Στη χειμωνιάτικη Πελοπόννησο
Δεκέμβρης του ΄88



Η ιδανική εποχή να ταξιδέψεις στην Ελλάδα είναι η άνοιξη. Η θερμοκρασία βρίσκεται σε μια μέση κατάσταση, δηλ. δεν έχεις να αντιμετωπίσεις ούτε το χειμωνιάτικο κρύο και τη βροχή ούτε το καλοκαιρινό λιοπύρι. Και βέβαια η φύση τότε βρίσκεται στο μεγάλο της συναρπαστικό ξύπνημα. Ακολουθεί το φθινόπωρο, όπου με τη θερμοκρασία συμβαίνει ας πούμε το ίδιο. Μερικοί θεωρούν ότι το φθινόπωρο βρίσκεται η φύση στις μεγάλες ομορφιές της. Δεν μπορώ να τα συγκρίνω. Τα βρίσκω δύο διαφορετικά πράγματα. Και πιστεύω ότι δεν χρειάζεται να γίνονται τέτοιες συγκρίσεις. Έχω ταξιδέψει όλες τις εποχές και ξέρω ότι η κάθε εποχή έχει το δικό της μεγαλείο. Η άνοιξη, η εποχή των χυμών, προσφέρει τις δυνάμεις της ανανέωσης, του οργασμού. Το φθινόπωρο προσφέρει τη γαλήνη και τη σοφία, την ξεκούραση μετά τη δοκιμασία του καλοκαιριού. Και τα δυο σ΄ αυτό τον τόπο είναι υπέροχα. Αν είναι να διαλέξω ένα από τα δυο, προτιμώ και τα δυο.

Η άνοιξη είναι η εποχή της ανανέωσης, το καλοκαίρι η εποχή της φυσικής δοκιμασίας, το φθινόπωρο η εποχή της ψυχικής ανανέωσης, ο χειμώνας η εποχή της αυτοσυντήρησης, της μνήμης του εαυτού. Για να τα νιώσεις θέλει επαφή με τη φύση, με τους φυσικούς κύκλους της ζωής. Εδώ υπάρχει πρόβλημα, όταν ο άνθρωπος ξεκόβει από τις φυσικές δυνάμεις. Χρησιμοποιούν τη λέξη «κακοκαιρία», ως εξέλιξη του αρχαίου όρου «χειμών». Μπορεί να είναι ο καιρός κακός; Τι το κακό μπορεί ο καιρός να έχει; Όταν οι άνθρωποι θεωρούν ότι κάτι δεν τους εξυπηρετεί, τού αποδίδουν την ιδιότητα του «κακού». Στα ημερολόγια αρχαίων λαών η αρχή της άνοιξης συνέπιπτε με την αρχή του νέου χρόνου, πράγμα που συνεπάγονταν ότι κατά μία έννοια στην εναλλαγή των εποχών ο χειμώνας έρχονταν «τελευταίος». Αλλά έχει τη δική του σοφία, το δικό του μερίδιο. Είναι η εποχή της ύφεσης, το τέλος ενός κύκλου που προμηνάει την αρχή. Η στιγμή της ύφεσης για τον πληθυσμό, αλλά της ολοκλήρωσης για το άτομο.

...

Το τραίνο με αφήνει στην Κόρινθο. Κατασκηνώνω σε μία βρύση με φρέσκο νερό. Ζω τον απόλυτο χειμώνα. Σ΄ αυτό το ταξίδι μου θέλω να ξεκουραστώ. Θα διασχίσω την κεντρική ορεινή Πελοπόννησο. Είναι η πρώτη φορά που κάνω ένα σοβαρό ταξίδι τον χειμώνα και διάλεξα την Πελοπόννησο, δηλαδή τον ελληνικό νότο, εκεί όπου υποτίθεται ότι ο χειμώνας είναι σχετικά ήπιος. (Ποιος το είπε αυτό; Το κρύο που πρόκειται να συναντήσω θα με κάνει να αναθεωρήσω αυτό τον ισχυρισμό!)

Έχω χαράξει ένα δρομολόγιο ώστε να βλέπω όσο γίνεται λιγότερο θάλασσα. Οι Έλληνες αποδίδουν κεντρική σημασία στη θάλασσα. Όσες φορές διασχίζω ηπειρωτική χώρα, νομίζω ότι βρίσκομαι σε μακρινά μέρη, έξω από το βεληνεκές της φυλής μου. Αυτό το συναίσθημα του καινούργιου επιτείνεται από το γεγονός ότι δεν έχω ξαναπεράσει από την διαδρομή που πρόκειται να κάνω. Επίσης, ο χειμώνας είναι εποχή ξεκούρασης. Δεν συναντάς ξένους, κίνηση, συναντάς μόνη και ανενόχλητη τη φύση, την εποχή της ύφεσης, της ησυχίας, της σιωπής. Το κρύο σε στρέφει προς τα μέσα, προσέχεις τον εαυτό σου ελέγχοντας τη δράση στο ελάχιστο. Προσπαθείς να αντισταθμίσεις την θερμοκρασία του εξωτερικού περιβάλλοντος με τη θερμοκρασία του εσωτερικού περιβάλλοντος. Με τη θερμοκρασία της ψυχής σου.

Θυμάμαι δυο στιγμές από ένα βιβλίο, το «Ελληνικό Καλοκαίρι» του Λακαριέρ. Η πρώτη στιγμή ήταν όταν γύρισα το εξώφυλλο: «ρίζες - δεν πρέπει να συγχέουμε τα βιβλία που διαβάζουμε ταξιδεύοντας μ΄ εκείνα που μάς ταξιδεύουν. Andre Breton.» Η δεύτερη στιγμή ήταν όταν έκλεισα το οπισθόφυλλο, τελειώνοντας, κι η ματιά μου έπεσε πάλι στον τίτλο του βιβλίου. Ένα κρυφό χρέος αισθάνθηκα τότε. Σκέφτηκα ότι αν ο Λακαριέρ είδε τέτοιον πλούτο σ΄ αυτή τη χώρα ταξιδεύοντας μόνο καλοκαίρι, σκέψου τι θα μπορούσα να ανακαλύψω ως ταξιδιώτης τεσσάρων εποχών...

Πόσο δίκιο είχα... Αυτό το παγωμένο χειμωνιάτικο σούρουπο, σ΄ αυτή την απόμερη ασήμαντη γωνιά, στα ίδια αρχαία χνάρια, ανακαλύπτω ότι το ταξίδι σ΄ αυτόν τον τόπο είναι τόσο πλούσιο, ώστε δεν χρειάζεσαι κανένα βιβλίο για να σε ταξιδέψει.

...

Τις ατέλειωτες ώρες κάτω από αυτούς τους ουρανούς, δεν έχω άλλο να κάνω, από το να απορροφιέμαι στα τοπία της Κεντρικής Πελοποννήσου. Χαίρομαι τις ώρες αυτές. Ναι, αυτή είναι η Πελοπόννησος, έτσι είναι πάντα. Πόσο διαφορετική είναι τώρα τον χειμώνα σε σχέση με την πολυκοσμία, το θόρυβο και τη βρώμα του καλοκαιριού! Αγροτικές περιοχές ήσυχες, ήσυχοι άνθρωποι και λιγοστοί, κάποιο κοπαδάκι πρόβατα εδώ κι κει, βουναλάκια, λόφοι, λιβάδια, στροφές, χωριουδάκια, δέντρα, βρύσες, όλα να εναλλάσσονται αδιάκοπα και με το ρυθμό που πρέπει. Μετά από την καθεμιά στροφή όλο και κάτι καινούργιο ξέρεις ότι θα σε περιμένει και χωρίς να ξέρεις τι.

Σε κάθε στροφή θέλεις να σταματήσεις και να απολαύσεις. Μια περιπέτεια. Αυτή είναι η Πελοπόννησος, αυτή που αναφέρεται στα ταξιδιωτικά περιοδικά και βιβλία. Και είναι καιρός, αφού όλος ο κόσμος την έχει ανακαλύψει, κάποτε επιτέλους να την ανακαλύψουν και οι Έλληνες... Και πρέπει να προλάβουν, πρέπει να κάνουν κάτι πριν καλυφθεί όλη από το μισό σκουπιδαριό και το μισό σκατό της υφηλίου! Είναι κάτι το φοβερό το τι σκουπίδι, σκατό και βρώμα από κάτουρο βρίσκει κανείς το καλοκαίρι ειδικά στις βρύσες της Πελοποννήσου! Αυτό είναι που χαίρομαι σ΄ αυτό μου το ταξίδ, γιατί αυτά τα τρία λείπουν! Το σκουπίδι δεν λείπει, επειδή αντέχει στο χρόνο, λείπει όμως η βρώμα των απεκκρίσεων. Χαίρομαι να σταματώ στις βρύσες για νερό και να μη βλέπω πάρα πολύ σκουπιδαριό, όπως επίσης και να μη μυρίζω σκατό και κάτουρο.

Οι δρόμοι συνεχώς ανεβοκατεβαίνουν. Η ανάβαση στο βουνό Ολίγυρτος είναι ατέλειωτη. Υπάρχει χιόνι εδώ κι εκεί στο δάσος. Ο δρόμος ανεβαίνει φιδωτά.
Ολίγυρτος, τι υπέροχη λέξη! ήχος μαγικός από τα βάθη της φυλής, άντε τώρα να την ετυμολογήσεις... Πούσι τρέχει στις βουνοπλαγιές, αφήνει να ξεπετιέται από μέσα του ο βαθυγάλανος ουρανός. Καταπληκτικές εικόνες. Στην κορυφή, θα περάσω για λίγο μέσα από μια πολύ πυκνή ομίχλη. Δεν μπορώ να δω σε απόσταση δέκα μόλις μέτρων. Τα ρούχα μου πιάνουν υγρασία. Αμέσως βγαίνω από το σύννεφο και η ατμόσφαιρα ξεκαθαρίζει πάλι. Σαν από ένα θαύμα, ένας αστραφτερός ουρανός με τυφλώνει. Σταματά ένα αγροτικό, ο οδηγός απορεί πως δεν πέθανα από το κρύο. Εγώ δεν έχω λόγους να απορώ. Όταν ωστόσο ξεχύνομαι στη γρήγορη κατηφόρα μέχρι την Κανδήλα, στον καινούργιο καλοστρωμένο δρόμο, χμ... πραγματικά ήρθε η στιγμή να το ξανασκεφτώ αυτό που είπε!

Έφτασα στη Βυτίνα. Θα περάσω το βράδυ σε μια συστάδα έλατα, ένα μέρος όπου έχω κατασκηνώσει ξανά κάποτε στο παρελθόν. Μια γιαγιά με ένα γαϊδουράκι περνάει και λέει χωρίς να περιμένει καμιά απάντηση ή σχόλιο από τη μεριά μου να πάω στο χωριό να μείνω γιατί εκεί κάνει κρύο. (Κάτι μού λέει ότι αυτή κάτι θα ξέρει.)

Είμαι αρκετά κουρασμένος, ώστε μετά από το φαγητό κλείνω τα βλέφαρα, αφού καλωσορίσω το φεγγάρι που σηκώνεται δειλά-δειλά από το λόφο της ανατολής. Μπαίνω στον υπνόσακο και βολεύομαι μια χαρά. Μπορεί η θερμοκρασία να πλησιάζει στο μηδέν, αλλά εννενήντα έξη χιλιάδες χιλιόμετρα αιμοφόρων αγγείων φροντίζουν και με κρατούν ζεστό.

Ξυπνώ. Νύχτα, η ώρα είναι τέσσερις. Θέλω να φορέσω κάτι παραπάνω στα πόδια, ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες και να συνεχίσω από το άλλο πλευρό. Αλλά ας βγω για λίγο έξω. Η θερμοκρασία έπεσε αρκετά κάτω από το μηδέν. Θεέ... τι τοπίο! Τι πλανήτης είναι αυτός;

Τα δέντρα, τα ξερόκλαδα, ο φράχτης, το γρασίδι, το πεζούλι, οι πέτρες, τα πάντα είναι σκεπασμένα από πάγο, λευκό πάγο. Η υγρασία του αέρα πάγωσε ερχόμενη σε επαφή με τα πράγματα της γης. Και υπάρχει μια ολόγιομη πανσέληνος εκεί ψηλά, ένας κάθετος προβολέας που ρίχνει ένα αλλιώτικο φως στο κατάλευκο τοπίο. Για να κάνει αυτή τη νύχτα την πιο παράξενη οπωσδήποτε μέρα της ζωής μου!

Ας ανάψω μια καλή φωτιά για να με ζεσταίνει, γιατί τις λίγες ώρες που απομένουν ως την αυγή, θα μείνω να θαυμάσω, να χορτάσω αυτό το αναπάντεχο θέαμα. Μέχρι να ξημερώσει, θα ταΐζω τη φωτιά και θα κάνω περιπάτους στο οροπέδιο, και στο κοντινό ποταμάκι.

Στην τέλεια γαλήνη, αφουγκράζομαι με τη μεγαλύτερη προσοχή τον ήχο από το παγωμένο γρασίδι κάτω από τα βήματά μου. Βρίσκομαι σε έναν άλλον πλανήτη, τον πλανήτη του λευκού πάγου.

Η φωτιά θα χρησιμεύσει και στην ετοιμασία ενός καλού πρωινού. Με αυτό το κρύο χρειάζομαι θερμίδες. Μόλις ξημερώσει, βρίσκομαι στον ασφάλτινο δρόμο πανέτοιμος. Καβαλώ τη σέλλα μου. Οι πεταλιές μου αυτές αναμφίβολα είναι οι πιο κρύες της ζωής μου. Μετά από τη διασταύρωση για Δημητσάνα, ο δρόμος κατηφορίζει στη ρεματιά του Λούσιου.

Και εδώ μέσα όλα είναι άσπρα. Κάτασπρα! Πάγοι σκεπάζουν κάθε γήινη έξαρση, πάγοι κρέμονται από τα φυτά της παραποτάμιας βλάστησης, από τα ξύλα, τους βράχους, από ό,τι σηκώνεται στον αέρα. Μέσα από το ποτάμι αναδύονται ατμοί. Απορώ πως μπορώ να λειτουργώ μέσα σε τέτοιο κρύο πάνω στη σέλλα ενός ποδηλάτου που εξακολουθεί να κινείται στην κατηφοριά με αρκετά χιλιόμετρα την ώρα. Σήμερα αλλάζω αντίληψη για την αντοχή του ανθρώπου στο κρύο. Φυσικά η ορειβατική μου βέστα κάνει δουλειά... Σήμερα αποκτώ άλλη άποψη για τις αντοχές του ανθρώπινου σώματος.

Η Δημητσάνα είναι ένα πανόραμα. Δεν έχω συναντήσει οικιστικό σύνολο με τόσο χαρακτηριστική τοπογραφική διαμόρφωση. Αλλά η Στεμνίτσα αποδεικνύεται μια ακόμα πιο ευχάριστη έκπληξη. Το πέτρινο χωριό που απλώνεται γύρω μου είναι μαζί με τα Ζαγόρια (αρκετά μακριά από αυτό το μέρος) ένας πραγματικά αγνός χώρος φτιαγμένος από ανθρώπινο χέρι. Τέτοιοι χώροι είναι σπάνιοι, όσοι έχουν απομείνει. Από τις εποχές όταν οι άνθρωποι κατασκεύαζαν κάτι όχι μόνο με κριτήρια που απορρέουν από τις πρακτικές ανάγκες. Με κατακλύζει μια αβίαστη αίσθηση νοσταλγίας.

Από τη Στεμνίτσα μέχρι την Καρίταινα ο δρόμος είναι κατηφορικός μέσα σε θαμνότοπους. Η δύναμη της βαρύτητας παρασύρει το ποδήλατό μου, το αφήνω μόνο του να κυλά. Κατεβαίνω τις αλλεπάλληλες στροφές με το βλέμμα μπροστά μου στις κοιλάδες εκεί κάτω, τους λόφους του νότου που με περιμένουν. Με περιμένει ο νότος να με ζεστάνει, καθώς ο ήλιος γλυκαίνει τη χειμωνιάτικη γη με πολύτιμες ακτίνες.

Διασχίζω την πεδιάδα της Μεγαλόπολης. Μονότονο τοπίο που επαναλαμβάνεται. Βελανιδιές που έμειναν στα χρώματα του φθινοπώρου, κίτρινο, καφέ, κόκκινο ξεπλυμένο, άπειρες αποχρώσεις. Λες και ο τόπος εδώ ξεχάστηκε να γιορτάζει ακόμα το φθινόπωρο. Ο δρόμος στρίβει, ανεβοκατεβαίνει, περνά λόφους. Χωρίς αυτοκίνητα, χωρίς χωριά, χωρίς ανθρώπους, με πολλή ερημιά. Πόσο διαφέρει αυτός ο τόπος το καλοκαίρι με τουρισμό από τον χειμώνα χωρίς τον τουρισμό!

Ο ήλιος κάνει τα πάντα όλο και πιο κίτρινα. Είναι ώρα να αρχίσεις να ζεις με τη γαλήνη.

...

Ξημέρωσε. Χριστούγεννα σήμερα. Βγαίνω από την σκηνή. Είμαι σε ένα ήρεμο αγροτικό τοπίο. Η θερμοκρασία του αέρα είναι σήμερα ηπιότερη. Στον πρώτο ήλιο της ημέρας ευκαιρία να αερίσω τη σκηνή και τα ρούχα μου, μετά την ηπειρωτική περιπέτεια. Πρέπει να έχει γύρω στους οκτώ βαθμούς, αλλά μετά από το χθεσινό κρύο μού φαίνεται σκέτη απόλαυση, σε βαθμό που μένω με το κοντομάνικο και δεν με ενοχλεί. Θυμάμαι μια φωτογραφία: ήταν ένας ιθαγενής μιας φυλής των Ιμαλαΐων, καθισμένος μέσα στην πάνινη σκηνή και γυμνός από τη μέση και πάνω ετοίμαζε φαγητό. Η θερμοκρασία μέσα στη σκηνή ήταν λίγο κάτω από το μηδέν, δηλ. εκεί μέσα είχε ζέστη.

Αρχίζει πάλι η πέτρινη Μάνη. Η χαρακτηριστική στιγμή της σημερινής ημέρας είναι η δύση στο μανιάτικο τοπίο. Ο δρόμος ελίσσεται στο απόκρημνο βραχώδες τοπίο, πάνω από τη θάλασσα. Όλα τα λούζει ένα βαθύ πορτοκαλί φως από ένα παράξενο ήλιο που ρίχνει τις αχτίδες του ακριβώς οριζόντια, από το σημείο ακριβώς όπου ενώνονται ουρανός και πέλαγος. Μια ατελείωτη στιγμή που κρατά από την Λαγκάδα μέχρι το ερημικό μέρος που θα κατασκηνώσω, κάπου μετά από τον Άγιο Νίκωνα. Είναι ένα οροπέδιο που κρέμεται πάνω από την Μεσόγειο. Αφιλόξενο αλλά εντυπωσιακό, πετρώδες, αψύ μανιάτικο σκηνικό. Μια τόσο ζωντανή, πολύ ζωντανή νεκρή φύση.

Πολλές κραυγές αλεπούς. Λές και πολιορκούν το οροπέδιο όπου βρίσκομαι! Τι τις έπιασε και ουρλιάζουν ασταμάτητα όλες μαζί;

...

Στον Κοσμά, πάνω στον Πάρνωνα, το κρύο είναι πολύ τσουχτερό. Αποφασίζω να μην κατασκηνώσω εδώ, αλλά κάτω στο Λεωνίδι. Είναι 30 χιλιόμετρα, και έχω 40 λεπτά στη διάθεσή μου μέχρι να νυχτώσει. Ντύνομαι σαν άρμα μάχης για την κατηφόρα. Πολύ κρύο! Ο δρόμος είναι επικίνδυνος. Γεμάτος λακκούβες, σαμάρια, χώματα, πέτρες, πεσμένοι βράχοι, σκουπίδια, λάδια, ψοφίμια, κοπριές κι ό,τι άλλο είναι δυνατό να συναντήσει κανείς στην ελληνική άσφαλτο. Ό,τι δεν είναι αδύνατο να συναντήσει κανείς στην ελληνική άσφαλτο. Στροφές επικίνδυνες κρέμονται πάνω από τους γκρεμούς. Ξεχύνομαι μέσα στις υπέροχες γνωστές χαράδρες. Μπουλούκια από κατσίκια ξεπετάγονται πίσω από τα βράχια και μού κόβουν το δρόμο. Ένας βοσκός κατατρόμαξε, με παρατηρεί σαν εξωγήινο μέχρι να χαθώ πίσω από τα βράχια. Επιστρατεύω τις δυνάμεις μου και την ικανότητα στην οδήγηση. Και εγώ και το ποδήλατο δοκιμαστήκαμε σκληρά και υπέροχα. Χώνω στη γη το τελευταίο πασσαλάκι της σκηνής με το φως του φαναριού.

Όλυμπος - Νοέμβρης του ΄88
Το βασίλειο του βουνού (αποσπάσματα)



Κοιμήθηκα σε ένα δασάκι, κάπου στα μέρη της Κατερίνης. Μόλις ξημέρωσε και η θερμοκρασία είναι κάτω από το μηδέν. Όταν αρχίζω την ανηφόρα ζεσταίνομαι, όταν κάνει κρύο η ανηφόρα σε ζεσταίνει. Να ταξιδεύεις χειμώνα σίγουρα είναι για τους έμπειρους. Το σώμα έχει τις δυνατότητές του, αλλά πρέπει να τις γνωρίζεις.

Με τέτοιο κρύο, η διαδρομή αργεί να με απορροφήσει. Αλλά αισθάνομαι λεύτερος πάλι όπως παλιά, πολύ καιρό είχα να ταξιδέψω. Η ανάσα μου πετάγεται πριν από μένα σαν ένα άσπρο φουγάρο. Στα ψηλά συναντώ και χιόνια. Στις κατηφόρες το κρύο τσούζει.

...

Απόλυτη ερημιά στο δάσος. Ο χωματόδρομος έχει λάσπη αλλά ευτυχώς δεν κολλάει, είναι υγρή και σχηματίζει ένα αργιλώδες πήγμα που δεν πιάνει στα λάστιχα. Έχει επίσης χιόνι, αλλά είναι παγωμένο και δεν δημιουργεί σημαντικό πρόβλημα στην κίνηση.

Είσαι δυνατός, ζεστός, γεμάτος όρεξη. Δουλεύεις, κόβεις ξύλα, ό,τι και να κάνεις στο βουνό ξεκουράζεσαι. Αυτά που χρειάζεσαι στο χειμωνιάτικο βουνό είναι το καλό φαγητό και η καλή διάθεση. Όταν υπάρχει και η καλή παρέα είσαι πραγματικά πλούσιος. Στις ακτίνες του ήλιου ευχαριστήθηκα ένα ντους γυμνός με το λάστιχο του νερού που έρχεται από την πηγή.

Τα φθινοπωρινά χρώματα ξεκουράζουν το μάτι, κάτω από τις χιονισμένες κορφές. Είναι προχωρημένο απόγευμα, όταν έρχεται κάποιος γνώριμος από το χωριό. Ζητά τη βοήθειά μας γιατί έχασε κατσίκια, αν μείνουν έξω θα τα φάνε οι λύκοι. Ο Β. ανέβηκε στη ράχη, εγώ κατέβηκα στη ρεματιά, όπου και εκεί το καταπληκτικό αυτί του Χ. άκουσε κουδούνια, όταν εγώ δεν μπορούσα να ακούσω τίποτα άλλο από την απέραντη σιωπή του ολύμπιου δάσους. Κατηφορίζω κουτρουβαλώντας στις κακοτοπιές και μετά από μισή ώρα επιτέλους τα βρίσκω. Κυνηγώ το κοπάδι με ξύλα και πέτρες, ότι μπορώ. Η περιπλάνηση στο κακοτράχαλο δάσος, με τα πανύψηλα δέντρα και τους πυκνούς θάμνους είναι δύσκολη υπόθεση. Τελικά όταν χάνεται και το τελευταίο φως της μέρας, συναντιόμαστε όλοι στη στάνη επιτέλους.

Το κοπάδι είναι τεράστιο. Ο Χ. μάς προειδοποιεί να είμαστε αδιάκοπα δίπλα του γιατί τα σκυλιά θα μας σκίσουν. Τα θηριώδη τσομπανόσκυλα μπορούν να σε κάνουν κομμάτια σε χρόνο μηδέν. Βγάζει από το αυτοκίνητο δυο καρβέλια από πιτυρούχο ψωμί μεγάλα όσο μια αγκαλιά, τα κόβει στη μέση με ένα μαχαίρι και πετάει από ένα κομμάτι ταυτόχρονα σε όλα τα σκυλιά για να μη γίνει μάχη. Τα θηρία τα αρπάζουν και κάθονται στη γη μακριά το ένα από το άλλο. Έτσι στο μισοσκόταδο αν τα έβλεπα χωρίς να ξέρω τι ζώα είναι, θα τα περνούσα για παρδαλά γαϊδούρια.

...

Ήρθε η μέρα της αναχώρησης. Φεύγω από το δασικό δρόμο μέσω Πέτρας. Υπέροχη διαδρομή. Έχω περάσει και καλοκαίρι, αλλά τα χρώματα αυτή την εποχή δίνουν εικόνες φαντασμαγορικές. Έφυγα πρωί ώστε η λάσπη και το χιόνι να είναι παγωμένα, δεν λερώθηκα καν. Γλιστρά όμως, πέφτεις μερικές φορές, και οδηγείς αργά.

Κάπου μετά το Ξερολάκι ξεχνιέμαι στα παιχνίδια που μου κάνει ένας μικρούλης σκίουρος. Του αφήνω μερικά φουντούκια στο δέντρο του. Καθώς τον παρατηρώ, ακούω κοντά γρυλισμούς. Ψυχή δεν υπάρχει τριγύρω, ούτε άνθρωποι ούτε δρόμοι ούτε ζώα, άρα είναι λύκοι. Ας μη διακινδυνέψω μια τέτοια συνάντηση... αντίο σκίουρε!