για μερικές ημέρες θα γεμίζω τις μπαταρίες μου.

Κυριακή 6



Μετά από 4 μέρες περιπλάνησης στα μυστικά της Πίνδου, δεν φεύγω από αυτό το μέρος εάν δεν επισκεφθώ και ένα άλλο αγαπημένο σημείο του δάσους. Είναι ένα μικρό ξέφωτο με φτέρες, που περιστοιχίζεται από έλατα ψηλά ίσαμε 25-30 μέτρα. Το αγαπημένο αυτό μέρος έχει τις νοστιμότερες φράουλες του κόσμου!

Είναι ένα ήσυχο απόγευμα. Έχει μια ελαφριά διάχυτη συννεφιά. Φτάνω στο ήσυχο ξέφωτο. Στα ρουθούνια μου φέρνει ο αέρας για μια στιγμή μια συναρπαστική ευωδιά άγριου ρόδου.

Στέκομαι ακίνητος. Δεν κουνιέται ούτε φυλλαράκι. Διάχυτο φως πέφτει κάθετα προς το έδαφος μέσα στο ξέφωτο που ορίζεται από τους κάθετους τοίχους που σχηματίζουν τα έλατα με το βαθυπράσινο φύλλωμα, τα σύνορα του σκοτεινού δάσους.

Αφουγκράζομαι. Υπάρχει μια τέλεια, μια άκρα σιγή. Η σιωπή που υπάρχει αποτελεί τον ορισμό της σιωπής. Η παραμικρή σου κίνηση καταγράφεται από τα ξωτικά του δάσους.

Το πόδι μου σηκώνεται σιγά σιγά για το επόμενο βήμα του. Το πέλμα ακουμπά απαλά στα χορταράκια. Μπροστά μου στην άκρη του ξέφωτου μέσα από τις φτέρες πετάγονται 5 ή 6 κεφάλια ζαρκαδιών. Τα μάτια τους με καρφώνουν για ένα δέκατο του δευτερολέπτου. Τινάζονται ακαριαία σαν ελατήρια και εξαφανίζονται μέσα στο πυκνό δάσος με ένα-δυο πηδήματα.

Όλο το γεγονός δεν κράτησε περισσότερο από ένα δευτερόλεπτο. Η λάμψη των ματιών τους με μάγεψε.

Το σάλτο που έκαναν από στάση ήταν ασύλληπτο. Κάποτε οδηγούσαμε με έναν φίλο τα ποδήλατά μας στις ερημιές του Πηλίου και βγαίνοντας από μια στροφή πέσαμε μπροστά σε ένα αγριογούρουνο. Το ζώο κατατρόμαξε και εξαφανίστηκε φυσικά, αλλά εκείνο που μάς εντυπωσίασε ήταν τα ίχνη που άφησε ο τεράστιος όγκος πάνω στο χωματόδρομο. Ήταν τέτοια η δύναμή του, που οι οπλές του στα πρώτα δυο βήματα της εκκίνησης χώθηκαν μέσα στο συμπιεσμένο χώμα του δρόμου τουλάχιστον πέντε πόντους! Αλλά αυτή η περίπτωση είναι πραγματικά ασύλληπτη! Στο σημείο όπου βοσκούσε το κοπάδι βλέπω ότι δεν υπάρχουν στη γη σημάδια απλώς αλλά τρύπες! Και η απόσταση από το σημείο αυτό μέχρι το σημείο που προσγειώθηκαν μετά το πρώτο σάλτο τους είναι τουλάχιστον 8 μέτρα!

Πώς να ξεχάσεις εκείνα τα μάτια; Πώς να ξεχάσεις εκείνο το βλέμμα; Πραγματικά δικαιώνουν το όνομά τους (ζα-δέρκομαι). Γεμίζω τις χούφτες μου με τις λαχταριστές αγριοφράουλες και τις υψώνω σπονδή στους θεούς του δάσους, με την ευχή την επόμενη φορά που θα συναντηθούμε να με φοβηθούν λιγότερο, να μου δώσουν περισσότερο την εμπιστοσύνη και την εύνοιά τους. Μεταλαμβάνω την τροφή και κάνω και τη δεύτερη ευχή: να πάρω λίγη από τη δύναμή τους. Ένα ελάχιστο κομμάτι της θα μου ήταν αρκετό.

Φωτο

Πρέσπες - Οκτώβρης του 1985
Μια ακόμα Άλλη Ελλάδα



Το τραίνο Θεσσαλονίκης-Κοζάνης έχει μια ανεπανάληπτη γραφικότητα. Ταξιδεύοντας μέσα σ΄ αυτό, ταξιδεύεις θαρρείς σε άλλη εποχή. Παμπάλαιο και αργό, όσο δε γίνεται άλλο. Ένα επαρχιακό τραίνο απολαυστικό, αρκετά σαράβαλο, αρκετά θορυβώδες, πολύ μαυρισμένο από την καπνιά και τον χρόνο. Κι όμως, εξαιρετικά ανθρώπινο.

Στα κομμάτια εκείνα της διαδρομής όπου περνά από μέρη με περισσότερο κόσμο, στο κουπέ όπου βρίσκομαι συναθροίζονται επαρχιώτες κάθε είδους. Η παρατήρηση και μόνο αυτών των ζωντανών ανθρώπων είναι ένα μάθημα ψυχολογίας, μια ατελείωτη σπουδή.

Το τραίνο συνεχώς σταματά. Σταματά και ξεκινά. Περισσότερο χρόνο λες βρίσκεται σε στάση παρά σε κίνηση! Σε κάθε στροφή, περιμένεις κάποιο χέρι να βγει πίσω από τους θάμνους, κάποιος που θα θέλει να πάει από το χωράφι του δίπλα στο χωριό του.
«Ένα το ταξίδι, οι προορισμοί όσοι και οι ταξιδιώτες»...

Λίγα μέτρα μετά τον σταθμό της Έδεσσας ξεκινά μια πολύ απότομη ανηφόρα. Μπαίνεις στον πειρασμό να κάνεις εκτιμήσεις για την κλίση της σιδηροτροχιάς από την υπερβολική κλίση που παίρνει το βαγόνι μέσα στο οποίο βρίσκεσαι! Όλα τα αντικείμενα γέρνουν προς τα πίσω πολύ! Μα... τι γραμμή φτιάξανε; Ακριβώς τότε το τραίνο σιγά-σιγά ακινητοποιείται (πάλι!) και η μηχανή στο μεταξύ ακούγεται από μπροστά να βογγάει σα διαβολεμένο θεριό. Το τραίνο έπειτα... γυρίζει προς τα πίσω. Αντί να πάει μπρος πάει πίσω! Επιστρέφουμε δειλά-δειλά πίσω στην αποβάθρα του σταθμού και θα πρέπει να περιμένουμε τώρα δύο ολόκληρες ώρες. Γιατί; Τι έγινε ρε παιδιά;

Βγαίνει ο κόσμος και κάθεται στο γρασίδι. Περιμένουμε λέει να έρθει μια μηχανή από τη Βέροια, ώστε να βοηθήσει στο σπρώξιμο για να μπορέσει το τραίνο να βγάλει την ανηφόρα. Αχ Ελλαδάρα... δεν ξέρουν από πριν τη δύναμη της μηχανής; Ή δεν μπορούν να έχουν μια μηχανή εφεδρική εδώ στην Έδεσσα; Το καταπληκτικό είναι ότι αυτό γίνεται λέει συχνά! Ο κόσμος κάθεται έξω λοιπόν όπου βρει και περιμένει τη μηχανή να έρθει από τη Βέροια...

Μετά και από την περιπέτεια αυτή, που ήταν ένα κερασάκι στην τούρτα με αυτό το απίθανο τραίνο, ξεκινώ επιτέλους να ποδηλατώ από το Αμύνταιο όπου το τραίνο με άφησε όταν η μέρα έχει πολύ προχωρήσει. Είχα προγραμματίσει να αρχίσω να ποδηλατώ το μεσημέρι, ας όψεται όμως η ελληνική νοημοσύνη και τα τραίνα της. Κατασκηνώνω βιαστικά δίπλα σε μια ερημική πηγή, σε ένα θερισμένο χωράφι. Ανάμεσα στα γύρω λοφάκια, το φεγγαρόφωτο διαχέεται στο ανοιχτόχρωμο άχυρο που καλύπτει τα χωράφια. Είναι ένα όμορφο ερημικό μέρος, που γνώρισα μόνο και μόνο χάρη στην νεοελληνική νοημοσύνη.

Παρασκευή 4



Τα μέρη μέχρι την Φλώρινα είναι τόσο πλούσια, αλλά και έρημα. Τι αντίθεση! Είναι παράδοξο να βλέπεις τόπους τόσο παραγωγικούς κι ωστόσο να μη συναντάς ανθρώπους. Όλα έχουν την σφραγίδα της εγκατάλειψης. Ένας τόπος στοιχειωμένος. Παρατημένη ελληνική επαρχία.

Η πόλη της Φλώρινας δεν μπορώ να πω ότι μού αρέσει ιδιαίτερα, άδειοι δρόμοι, λιγοστός κόσμος, κτίρια πεταμένα εδώ κι εκεί. Είναι η πρώτη εικόνα, η σφραγίδα της στιγμής. Είναι η πρώτη εντύπωση που θρονιάζεται στο μυαλό σου. Στην έξοδο της πόλης, βλέπω από μακριά έναν φράχτη και μέσα εκεί μια καμήλα. Αλλά αρχίζει η ανάβαση στον Βαρνούντα.

Από την Φλώρινα μέχρι την κορφή στην Βίγλα, η διαδρομή απλώς συμβαίνει να είναι δύσκολο να περιγραφεί με τα λόγια. Είναι κάτι που πρέπει να το ζήσεις. Και να το ζήσεις με αυτόν τον τρόπο...

Ο δρόμος ανεβαίνει μέσα από πυκνά δάση, που έχουν οπωσδήποτε όλα τα χρώματα του κόσμου. Τα τοπία αυτά θυμίζουν τα πόστερ που κυκλοφορούν στο εμπόριο με εικόνες από τα πλατύφυλλα δάση του Καναδά στο φθινοπωρινό τους φύλλωμα. Να ο «Καναδάς» της Ελλάδας! Το μάτι μου ξεκουράζεται χωρίς να χορταίνει το χώρο. Ειδικά αυτή τη στιγμή του έτους, αυτό το βουνό είναι ανεπανάληπτο. Είναι ασύγκριτο.

Σταματώ σ΄ ένα σημείο του δρόμου, μεθυσμένος από το τοπίο που αντικρύζω. Απέναντι απλώνεται μια πλαγιά με όλα τα χρώματα και εκεί κάτω βόσκουν σ΄ ένα πράσινο λιβάδι μια χούφτα πρόβατα.

Βρίσκομαι καταμεσής σε μια άλλη Ελλάδα, αυθεντική, την Ελλάδα των βουνών. Δεν είναι η γνωστή Ελλάδα της θάλασσας. Ο κοσμάκης τρέχει στην παραλία, στην πολυκοσμία, τη βρώμα, το σκουπίδι, το θόρυβο. Τού αρέσουν λες αυτά, αρκείται σε αυτά, προτιμά τον εύκολο δρόμο. Ο κόσμος δεν ξέρει, δεν θέλει να πάρει τον δύσκολο δρόμο - αλλά και αυτόν που έχει ενδιαφέρον. Στενή η πύλη, αλλά βγάζει σε μια άλλη ποιότητα ζωής, σε μια άλλη ποιότητα των πραγμάτων.

Η διάβαση Πισοδερίου στο διάσελο μεταξύ Βαρνούντα και Βέρνου είναι στα 1550 μέτρα ψηλά. Ρουφώ με όλη μου την ύπαρξη το καθαρό οξυγόνο αυτού του κόσμου. Έφτασα εδώ πάνω χωρίς να κατεβώ καθόλου από τη σέλλα μου. Αυτό είναι υπέροχο, νιώθω πολύ δυνατός. Το περιβάλλον εδώ είναι τόσο ατίθασο, τόσο άγριο, τόσο καθαρό, τόσο παρθένο. Θαρρώ ότι δεν μπορώ να καταλάβω αν εδώ πάνω ο κόσμος τελειώνει ή αρχίζει.

Ο ασυνήθιστος χώρος φέρνει ασυνήθιστες σκέψεις. Αυτή η άλλη Ελλάδα που ανακαλύπτω ποια είναι; Η δεύτερη ή η πρώτη; Ερημιά. Ο δρόμος άδειος. Ψυχή πουθενά. Ξεκινώ στην κατηφόρα. Κάνει κρύο.

Βρίσκω μια πηγή δίπλα στον δρόμο, αλλά είναι δώρον άδωρο, γιατί το νερό της είναι τόσο κρύο που είναι αδύνατο να πιω. Θα το βάλω όμως στο παγούρι μου, για να το πιω αργότερα.

Σαν από θαύμα, αφήνω τις εικόνες αυτού του κόσμου να ζωγραφίζονται η μια μετά την άλλη στα μάτια, στη μνήμη μου. Μυρωδιές, ήχοι, χρώματα, σχήματα, τοπία μεγάλα και μικρά, απόμερες γωνιές γεμάτες γη και ουρανό. Παρακαταθήκες έξω από τον ανθρώπινο χρόνο, στον χρόνο του κόσμου. Έξω από τον ατομικό χρόνο, στο συλλογικό χρόνο.

Το Πισοδέρι είναι ένα χωριό που θα ταυτίσω εννοιολογικά με την εγκατάλειψη. Από το Αντάρτικο περνώ επίσης βιαστικά, αλλά για άλλο λόγο πια. Γιατί έχω ήδη αντικρύσει από μια στροφή του δρόμου το πανόραμα των λιμνών.

Οι Πρέσπες μού δίνουν από την πρώτη στιγμή να καταλάβω κάτι. Να νοιώσω μεμιάς ό,τι μού αρκεί να γνωρίζω γι΄ αυτόν τον χώρο. Είναι ένας χώρος στον οποίον θα μπορώ να αποσύρομαι όταν θα ζητώ την απόλυτη αφαίρεση, την απόλυτη απόσταση. Οι Πρέσπες είναι ένας παράδεισος για δύο ειδών ανθρώπους: για ζωντανούς νεκρούς και για ζωντανούς.

Ζωντανούς νεκρούς θα δεις αρκετούς. Δυστυχώς. Με τη συνεπικουρία των τελευταίων επιτευγμάτων της τεχνολογίας και με όλο τους το νοικοκυριό, κουβαλούν κάποτε-κάποτε με ένα τροχόσπιτο το σπίτι τους όπου πάνε, επειδή δεν ξέρουν πώς να κάνουν σπίτι τους τον χώρο όπου πηγαίνουν και όπου βρίσκονται. Αυτοί από πουθενά δεν λείπουν, αλλά είναι ένα ευτύχημα που αυτή την εποχή του χρόνου δεν κυκλοφορούν εδώ πολύ.

Μέσα και μετά από την ανθρώπινη απουσία, την ερημία αυτού του χώρου, αισθάνομαι τη βαθειά επαφή με αυτό τον κόσμο. Το ποδήλατο μού δίνει την απέραντη χαρά της άμεσης επαφής, της έκθεσης στα στοιχεία. Για στέγη σου ο ουρανός, για τοίχους έχεις τους ανέμους, τα αγέρια του βουνού, τροφή σου ο πλούτος του δάσους, χαρά σου το τραγούδι, οι ήχοι της φύσης.

Για τα πουλιά της Μικρής Πρέσπας κυρίως είναι που ανακηρύχτηκε η περιοχή Εθνικός Δρυμός. Τα ιπτάμενα πλάσματα είναι ένας από τους λόγους που με έφεραν εδώ. Πριν ξεκινήσω, έμαθα από το πανεπιστήμιο ότι υπάρχει το παρατηρητήριο, όπως επίσης και για τα δύο άτομα που αυτή την εποχή κάνουν μια μελέτη για τα πουλιά. Δεν βρήκα όμως άκρη. Παράδοξο, αλλά περισσότερα μαθαίνεις πριν έρθεις στο χώρο παρά όταν έρθεις, γιατί όταν έρθεις βρίσκεις μόνο εγκατάλειψη. Οι πανεπιστημιακοί κάνουν τη δουλειά τους, αλλά έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ αρνητικές συνθήκες. Σ΄ αυτή τη χώρα οι εθνικοί δρυμοί και τα τοιαύτα απόμειναν μόνο μέσα στην φαντασία μερικών «ρομαντικών» (τι βρισιά κι αυτή!) και στα χαρτιά και τα ψεύτικα λόγια των πολιτικών και των υπόλοιπων ποντικών των τσιμεντουπόλεων.

Καθώς βρίσκομαι τώρα μέσα στον χώρο αυτό, νιώθω τις Πρέσπες μέσα στη σιωπή τους, αφουγκράζομαι επί τόπου. Εδώ μού αποκαλύπτουν οι ίδιες το μυστικό τους. Είναι που μού λένε «Χόρτασε όσο μπορείς! Ευτυχώς που είναι έτσι, φίλε. Γιατί αν οι αχόρταγοι ξεχύνονταν σε κάθε γωνιά, τίποτα δεν θα είχε μείνει ακαταβρόχθιστο. Άφησέ τους αυτούς εκεί να βράσουν στο ζουμί τους κι εσύ ζήσε». Και μόνο που οδηγείς το ποδήλατό σου μέσα σ΄ αυτό το γαλήνιο χώρο, στους άδειους μικρούς δρόμους, χωρίς κανένας απολύτως θόρυβος να μπορεί να σε φτάσει, δημιουργείται μέσα σου ένας καινούργιος χώρος μνήμης. Χαράζεται στην πολύτιμη εύπλαστη πέτρα της ψυχής σου κάτι καινούργιο. Μια αέναη παρουσία, που γνωρίζεις ότι ποτέ σου δεν θα χάσεις, ποτέ δεν θα ξεχάσεις.

Στη Μικρολίμνη, κάθομαι στο καφενεδάκι σε μια ψάθινη καρέκλα, κάτω από μια πρόχειρη στέγη με καλάμια. Ο καφενές είναι κλειστός.

Δεν υπάρχει κανείς κοντά. Το νερό της λίμνης αρχίζει ακριβώς δίπλα μου με ένα φλοίσβο τόσο διακριτικό, που πρέπει να καταβάλεις έστω και μια μικρή προσπάθεια για να τον αντιληφθείς, να συγκεντρωθείς για να ακούσεις το λεπτότατο ήχο. Μια μισοχαλασμένη μπλάβα, μισή μέσα στο νερό μισή έξω, λικνίζεται ελαφρότατα, ανεπαίσθητα.

Στο μακρυνό τέλος της υγρής επιφάνειας σηκώνεται ένα βουνό. Σε τέτοιες στιγμές είναι που δεν ξέρεις ποιον να ευχαριστήσεις που έχεις μάτια και αυτιά. Που έχεις ψυχή. Όποιος δεν βρέθηκε σ΄ αυτή τη ψάθινη καρέκλα στο καφενεδάκι της Μικρολίμνης το μεσημέρι της Παρασκευής της 4ης Οκτωβρίου του 1985, δεν μπορεί να ξέρει τι θα πει γαλήνη.

Σ΄ ένα λιβάδι, αγελάδες βόσκουν το λιγοστό γρασίδι. Μετά την Κούλα, μια σύντομη σκληρή ανηφοριά και μια άλλη κατηφοριά θα αναλάβουν να με οδηγήσουν στους Ψαράδες.

Ψηλά στο διάσελο υπάρχει βέβαια το μοναδικό δάσος με τα κέδρα. Δέντρα που μοιάζουν από μακριά με κυπαρίσσια, αλλά δεν είναι κυπαρίσσια. Είναι μεγάλα κέδρα. Το ύψωμα μάλιστα αυτό ονομάζεται Κεδρώνας.

Ψαράδες. Τι χώρος! ... Κάθομαι στην μικρή αποβάθρα. Δεν είναι μόνο που ξέρω με το μυαλό μου ότι βρίσκομαι στο ακριτικότερο χωριό της Ελλάδας, αλλά ακόμα και αν δεν το ήξερα, αν με έφερναν εδώ με κλειστά μάτια χωρίς να μου πουν πού βρίσκομαι, ίσως άρχιζα να μαντεύω. Υπάρχει λένε μερικοί μια άγνωστη μνήμη μέσα μας, μια ανεξερεύνητη παρακαταθήκη που κρύβει όλη μας τη ζωή. Θα ήξερα πάντως ότι βρίσκομαι σε χώρο που έχει κάτι το πολύ ιδιαίτερο. Η ατμόσφαιρα δεν είναι η ίδια με αυτήν από κανέναν άλλο τόπο. Είναι οι παρθένοι χώροι, αυτοί οι λιγοστοί χώροι που δεν έχουν ακόμα μολυνθεί από το μικρόβιο της κακώς εννοούμενης «προόδου», αυτοί που διατηρούν τη δική τους ταυτότητα. Τη δική τους προσωπικότητα, γνωστή ίσως για κάποιους αλλά και αποκλειστικά δική τους. Πόσο εύχομαι αυτό να κρατήσει για πάντα...

Καμμιά δεκαριά ηλικιωμένοι κάθονται στην προκυμαία μαζί με τον παπά. Έχουν την πλάτη στραμμένη προς το νερό και λένε τα δικά τους. Η γλώσσα τους οπωσδήποτε δεν είναι τα γνωστά ελληνικά. Πιο πέρα κάθεται ένας χοντρός με μούσι, πλάι σε μια μοτοσυκλέτα. Μια γριά μαύρη και καμπουριαστή, φιγούρα απόλυτα ταιριαστή στο χώρο αυτό, διασχίζει αργά το μικρό παραλιακό δρόμο, περιφέρει την ύπαρξή της, σέρνει τα πόδια της σ΄ όλο το μήκος της ακτής. Αργά αργά, η διάβασή της είναι μια μακρόσυρτη ιεροτελεστία.

Ο άγριος ήχος από ένα αλυσοπρίονο έρχεται από κάπου μέσα στο χωριό, ενώ κοντά μου ένας βάτραχος περιοδικά βιάζει τη σιωπή του απογεύματος. Στο πρασινωπό νερό, πηδάει που και που κανένα ψαράκι, με ένα λεπτούτσικο «πλιτς». Η όχθη της λίμνης είναι γεμάτη από γαϊδούρια, άλλα σεργιανίζουν τον τόπο σε μάταιη αναζήτηση κάποιου ίχνους γρασιδιού να φάνε, ενώ άλλα κυνηγιούνται και καβαλλικεύονται.

Πως κυλά ο χρόνος... Τώρα τα βατράχια αρχίζουν ξαφνικά να φωνάζουν όλα μαζί.

Το χωριό δείχνει μισοερειπωμένο, στα χρώματα της γης και της φθοράς ξεδιπλώνεται αμφιθεατρικά στη μικρή πλαγιά. Σε μια μακρυνή γωνιά του κολπίσκου, βλέπω σταματημένο ένα τουριστικό αυτοκίνητο. (Πρόκειται για ξένους, μπορώ να παρηγορηθώ ότι δεν είμαι ο μόνος ξένος αυτή την στιγμή εδώ.)

Κάποιος κάνει αυτό που χρειάζονταν, κάνει τη θαυμάσια κίνηση: παίρνει μια μπλάβα και μπαίνει ήσυχα στο νερό. Τα κουπιά χαρίζουν ένα γλυκό ήχο. Ο γερμένος ήλιος του χρυσίζει τα μαλλιά, το μάγουλο. Και μετά, καθώς στρίβει η βάρκα, το πρόσωπο, τα κουπιά, τους κύκλους στο νερό. Έρχεται και μια άλλη βάρκα με δυο γυναίκες. Έχω μαζί μου φωτογραφική μηχανή δεν θέλω να τη βγάλω έξω! Δεν θέλω να παρεμβληθώ στη στιγμή. Ας πιάσω τώρα τη στιγμή, να την έχω για πάντα μαζί μου, όχι απλά στο φωτογραφικό φιλμ, αλλά μέσα μου - στο φιλμ της ψυχής μου.

Απολαμβάνω το απόγευμα. Κάθομαι στην άκρη της αποβάθρας για πολλήν ώρα και ίσως γι΄ αυτό να ήρθε να μου μιλήσει ένας ντόπιος. Φοράει Nike παπούτσια. Η γλώσσα είναι τα μακεδονίτικα.

Για το βράδυ είμαι κατασκηνωμένος έξω από τον Λαιμό. Αφήνω τη σκηνή και τα πράγματά μου στην κοινή θέα και πηγαίνω μια βόλτα μέσα στο χωριό, μήπως και βρω τρόφιμα. Έχω μια καταπληκτική αίσθηση ότι από κανέναν δεν κινδυνεύω και από τίποτα εδώ.

Σάββατο 5



Ανηφορίζω για τον Άγιο Γερμανό. Βρίσκω επιτέλους κάτι που να τρώγεται: χαλβά και ψωμί! Λοιπόν είναι καταπληκτικό το πόσο δύσκολα βρίσκεις τρόφιμα να αγοράσεις σε τέτοια απόμακρα χωριά. Και ο λόγος είναι πολύ απλός: οι άνθρωποι καλύπτουν τις ανάγκες τους μεταξύ τους και λίγα πράγματα απομένουν που πρέπει να τα αγοράσουν. Έχουν τα ζώα τους, τον κήπο τους... ζουν κοντύτερα στις φυσικές δυνάμεις. Κι έτσι επιτέλους πρέπει να είναι. Πραγματικά, αν χρειάζεσαι κάτι να φας καλύτερα να ρωτήσεις σε σπίτι, μην ψάχνεις για μαγαζί!

Αφήνω το ποδήλατο μόνο του σε έναν ερειπωμένο τοίχο και με τη φωτογραφική μηχανή μαζί μου, ανεβαίνω έναν λόφο. Σε λίγη ώρα θα φτάσω σε ένα σημείο με καλή θέα.

Δίπλα στη λίμνη υπάρχουν περιοχές με καλαμώνες, περιοχές κίτρινες, κόκκινες, καφέ. Ο Άγιος Γερμανός απλώνεται στα πόδια μου, μέσα στο οροπέδιο και από πάνω του υψώνεται ένα γκρίζο, άγριο και κατάξερο βουνό ως την κορυφογραμμή απ΄ όπου αρχίζει η Γιουγκοσλαβία.

Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσες να κάνεις σε έναν τέτοιο κόσμο είναι να βιαστείς. Χωρίς να βιάζομαι, έρχεται μεσημέρι όταν ξεκινώ για Καστοριά. Από την διασταύρωση κοντά στο Αντάρτικο και κάτω, υπάρχει μόνο χωματόδρομος πια.

Βρίσκομαι μέσα σε τέτοια ερημιά, που νομίζω ότι ποτέ μου δεν έχω ξανασυναντήσει στη γη. Ο δρόμος ελίσσεται στενά κατά μήκος μιας κοιλάδας, ανάμεσα σε δασωμένους καταπράσινους όγκους. Οι μόνοι ζωντανοί οργανισμοί, οι μόνοι εκπρόσωποι του ζωντανού κόσμου που υπάρχουν δίπλα μου, είναι τα δέντρα του δάσους.

Τουλάχιστον δυο ώρες περνούν έτσι, δηλ. χωρίς να συναντήσω τίποτα το έμψυχο. Ποδηλατώ ήρεμα και απορροφιέμαι στο περιβάλλον. Από κάπου μακριά στο δάσος, ακούγεται ένα μουγκρητό, θα μπορούσε να είναι π.χ. αγελάδα ή ελάφι.

Ξαφνικά, τελείως αναπάντεχα μέσα σ΄ αυτή την ερημιά, προσπερνώ έναν χωρικό που τραβά με ένα σκοινί επίμονα μια αγελάδα. Τι αστεία σκηνή! Ούτε εγώ λέω τίποτα, ούτε αυτός σε μένα, μόνο σταματά και κοιτά επίμονα. Με κοιτά, και αυτός και η αγελάδα! - τι τους έμελλε να συναντήσουν σήμερα... Κοιταζόμαστε, μέχρι που χάνομαι πίσω από τη στροφή του δρόμου.

Όμως για να συναντήσω άνθρωπο μάλλον θα υπάρχει χωριό κοντά. Στη διασταύρωση για Γάββρο, σταματώ. Ο δρόμος συνεχίζει άσχημος, δεν ξέρω πού μπορεί να νυχτώσω και θα ήταν προτιμότερο να κατασκηνώσω στο χωριό. Θα παίξω κορώνα-γράμματα αν θα μείνω εδώ ή αν θα συνεχίσω. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας γύφτος με όλο του το βιος, άψυχα και έμψυχα. Αγροτικό ντάτσουν. Η καρότσα γεμάτη καρπούζια, η ζυγαριά κρέμεται από πίσω και πηγαίνει πέρα-δώθε ντάγκα-ντούγκα. Μέσα από το παρμπρίζ κρέμονται τόσα χαϊμαλιά, ώστε να του επιτρέπουν να βλέπει στοιχειωδώς πού οδηγεί το αυτοκίνητο. Στη θέση του συνοδηγού κάθεται η συμβία με μερικά κουτσούβελα. Το πόσα είναι άγνωστο, αυτή πάντως δεν χρειάζεται να βλέπει καθόλου και έτσι η δεξιά πλευρά του συνοδηγού είναι γεμάτη από κεφάλια, χέρια, πόδια, ανθρώπους μαλλιά-κουβάρια.

Τελικά, δεν θα διανυκτερεύσω εδώ σ΄ αυτό το χωριό. Πετάμε το ποδήλατο πάνω στα καρπούζια. Επιμένει να μπω και εγώ μπροστά! Όσο αυτός επιμένει τόσο εγώ αρνούμαι! Από την οροφή θέλω να βλέπω το τοπίο φίλε μου...

Επειδή έχει τέντα στο αμάξι, ανεβαίνω στη σχάρα που έχει πάνω από τον ουρανό. Απολαμβάνω τη διαδρομή από ψηλά και κρατιέμαι από όπου μπορώ καθώς τρέχει σα διάβολος! Δεν θα ήθελα να με αδειάσει σε καμμιά στροφή. Θυμάμαι το ανέκδοτο με τη γύφτισσα που φώναξε στον άντρα της να σταματήσουν γιατί έπεσε στη στροφή ένα μικρό κι αυτός της λέει ότι δεν πειράζει, θα φτιάξουν άλλο. Εάν πέσω εγώ θα σταματήσουν;

Στο μεταξύ βέβαια παρατηρώ τα μέρη από όπου περνάμε. Κάπου στον Απόσκεπο τού ζητώ να σταματήσει. Είναι άσφαλτος πια και το πράγμα γίνεται επικίνδυνο με τη μεγάλη ταχύτητα που οδηγεί. Άλλωστε η Καστοριά είναι πια από κάτω μου. Το ποδήλατο έχει σπάσει δυο καρπούζια. Του λέω να τα πληρώσω, αρνείται. Μου δίνει σε μια σακούλα και ένα μισό σπασμένο καρπούζι χωρίς αντίρρηση. Είναι ωραίος.

Η θέα της λίμνης και της Καστοριάς στη δύση είναι αξιόλογη.

Κυριακή 6



Ξυπνώ με θερμοκρασία αέρα 4 βαθ. Κελσίου. Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στην Καστοριά. Βλέπω από μακριά μερικά αρχοντικά και κάνω το γύρο του λόφου του Προφήτη Ηλία. Από έναν τέτοιον τόπο, δεν προλαβαίνεις να δεις πολλά σε λίγες ώρες, έστω και σε μια μόνο μέρα. Θα επανέλθω κάποτε, με περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μου.

Δευτέρα 7



Ξυπνώ σε έναν αγρό, κάτω από τα Σέρβια, με την ένδειξη του θερμομέτρου στους 3,5 βαθμούς.

Όταν ταξιδεύεις με ποδήλατο, διάφορα αναπάντεχα μπορεί να συμβούν οποτεδήποτε. Λίγο μετά τη Λάρισα, αισθάνομαι κούραση, καθώς χθες και προχθές έκανα πολλά και δύσκολα χιλιόμετρα. Θα προτιμούσα λοιπόν ένα ωτοστόπ. Φυσικά κι αν δεν με πάρει κανείς δεν πειράζει καθόλου, απλά θα συνεχίσω με το ποδήλατό μου. Σύντομα όμως κάποιο αυτοκίνητο σταματά. Είναι δυο Αυστριακοί, με ένα σαραβαλάκι κλειστό ημιφορτηγό, που το διασκεύασαν μόνοι τους για διακοπές στο Γκρίχενλαντ. Σκληροροκάδες χίπιδες της παλιάς καλής εποχής.. με ρωτούν αμέσως αν μου αρέσει η ροκ. Φυσικά μου αρέσει, αλλά για κακή μου τύχη είναι από εκείνους που συγκινούνται όχι από τη μουσική αλλά από μια ειδική μορφή θορύβου. Στο μεταξύ αυτός που οδηγεί μάλλον είναι κυκλοθυμικός. Είναι ένας τύπος χοντρός, με φαρδύ τζην με τιράντες, με μούσια και τατουάζ στα χέρια, που όσο γλυκιά φάτσα έχει όταν σου μιλάει τόσο απαίσια γκριμάτσα κατεβάζει όταν ξεστομίζει κάτι ανομολόγητες αναμφίβολα βλαστήμιες στη γλώσσα του σ΄ αυτούς που τον προσπερνάνε κορνάροντας για να κάνει επιτέλους στην άκρη (ευτυχώς που τα γερμανικά μου δεν είναι τόσο καλά για να καταλαβαίνω τι λέει). Το σαράβαλο στερεοφωνικό που ουρλιάζει διάβολε μου έσπασε το κεφάλι... Άσε, δε θα τους ζητήσω να κατέβω, μη με παρεξηγήσουν κι έχουμε κι άλλα...

Πελοπόννησος - Ιούλης του ΄85
Το ταξίδι της συντροφιάς



Ο φίλος ο Μ. δεν έχει ποτέ του ταξιδέψει με ποδήλατο. Καιρός να το κάνει! Αγόρασε πρόσφατα ένα ποδήλατο, με το οποίο αρχίσαμε από καιρό να αθλούμαστε μαζί. Αυτό ήταν μια καλή απασχόληση, ανάμεσα στα άλλα της κοινής μας σε κάποιον βαθμό φοιτητικής ζωής. Το εξοπλίσαμε με σχάρες και σάκκους. Και καλά φρένα, καθώς ο Μιχάλης τα έχει τα κιλάκια του. Έτσι κι αλλιώς βεβαίως είναι απαραίτητο να έχεις καλά φρένα. Πρόκειται για μια αναγκαία συνθήκη ασφάλειας. Αποκτά το ζήτημα των φρένων ειδική σημασία για τη διαδρομή που πρόκειται να κάνουμε. Όταν κατεβαίνεις τις ελλαδίτικες κακοτοπιές με το ποδήλατο φορτωμένο, η κατάσταση δεν σηκώνει αστεία: όταν φρενάρεις πρέπει και να σταματάς!

Δευτέρα 8 Ιουλίου 1985



Εθνική οδός για Αθήνα και Ιούλιος μήνας, ένα πράγμα σημαίνει: κόλαση. Σήμερα θα φτάσω μέχρι το Μώλο. Θα περάσω το βράδυ κοντά στο χωριό. Αυτή είναι η τελευταία φορά που κάνω το λάθος καλοκαίρι καιρό να μην στήσω από την αρχή τη σκηνή μου. Ένας είναι ο λόγος: μισώ τα κουνούπια. Παρόλο που αυτά με αγαπάνε πάρα πολύ, με θεωρούν πολύ νόστιμο.

Τρίτη 9



Πρωί-πρωί μόλις ξεκινώ, μού τυχαίνουν δυο απανωτά λάστιχα (στην πίσω ρόδα που είναι και η δύσκολη περίπτωση) και αχρηστεύονται οι δυο από τις τρεις ρεζέρβες σαμπρέλλες που έχω μαζί μου. Εκπληκτικές συμπτώσεις που έχει η ζωή! Φυσικά δεν πτοούμαι. Μέσα στο Μώλο θα βρω ένα ταλαίπωρο ποδηλατάδικο και θα προμηθευτώ δυο επίσης ταλαίπωρες σαμπρέλλες, δυο φτηνότατα κατασκευάσματα από τον καιρό του Νώε για την κιβωτό μου, για προσωρινή αντικατάσταση των άλλων μέχρι να βρω καλύτερες. Πραγματικά, αυτές τις σαμπρέλλες πρέπει να είχε το ποδήλατο του Νώε.

Σήμερα αρκετά πριν νυχτώσει έφτασα στην Αθήνα. Η μέρα αυτή θα μείνει αξέχαστη για δυο λόγους, πρώτο γιατί έκανα τα περισσότερα χιλιόμετρα που έχω κάνει σε μια μέρα φορτωμένος (δηλαδή 200) και δεύτερο γιατί τα έκανα αυτά χωρίς κανένα πρόβλημα. Το βράδυ δεν ένοιωθα κουρασμένος. Αλλά υπάρχει και τρίτος λόγος: αναθεωρώ την άποψή που είχα μέχρι σήμερα για την αντοχή του νευρικού μου συστήματος! Τα βιβλία λένε ότι το νευρικό σύστημα είναι αυτό που καταπονείται πρώτο, πριν από το μυϊκό σύστημα. Ήμουν το βράδυ ωστόσο και ψυχικά μια χαρά, σώος και αβλαβής, παρόλο που ήταν αυτή η μέρα μια ολοκληρωτική και αποτρόπαιη δοκιμασία, σωματική, ψυχολογική, νευρική. Ο δρόμος ήταν μια καρμανιόλα, με συνεχή θόρυβο και κίνδυνο, έπρεπε να είμαι σε διαρκή εγρήγορση και ετοιμότητα. Διότι ήθελα να φτάσω ζωντανός. (Βρισκόμαστε στο έτος 1985 και στην εθνική οδό Αθηνών-Θεσσαλονίκης.) Ασταμάτητα περνάνε οι νταλίκες σε απόσταση επαφής από τον αγκώνα σου με 80 χιλιόμετρα την ώρα το λιγότερο.

Παρασκευή 12



Ξεκινάμε με τον Μ. πανέτοιμοι. Παράδοξο ίσως, αλλά απολαμβάνω να κυκλοφορώ στην Αθήνα με ποδήλατο. Έχω παρατηρήσει ότι οι οδηγοί με σέβονται στο δρόμο. Σε άλλη πόλη δεν αισθάνομαι πάνω στο ποδήλατό μου τόσο ασφαλής, σού δίνουν χώρο και δεν σε κορνάρουν. Κάποτε ένας Άγγλος φίλος, ταξιδεμένος με ποδήλατο σε πολλές χώρες του κόσμου, μού έλεγε το ίδιο πράγμα γι΄ αυτή την πόλη, χωρίς να παραλείψει να πει για το Λονδίνο ότι εκεί σε χτυπούν εν ψυχρώ και σε παρατάνε στη μέση του δρόμου σα σκυλί.

Στην έξοδο στα δυτικά προάστια είναι τέτοια η ατμοσφαιρική ρύπανση που τα μάτια και η μύτη τρέχουν και τσούζουν! Αυτό είναι το μεγάλο μειονέκτημα, όχι του να κυκλοφορείς με ποδήλατο σ΄ αυτή την πολη αλλά του να ζεις σε αυτή! Εκπληκτικό, η ρύπανση είναι το κάτι άλλο...

Πριν τον Ισθμό συναντάμε έναν ποδηλάτη Βραζιλιάνο! Μικρός ο κόσμος, πράγματι. Το βράδυ φτάνουμε στη Συκιά, λίγο πριν το Ξυλόκαστρο. Η σημερινή μας μέρα είχε κυκλοφορία και θόρυβο, δεν είχε πολύ ενδιαφέρον. Όμως και οι δυο μας πάμε καλά. Το ταξίδι προδιαγράφεται ευχάριστο.

Σάββατο 13



Από την παλιά εθνική οδό πάντα, φτάνουμε στον Ψαθόπυργο. Αυτός ο δρόμος, από την Κόρινθο μέχρι την Πάτρα, είναι από τις γραφικότερες διαδρομές της Ελλάδας και ειδικά της Πελοποννήσου. Περνάς μέσα από χωριά, χωρίς πολλή κίνηση και μέσα σε ένα κατάφυτο περιβάλλον. Περνάς μέσα από αυλές, σπίτια, νιώθεις λες και είσαι στη γειτονιά σου, πορτοκαλιές και λεμονιές, και έχεις στα δεξιά σου μια υπέροχη θάλασσα να σκάει στην ακτή. Έχεις την επιθυμία σε κάθε παραλιούλα να σταματήσεις για να την απολαύσεις.

Κατασκηνώσαμε κάτω από ένα αρχαιότατο ελαιόδεντρο. Δίπλα μας η θάλασσα είναι υπέροχη, είναι να την πιεις στο ποτήρι.

Κυριακή 14



Ο δρόμος από Πάτρα μέχρι Πύργο είναι τεράστιος και ανιαρός. Η σημερινή διαδρομή διαφέρει σημαντικά από τη χθεσινή. Περνάμε τη δοκιμασία της ζέστης σήμερα.

Κατασκηνώνουμε στον Άγιο Ηλία, ανάμεσα στις θίνες. Δεν έχω διάθεση για μπάνιο, έχει αρκετό κόσμο και φασαρία. Ο Μ. το κάνει. Βγαίνει μέσα από το πέλαγος, μπροστά από τον μεγάλο κόκκινο δίσκο του ήλιου που δύει.

Δευτέρα 15



Τα αυτοκίνητα εδώ κάτω λιγοστεύουν. Ο χώρος ησυχάζει. Κι αυτό είναι υπέροχο. Ο ήλιος χτυπά, και ο Μ. θα χρειαστεί την βοήθεια ενός αντιηλιακού.

Το σήμα κατατεθέν της Δυτικής Πελοποννήσου είναι οι μεγάλες παραλίες. Απέραντες, χιλιόμετρα άμμου ανοιγμένα στη θάλασσα. Ποτέ δεν ήμουν φανατικός λάτρης της θάλασσας, προτιμώ τη φύση στο σύνολό της. Ποτέ δεν ήμουν φανατικός λάτρης του μεγάλου, προτιμώ τους ισορροπημένους χώρους. Η Πελοπόννησος στο σύνολό της είναι ένας τέτοιος χώρος. Δεν είναι μόνο το φυσικό περιβάλλον, είναι η ιστορία, είναι ο πολιτισμός, όλα μαζί, δεν ταξιδεύεις περισσότερο από λίγες ώρες με το ποδήλατό σου, μέχρι να βρεθείς στον επόμενο αρχαιολογικό χώρο ή άλλο σημαντικό αξιοθέατο.

Για το βράδυ έχουμε στήσει τη σκηνή μας σε έναν ελαιώνα κοντά στα Φιλιατρά, αφού περιμένουμε ώσπου να βαρεθεί και να κλείσει το στόμα του ο διπλανός σκύλος, για να ησυχάσουν τα αυτιά μας επιτέλους.

Τρίτη 16



Η Πύλος είναι μια ήσυχη κωμόπολη, με μια γραφική παραλία και ιδανική για τα μικροψώνια σου. Στον δρόμο για τη Μεθώνη παρατηρώ έναν ιστό από την αράχνη Araneus diadematus με τεράστιο πλάτος, ίσα με τρία μέτρα και περισσότερο.

Ο Μιχάλης έχει ξαναδεί το κάστρο της Μεθώνης, εγώ όχι. Επειδή περισσότερο φοβάται για τα ποδήλατά μας (κλέψιμο το λέμε εμείς, δεν ξέρω πώς το λένε εδώ), μένει αυτός σε ένα καφενεδάκι μαζί τους κι εγώ επισκέπτομαι με την άνεσή μου το χώρο του κάστρου.

Πριν μπω μέσα, παρατηρώ από απόσταση το κάστρο, σα να προσπαθώ να μπω στη θέση του πορθητή. Φροντίζω και διαβάζω κάτι για τους αρχαιολογικούς χώρους και γενικά παίρνω πληροφορίες για όλα τα χαρακτηριστικά αξιοθέατα και τα σημεία ενδιαφέροντος που θα βρω στο δρόμο μου πριν τα επισκεφτώ. Όσο περισσότερα γνωρίζεις πριν δεις με τα μάτια σου κάτι, όταν βρεθείς στον τόπο εκείνο τόσο περισσότερα έχεις να καταλάβεις. Αυτό είναι κάτι που έχω διαπιστώσει ότι ο Έλληνας κατά κανόνα δεν το κάνει. Το πολύ-πολύ να μπει στον κόπο να θυμηθεί κάτι από εκείνα που άκουσε στην αξιοθρήνητη σχολική τάξη, αλλά αυτά είναι λιγοστά (και σα να μην έφτανε αυτό είναι και παραποιημένα από όλα τα ιδεολογικά στοιχεία που έχουν παρεισφρύσει στην εκπαίδευση).

Πριν ακόμα περάσεις την πύλη αρχίζεις να θυμάσαι. Με-θώ-νη: τι ήχος! από το στόμα στα αυτιά σου τρεις φθόγγοι από τα βάθη των αιώνων - λέξη πανάρχαια, μυθική, κόρη του Οινέα. Για τα πολλά της αμπέλια ο Αγαμέμνονας την υποσχόταν στον Αχιλλέα. Τα πολλά αμπέλια σήμαιναν πολύ κρασί, το πολύ κρασί σήμαινε καλοπέραση, να λοιπόν ένας ακόμα παραδεισένιος τόπος για τους αρχαίους ημών προγόνους. Ανέκαθεν το κρασί ήταν η παρηγοριά της ανθρώπινης μοίρας. Κυνική η ανθρώπινη ιστορία: η πρώτη τεχνολογία που ανέπτυξε ο άνθρωπος ήταν η οινοποιΐα, η τεχνολογία της φυγής. Αυτοί που το ήξεραν αυτό καλά δεν έπιναν τόσο πολύ οι ίδιοι, ήθελαν όμως να έχουν δικό τους έναν τόπο που βγάζει πολύ και καλό κρασί για να το πίνουν οι υπήκοοι για να εξουσιάζονται καλύτερα. Η ανθρώπινη ιστορία είναι η ιστορία της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από άνθρωπο, της βίας, της αρπαγής, του πολέμου.

Από παλιά λοιπόν η Μεθώνη αποτελούσε μήλο της έριδος. Βρίσκεται σε σημείο στρατηγικό, στο απώτατο νοτιοδυτικό άκρο της Πελοποννησιακής γης και αυτή η κακή της τύχη έμελλε να την συνοδεύει πάντα. Η ιστορία αυτής της κωμόπολης ταυτίζεται μπορείς να πεις με την ιστορία αυτού του κάστρου. Αν θέλεις να δεις το παρόν ενός τόπου που επισκέπτεσαι, κοίτα και την ιστορία του λίγο. Από πολύ νωρίς μαρτυρείται οχυρωμένη. Με τη λήξη του δεύτερου μεσσηνιακού πολέμου, οι Μεθωναίοι φυγαδεύονται στην Ιταλία και στη θέση τους οι Σπαρτιάτες εγκαθιστούν Ναυπλιείς. Το 431 την πολιορκούν οι Αθηναίοι και σύμμαχοι, αποτυγχάνουν όμως να την πάρουν χάρη στην επέμβαση του Βρασίδα. Το 369 την «ελευθερώνει» ο Επαμεινώνδας (τα εισαγωγικά απαραίτητα). Το 31 την πολιορκεί και την κυριεύει ο Αγρίπας. Στη ρωμαϊκή εποχή αναπτύσσεται εμπορικά μέχρι που κόβει και δικά της νομίσματα - προνόμια που έδινε η Ρώμη στις πόλεις που ήταν στον αυτοκρατορικό δρόμο των αγαθών που εισέρρεαν από την ανατολή και το νότο. Βυζάντιο: μνημονεύεται μαζί με την Πάτρα ως σημαντική πόλη του Μωριά. Φραγκοκρατία: ο Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος ορμώμενος από τη Μεθώνη υποτάσσει το Μωριά. Το 1209 με τη συμφωνία της Σαπιέντζας παραχωρείται στους Ενετούς, που τη θέλουν προφυλακή τους για την Κρήτη. Φτάνει... Η Σαπιέντζα, ένα απόκρημνο ερημονήσι μπροστά στον όρμο της Μεθώνης, έχει παραχωρηθεί στην ελληνική αεροπορία για πεδίο βολής των αεροπλάνων. Ούτε και σήμερα μπορεί να ησυχάσει.

Σ΄ όλο το μεσαίωνα αποτελεί ναυτικό σταθμό μεταξύ ανατολής και δύσης. Το διαμετακομιστικό εμπόριο φέρνει σε επαφή και επιμιξία όλους τους λαούς της Μεσογείου. Δημιουργείται ένα άκρως ιδιότυπο κοινωνικό-κοσμοπολιτικό καθεστώς, μάλιστα βρέθηκε λέει στα αρχεία της Βενετίας κείμενο συνθήκης από τη Μεθώνη του 1417 μεταξύ Βενετών και Φράγκων γραμμένο στα ελληνικά (δυο γάιδαροι μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα - κι ας ήταν μόνο δυο...). Σε κάτι τέτοια μέρη θα πρέπει να γεννήθηκαν τα φραγκολεβαντίνικα. Στο μεταξύ βέβαια ο τόπος είναι μόνιμος στόχος των Σαρακηνών και Αράβων και όλων των υπόλοιπων πειρατών, που την τιμούν με τις συχνές επισκέψεις τους.

Τα κάστρα είναι χώροι δυνατοί. Αποκαλύπτουν τα τρομερά ένστικτα του ανθρώπινου πλάσματος, της επιθετικότητας και της αυτοσυντήρησης, στην πιο κραυγαλέα και βίαιη εκδοχή τους. Αναστατώνεσαι, παρατηρείς τον κόσμο της πέτρας και οσφραίνεσαι την ανθρώπινη ιστορία, το ανθρώπινο κρέας, την ανθρώπινη μοίρα. Και θυμάσαι εκείνη την τρομερή ρήση που λέει ότι δυο είναι τα πολύτιμα μέταλλα του κόσμου και μάλιστα με την ίδια αξία: το χρυσάφι και το μολύβι.

Το 1293 οι Βενετοί ενισχύουν σημαντικά το φρούριο, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, με αφορμή τον ανταγωνισμό τους με τους Γενοβέζους. 9 Αυγούστου του 1500: μετά από λυσσαλέα πολιορκία 100.000 Τούρκων με 500 κανόνια (φαντάσου πόσο πολύτιμο μολύβι ξοδεύτηκε) πέφτει στα χέρια του Βαγιαζήτ. Αυτός διατάζει να στηθούν δυο πύργοι με τα κεφάλια των αρσενικών άνω των δέκα χρόνων. (Θεέ φαντασία που έδωσες στο Homo sapiens!) Τα γυναικόπαιδα πουλιούνται σκλάβοι (το χρυσάφι που αποκτήθηκε ήταν περισσότερο;). Στα μέσα του ίδιου αιώνα πέφτει στα χέρια των Ιπποτών της Μάλτας. (Αυτοί μήπως φέρθηκαν πιο ιπποτικά;) 1686: Ο Φραγκίσκος Μοροζίνι, απόγονος του ιταλοποιημένου Εβραίου Ντομένικο Μοροζίν (που τού είχαν κολλήσει το παρατσούκλι «terror graecorum», τρόμος των Ελλήνων) ένα περίπου χρόνο πριν τη μέρα που βομβάρδισε και λεηλάτησε τον Παρθενώνα μοσχοπουλώντας στη δύση ό,τι πρόλαβε, την εκπορθεί και πάλι για λογαριασμό των Ενετών. Και πάμε στις 16 Αυγούστου του 1715: την ξαναπαίρνουν οι Τούρκοι. 1767: από τη Μεθώνη αναχωρούν λέει οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες της Αμερικής. (Τους φουκαράδες! Μάλλον άργησαν.) 1770: από τις 29 Απρίλη μέχρι τις 17 του Μάη, στα Ορλωφικά, πολιορκείται σκληρά από Έλληνες, Ρώσους και άλλους αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Μετά το τέλος της πολιορκίας οι Τούρκοι πυρπολούν την πόλη (βγάλανε το άχτι τους οι καημένοι). 1821: με την έναρξη της Επανάστασης, για πέντε ολόκληρους μήνες αντιστέκεται πεισματικά στην πολιορκία Ελλήνων. Ασύντακτοι και άπειροι στρατιωτικά οι δεύτεροι, εξαναγκάζουν όμως τους υπερασπιστές σε εφιαλτικές μέρες λόγω έλλειψης εφοδίων. (Φρίκη! Πρέπει να οσφρανθείς αυτόν τον χώρο για να καταλάβεις τι σημαίνει αυτό.) Φεβρουάριος του 1825: αποβιβάζεται ο Ιμπραήμ με 5.000 Αιγύπτιους και 400 καβαλλάρηδες και την κάνει ορμητήριό του για την επέλασή του στην Πελοπόννησο. Στις 30 Απρίλη ο Μιαούλης πυρπολεί 28 από τα πλοία του, αγκυροβολημένα στον όρμο (ώστε καίγεται και η θάλασσα). Αύγουστος του 1828: από τη στρατιά του Μαιζόν απελευθερώνεται, ανοικοδομείται, εποικίζεται από λαούς και φυλές. Στην Κατοχή, οχυρώνεται από τους Ιταλούς για επικείμενη απόβαση των Συμμάχων. Δεκέμβρης του ΄41: οι Άγγλοι καταστρέφουν ιταλικό πλοίο με 3000 αιχμαλώτους, Άγγλους, Αυστραλούς, Νεοζηλανδούς και Μαύρους. («Ποιος ρωτάει τους αιχμαλώτους;») Οι Γερμανοί κατασκευάζουν μεγάλο σταθμό ασυρμάτου για της επικοινωνίες στη Μεσόγειο που καταστρέφεται το καλοκαίρι του ΄44 από αγγλική αεροπορική επιδρομή.

Βρε παιδί μου τι ιστορία...

Περιπλανιέσαι στους λαβύρινθους των προμαχώνων, σύγχρονος πορθητής λες που πασχίζει να κατακτήσει τα μυστικά του ανθρώπινου χρόνου. Οι σκοτεινές υπόγειες στοές διαδέχονται τοίχους από λιοψημένους πωρόλιθους που ορθώνονται ίσα ψηλά για να εφοδιάσουν τα έγκατα με κάθετες δέσμες από κυρίαρχο μεσογειακό φως. Βασίλειο της πέτρας, πέτρας που χτίστηκε για να ξεκόψει τον μέσα κόσμο από τον έξω. Της αιώνιας πέτρας, εκείνης που λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα από δω ξέκοβε τους μυκηναίους δυνάστες από το λαό με ανάλογο τρόπο. Έναν κόσμο οριοθετημένο από καινούργια κυκλώπεια τείχη, ασάλευτους ογκόλιθους, σιωπηλούς και διαχρονικούς μάρτυρες των αμέτρητων ζωών που είδαν να χάνονται και της καμμιάς ίσως που δεν είδαν να γεννιέται. Αλλά να! σε μια σχισμάδα του χώρου και του χρόνου, μια νέα ύπαρξη φυτοζωεί με το ελάχιστο χώμα και τον άπλετο ήλιο. Ένα άσπρο λουλούδι, ένα λουλούδι παράξενο που ποτέ μου δεν έχω ξαναδεί. Θα είναι κάποιο ενδημικό είδος. Τέτοιοι χαρακτηριστικοί χώροι με ιδιαίτερο κλίμα έχουν ενδημικά είδη. Αυτή η ευλογημένη χώρα είναι ένας μεσογειακός τόπος, ο γεωγραφικός χώρος είναι κατατμημένος σε πολλές γωνιές με ιδιαίτερο περιβάλλον κι αυτό διαφοροποιεί τα είδη. Προσπαθώ να βρω την κατάλληλη γωνία για να το φωτογραφήσω και δεν προσέχω την παρέα που με παρακολουθεί. Παραμερίζω για να περάσουν από τη στενή δίοδο, αυτοί όμως δεν περνούν. Τα γερμανικά μου με βοηθούν. «Περιμένουμε να φωτογραφίσετε». Παίρνω μια εικόνα βιαστικά και σηκώνομαι. Όμως κόβει αυτή το λουλούδι και το δίνει στον αγαπημένο της! Όταν ρωτώ γιατί το έκοψε, μού απαντά με μια ερώτηση, με την πιο φυσική και ευγενική απορία του κόσμου: «μάς συγχωρείτε! είναι η περιοχή δική Σας;». Αχχ... σε τι γλώσσα να συνεννοηθείς με βάρβαρους;

Ταξιδεύοντας στην ιστορία, ταξιδεύεις στο χρόνο. Οι επάλξεις αποπνέουν μια ζέστη από τον ήλιο που έχει επιτελέσει και σήμερα στο ακέραιο το σημερινό του καθήκον. Στο βάθος θα αρχίσει η ιεροτελεστία του σούρουπου. Στιγμή τη στιγμή βυθίζεται ο δίσκος στο υγρό χάος. Κάπως έτσι θα κιαλάριζαν την απεραντωσύνη σε άλλους αιώνες οι εκάστοτε θαμώνες του κάστρου, με αγωνία μήπως διακρίνουν τα πανιά των καινούργιων επίδοξων κατακτητών. Έχοντας ευνοηθεί προσωρινά από τη μοίρα του κατακτητή, ώφειλαν να ξέρουν πως μια μέρα θα δοκίμαζαν κι αυτοί με τη σειρά τους και τη μοίρα του κατακτημένου. «Vae victis» έλεγαν οι Ρωμαίοι - ουαί τοις ηττημένοις. Προσπαθούσαν να ξεχάσουν πως τα νεκροταφεία είναι και για τους νικητές.

Αμείλικτος που είναι ο χρόνος, το παιχνίδι της μοίρας δεν έχει αλλάξει. Συνεχίζεται και σήμερα. Οι πορθητές μόνο είναι αυτοί που έχουν αλλάξει. Προσάρμοσαν τις μεθόδους τους στις απαιτήσεις των καιρών. Όλων των φυλών και φύλων, όπως παλιά. Κάθε καρυδιάς καρύδι. Οι ορδές τους τώρα καταφθάνουν από τη στεριά, με πιο ασφαλείς μεθόδους, από την αντίθετη κατεύθυνση, από τα βορειοανατολικά. Χωρίς καν μάχη και απώλειες, περνούν ανενόχλητοι από την κεντρική πύλη και χωρίς εισιτήριο - μήπως αυτό και στο μέλλον αν συμβεί άραγε κάποτε πρόκειται να τους σταματήσει; Αγουροξυπνημένοι, φρεσκαρισμένοι, αρωματισμένοι κατ΄ ευθείαν από το δωμάτιο του πολυτελούς ξενοδοχείου, διασχίζουν τον προμαχώνα Bembo ή Loredan - όποιον από τους δυο προτιμούν πρώτο. Και αφού κατοπτεύσουν όλα τα μονοπατάκια και τις γωνιές τις γλειμμένες από τις πατούσες των προηγούμενων κατακτητών, απολαύσουν ίσως και μια (ιδιάζουσα και ενδιαφέρουσα λόγω της ιδιαιτερότητας του χώρου) αφόδευση σε ένα ανεπανάληπτο μεσαιωνικό σκηνικό (συνήθεια που δεν κατορθώνει να διαφύγει από μια στοιχειωδώς ευαίσθητη μύτη) είναι σίγουρο στη συνέχεια ότι θα φτάσουν μέχρι το τέρμα κάτω, μέχρι το Μπούρτζι, τον τουρκικό οκταγωνικό πύργο. Οι πολεμικές τους ιαχές είναι επίσης διαφορετικές, από ένα ηρεμότατο «μάς συγχωρείτε! είναι η περιοχή δική Σας;» μέχρι εκείνο το τρομακτικό ξελαρύγγιασμα που συχνά ακούει κανείς σε δημόσιους χώρους σ΄ αυτή τη χώρα «Γιωργάκη πρόσεχε θα πέσεις και θα σε σπάσω στο ξύλο!» Δε φτάνει που έπεσε ο μικρός, πρέπει να φάει και ξύλο. Όσο για τα όπλα τους, είναι κι αυτά σύγχρονα. Κρεμασμένα στο λαιμό τους προτάσσουν όλα τα τελευταία επιτεύγματα της τεχνολογίας στα 35 μιλιμέτρ, με φακούς όλων των διαμετρημάτων. Τραβούν τη φωτογραφία και φεύγουν, χωρίς να χαρίσουν ούτε για ένα λεπτό της ώρας τα μάτια τους σε αυτό που φωτογράφισαν, βιαστικοί να καταναλώσουν το επόμενο.

Τα χρώματα μετατοπίζονται στα μεγάλα μήκη κύματος, κίτρινα, πορτοκαλιά κόκκινα. Μια δυνατή μπουκαδούρα κάνει το δέρμα μου να ανατριχιάζει. Ο Παυσανίας ήδη στα «Μεσσηνιακά» του λέει ότι ο ένας από τους δυο ναούς στην πόλη ήταν της Ανεμώτιδος Αθηνάς. Προλαβαίνω να φουσκώσω τα στήθη μου με τη φρεσκάδα αυτού του πελάγους. Η τύχη της Μεθώνης φαίνεται ότι θα την συνοδεύει πάντα. Έρχεται το σκοτάδι και θα κρύψει κάθε έπαλξη, κάθε προμαχώνα, κάθε αρχαίο πωρόλιθο, κάθε λουλουδάκι που τυχόν φυτοζωεί ακόμα εκεί μέσα σε κάποια σχισμάδα. Ως κι εκείνο που δεν πρόλαβα να φωτογραφήσω, ποιος ξέρει σε ποιο κάλαθο αχρήστων. Τα ανθρώπινα στίφη εισρέουν χωρίς καμμιά τάξη, χωρίς καμμιά προοπτική, χωρίς καμμιά «τουριστική πολιτική», χωρίς καμμιά λογική. Ο τόπος αυτός - ας ήταν ο μόνος - υποφέρει, παραπαίοντας ανάμεσα στο παρελθόν του και το μέλλον του. Αλλά ποιος ρωτάει τους αιχμαλώτους;

Πάμε, να ξεφύγουμε από τους κατακτητές, Μιχάλη! Αποφασίζουμε να φτάσουμε για βράδυ στον Φοινικούντα και φτάνουμε εκεί λίγο αργά και με κάποια κούραση, γιατί ο χάρτης συνέβη να έχει τα χιλιόμετρα λιγότερα από λάθος. Μια από τις λίγες περιπτώσεις που ο χάρτης μου κάνει λάθος.

Τετάρτη 17



Τι θαύμα να ξυπνάς στην έρημη απέραντη παραλία του Φοινικούντα! Η χρυσή άμμος παίρνει και δίνει χρώμα στο πρώτο φως του ήλιου.

Στο λεπτό φλοίσβο, στην άκρη του νερού βρέχω το πρόσωπό μου με θάλασσα, νιώθω την υπέροχη αρμύρα να μού χαιδεύει τα μάγουλα. Δεν μπορώ να μην καρφώσω το βλέμμα στο βάθος αυτού του πελάγους, να θυμηθώ αυτή τη θάλασσα του ποιητή, του Νίκου Καββαδία. Λόγια διατρέχουν τη ραχοκοκκαλιά μου:

Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό
στάλα τη στάλα συναγμένο απ΄ το κορμί σου
σε τάσι αρχαίο μπακιρένιο αλγερινό
που κοινωνούσαν πειρατές πριν πολεμήσουν.


Όχι, όχι, αυτό το πήδημα στο χρόνο δεν είναι δυνατό να το αποφύγω! Βρέθηκα στο ίδιο μέρος το 1992 και ο τόπος είχε τόσο αλλάξει, που ρώτησα για να βεβαιωθώ αν βρίσκομαι πράγματι στον «Φοινικούντα»! Πόσο εύχομαι ακόμα να μού είπαν ψέμματα! Γύρω μου υπήρχε ένα τσιμεντένιο χωριό! Τσιμεντένιες παράγκες - προς τέρψιν όλων των ιδανικών κι ανάξιων εραστών των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων.

Αυτή η μέρα, η Τετάρτη 17 Ιουλίου 1985, πρόκειται να μείνει στη μνήμη μου σαν ένα ορόσημο της καταστροφής αυτής της χώρας από τον άναρχο τουρισμό.

Τότε που ταξίδευα, με ενδιέφερε να ζω τις στιγμές του ταξιδιού μου με όλη τους την ένταση, και συνήθως δεν κουβαλούσα μαζί μου φωτογραφική μηχανή. Αν τότε εκείνη τη μέρα ήξερα το μέλλον, θα τραβούσα μια φωτογραφία της παραλίας του Φοινικούντα. Θα ήταν εκείνη μια φωτογραφία που θα έγραφε ιστορία. Θα ήταν μία εικόνα που θα άφηνε τη μνήμη της παραλίας του Φοικινούντα στην «αιωνιότητα».

...

Απίστευτο, αλλά το βράδυ απόψε θα κοιμηθούμε σε κρεββάτι. Στην Καλαμάτα, στο σπίτι κάποιων συγγενών του Μιχάλη. Νοιώθω άβολα σ΄ αυτό το κρεββάτι. Έχω συνηθίσει πια τον ύπνο πάνω στη γη, έξω στη γη. Αναπαυτικό κρεββάτι ίσον κακό κρεββάτι!

Πέμπτη 18



Στη Μάνη, βρισκόμαστε στον τόπο που γεννήθηκε ο φίλος μου. Μπορώ να διακρίνω τη χαρά του που βρίσκεται στον πρώτο του τόπο και με αυτόν τον τρόπο. Κατεβαίνει από τη σέλλα, προχωρεί με τα πόδια. Σήμερα υπάρχει κάποια κούραση για τον άπειρο φίλο μου, και θα περάσουμε το βράδυ στην Πλάτσα. Ένα χωριό ολοπέτρινο, μικρό, ήσυχο, γραφικό. Υπέροχα ασήμαντο, στοιχειωμένο με λιγοστές ηλικιωμένες ανθρώπινες φιγούρες.

Ο ήλιος δύει κόκκινος πάνω από δυο πέτρινες σκεπές και το υγρό χάος της Μεσόγειος, της πρώτης θάλασσας του κόσμου μας.

Παρασκευή 19



Σήμερα δεν έχουμε καμία σπουδαία ανηφόρα κι αυτό θα βοηθήσει τον Μιχάλη. Στο Γύθειο, τρώμε για μεσημέρι σε ένα συγγενικό του σπίτι. Σε μερικά χωριά και σε άλλα σημεία της περιοχής αυτής, συναντάμε κι άλλους συγγενείς και φίλους. Υπέροχο να συναντάς ανθρώπους ταξιδεύοντας με ποδήλατο: είναι ένα μέσο με το οποίο αξιωματικά θα έλεγε κανείς κερδίζεις τη συμπάθεια των άλλων.

Σάββατο 20



Σήμερα δεν θα κάνουμε πολλά χιλιόμετρα. Πηγαίνουμε στην ωραία Μονεμβασιά. Απολαμβάνουμε ένα μπάνιο σε μια υπέροχη θάλασσα κάτω από το κάστρο της.

Κυριακή 21



Στο Γεράκι, πηγαίνουμε σε έναν παλαιό ναό με παμπάλαιες τοιχογραφίες. Ο Μιχάλης γνωρίζει αρκετά τα μέρη αυτά. Πρόκειται για κάτι μέρη θαρρείς εξωτικά, με διάφορα σημεία ενδιαφέροντος κρυμμένα εδώ κι εκεί, εκεί που δεν θα περίμενες τίποτα. Σημάδια ανθρώπινης παρουσίας σπαρμένα στο πουθενά.

Στην αρχή της ανηφόρας για τον Κοσμά, υπάρχει εκεί μια διασταύρωση. Έχουμε τη διάθεση να περιμένουμε για πολύ, μέχρι να μας πάρει κάποιος για πάνω. Ο λόγος ένας: το λιοπύρι.

Θεέ μου τι ήλιος! Ο φίλος μου γνωρίζω ότι δεν είναι σε θέση να ποδηλατίσει στην ανηφόρα και τον παλιόδρομο κάτω από τις παρούσες συνθήκες. Αλλά ακόμα και εγώ πρέπει να καταβάλω προσπάθεια. Είναι δύσκολο να περιγραφεί αυτό που συμβαίνει εδώ, να περιγραφούν οι καιρικές συνθήκες αυτό το μεσημέρι σ΄ αυτόν τον τόπο. Πολλή ζέστη. Πραγματική δοκιμασία για έναν ποδηλάτη.

Ξεδιπλώνουμε ένα φύλλο αλουμινίου και το κρατάμε πάνω από τα κεφάλια μας. Το πήρα μαζί μου χαριστικά, μιας και είναι κάτι που ποτέ μου μέχρι τώρα δεν έτυχε να χρησιμοποιήσω. Και να που τώρα χρειάστηκε! Βρισκόμαστε σε μια μικρή κόλαση. Μπορείς φυσικά να ζήσεις, αλλά χρειάζεται προσοχή.

Περνούν δυο ποδηλάτες. Γάλλοι είναι, έρχονται από αλλού και πάνε για αλλού. Με ρωτούν αν έχω ακτινολόγο και μού ζητούν να τούς φτιάξω μια ρόδα. Η πισινή ρόδα του ενός είναι θεόστραβη και με σπασμένες ακτίνες, σε κακά χάλια. Τα χάλια τους έχουν γενικώς. Είναι πολύ ταλαίπωροι και βρωμιάρηδες, είναι για λύπηση. Του φτιάχνω την ρόδα όπως-όπως και του λέω ότι μόλις φτάσει στη Σπάρτη πρέπει να πάρει άλλη ρόδα, αν δεν θέλει να μείνει οπουδήποτε. (Νομίζω ότι όσες φορές έχω συναντήσει Γάλλους, τους έχω λυπηθεί.) Για δυο ολόκληρες ώρες δεν περνά κανείς άλλος σχεδόν. Ούτε με αυτοκίνητο δεν ταξιδεύει ο κόσμος με τέτοιες συνθήκες... (Παρένθεση στο χρόνο πάλι: δεν κυκλοφόρησαν ακόμα αυτοκίνητα με αιρ-κοντίσιον.)

Αναγκαζόμαστε να ξεκινήσουμε σιγά-σιγά με τα ποδήλατα στην ανηφόρα για Κοσμά, γιατί κανείς δεν περνά. Σε λίγα χιλιόμετρα όμως ο Μιχάλης πατάει γη, δεν μπορεί άλλο. Το νερό μας έχει τελειώσει, δεν έμεινε στάλα στα παγούρια μας. Ο ιδρώτας τρέχει ποτάμι, καταναλώνει κανείς κιλά νερού κάτω από τέτοιες συνθήκες. Ο προσήλιος τόπος είναι ένας φούρνος. Ένας βοσκός εμφανίζεται ξαφνικά σαν από μηχανής θεός. Και έχει κάτι εξαιρετικά σημαντικό να μάς πει. Μάς φέρνει το καλύτερο ευαγγέλιο καταμεσής στην πύρινη κόλαση: κάπου εκεί μέσα στους θάμνους (τρέχα γύρευε τώρα αν περιμένεις να συνεννοηθείς για τέτοιες λεπτομέρειες) υπάρχει ένα... πηγάδι!

Αφήνω τον Μιχάλη στην άκρη του δρόμου κάτω από το μικρό ίσκιο ενός πουρναριού, παίρνω στα χέρια το πλαστικό δοχείο νερού (αυτό χωρά αρκετό νερό) και βάζω σε ενέργεια τις... ανιχνευτικές μου ικανότητες. Βρίσκω μετά από ώρα επιτέλους το πηγάδι, κρυμμένο μέσα στο θαμνότοπο. Είναι καταμεσής στον χειρότερο ξερότοπο του κόσμου αλλά έχει το ωραιότερο νερό του κόσμου. Καταπληκτικό μυστήριο! Πώς αυτό το νερό είναι τόσο υπέροχο; Ίσως είναι η δίψα που το κάνει τέτοιο. Αλλά δεν είναι μόνο η δίψα, αυτό το δροσερό νερό πραγματικά είναι υπέροχο! Βγάζω από το πηγάδι με τον κουβά και χύνω το νερό πάνω μου ουρλιάζοντας από ευχαρίστηση.

Επιστρέφω θριαμβευτικά με μπόλικο νερό να σώσω και τον Μιχάλη. Τα λαρύγγια μας καταβροχθίζουν ικανές ποσότητες.

Σε κάποια στιγμή περνά ένα αγροτικό και μάς παίρνει για πάνω. Στα γρήγορα πετάμε στην καρότσα τα ποδήλατα, ανεβαίνουμε κι εμείς. Αυτός ο τρελλάρας οδηγεί γρήγορα στον κατσικόδρομο, λες και θέλει να διαλύσει το αυτοκίνητό του. Μαζί με τα ποδήλατα χοροπηδάμε στην καρότσα σαν τρελοί.

Στον Κοσμά, ανασαίνουμε επιτέλους ελεύθερα καθαρό οξυγόνο και πίνουμε καθαρό δροσερό νερό. Ένα επίσης υπέροχο νερό, γιατί πρέπει να καλύψουμε τα ελλείμματα, το υδατικό μας ισοζύγιο.

Για το βράδυ θα αποζημιωθούμε, θα στήσουμε τη σκηνή μας σε ένα το υπέροχο οροπεδιάκι, κάτω από τα έλατα. Τι δροσιά! Υπέροχη βουνίσια δροσιά. Βρισκόμαστε βλέπεις σε υψόμετρο 1200 μέτρα. Το ελατόδασος είναι υπέροχο. Επίσης υπέροχο είναι μετά από την προσπάθεια όλης της μέρας, να μυρίζουμε το φαγητό μας που βράζει στο κατσαρολάκι. Ακόμα κι αν είναι απλές πατάτες... οι συνθήκες είναι που τα κάνουν όλα τόσο όμορφα.

Δευτέρα 22



Μαζεύουμε τα πράγματά μας και βγαίνουμε στην άσφαλτο, στην υπέροχη πρωινή δροσιά και έτοιμοι για την κατάβαση. Καθώς ξεκινάμε, περνά ένα γερμανικό αυτοκίνητο προς τα πάνω και ο οδηγός φωνάζει με αστείο τρόπο «you ΄ve got good brakes, hey?»

Η κατάβαση ως το Λεωνίδι είναι συναρπαστική. Το τοπίο αυτό έχω την ευκαιρία να το απολαύσω αυτή τη φορά κατεβαίνοντας. Τα φρένα μας αποδεικνύονται πραγματικά καλά, όπως και ο γερμανός δικαίως αναρρωτήθηκε. Οι ζάντες καίνε από την τριβή τόσο πολύ, που δεν μπορείς καλά καλά να τις πιάσεις με το χέρι. Χωρίς καλά φρένα εδώ, μάλλον θα είχαμε ένα μεγάλο προβληματάκι.

Η σκηνή μας αυτό το βράδυ στήνεται κοντά στον Άγιο Ανδρέα, μέσα σ΄ έναν ελαιώνα. Μια γυναίκα βγαίνει από μια διπλανή παράγκα με κότες και μάς χαρίζει αυγά. Τι ανθρώπινη κίνηση! Τα βράζουμε καλά πριν τα φάμε.

Τρίτη 23



Μετά από μια επίσκεψη στο γραφικό Ναύπλιο, αργά το μεσημέρι στον σταθμό του Άργους περιμένουμε το τραίνο για την Αθήνα. Οπωσδήποτε δεν ξανακάνουμε το λάθος να περάσουμε από τη ρύπανση των δυτικών προαστίων - αυτά τα λάθη δεν πρέπει, δεν επιτρέπεται να τα κάνει κανείς δυο φορές! Μια φορά την πατήσαμε. Ένα ωραίο ταξίδι δεν πρέπει να τελειώνει ποτέ με τόσο άσχημο τρόπο.

Ένας Δανός, ένα πανύψηλο ξανθό θηρίο μέχρι πάνω, έχει πολύ πλάκα. Για να πηγαίνουμε λέει εμείς με το ποδήλατο, θα τρώμε πολύ βούτυρο, έτσι δεν είναι; Να ένας βόρειος που δεν προσαρμόστηκε στη Μεσόγειο! Φιλαράκο, εδώ κάνεις μεσογειακή διατροφή! Μας παίρνει στην άκρη του σταθμού, γιατί θέλει λέει κάτι να μας δείξει. Μας δείχνει πάνω στις ράγες χαραγμένο στη σιδεροτροχιά έναν αριθμό, ένα έτος κατασκευής: 1874!

Δεν ξέρουμε κατά πόσο θα μάς ενοχλούσε να τελειώσει το ταξίδι μας αυτό σε ένα τραίνο του 1874! Αρκεί να τελειώσει εκεί που πρέπει – δηλ. στο σιδηροδρομικό σταθμό της Αθήνας κι όχι σε κανένα νοσοκομείο ή νεκροταφείο.