Ψυχολογία Έλληνος Ποδηλάτου

Αποποίηση ευθύνης:
α. Εάν συμβαίνει να έχεις διαβάσει την "Ψυχολογία Συριανού Συζύγου" του Ροΐδη, τότε διαθέτεις αυξημένες πιθανότητες κατανόησης της παρούσας πραγματείας.
β. Τα όσα εξιστορούνται δεν είναι καθόλου φανταστικά, και έχουν απόλυτη σχέση με την πραγματικότητα.

Το προηγούμενο Σάββατο το ποδήλατό μου απέκτησε ένα καινούργιο λάστιχο. Ένα καλό λάστιχο, στην πισινή ρόδα, που ένας φίλος μού έδωσε. Το απόγευμα της ίδια μέρας, θέλησα να το εγκαινιάσω με μία έξοδο στο βουνό. Δεν είχα απομακρυνθεί δέκα λεπτά από το σπίτι, όταν ένιωσα εκείνη τη γνωστή αίσθηση του τρύπιου πισινού λάστιχου. Έχοντας πολλά χιλιόμετρα στα πόδια μου, και πολλά τρύπια λάστιχα στα... χέρια μου, έχω μάθει να μην πτοούμαι με τα τρύπια λάστιχα. Πάντα μαζί μου έχω, εκτός από τα κολλητικά, δύο έξτρα σαμπρέλες έτοιμες να φορεθούν, και, φυσικά, τρόμπα. Έτσι συνήθως δεν κάθομαι στο δρόμο να επιδιορθώσω λάστιχο, για να μην καθυστερήσω περισσότερο από όσο χρόνο χρειάζεται η διαδικασία "βγάλσιμο ρόδας - αλλαγή σαμπρέλας - βάλσιμο ρόδας - φούσκωμα". Τώρα, το περίεργο ήταν το ότι το λάστιχο συνέβη με το μόλις καινούργιο λάστιχο που είχα φορέσει λίγο πριν. Δηλαδή στον αριθμό των συμπτώσεων, σημείωσα ένα. Το κάνω ανέκαθεν με τα τρύπια λάστιχα, γιατί έχω παρατηρήσει το φαινόμενο, ότι τα τρύπια λάστιχα δεν έρχονται μόνα τους, με μία στατιστική βεβαιότητα. Δηλαδή όταν πάθω λάστιχο - κάτι που δεν μού συμβαίνει συχνά διότι έχω καλά λάστιχα γενικά - περιμένω σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, της ίδιας μέρας ή των επόμενων 2-3 ημερών, να ακολουθήσουν και άλλα. Εξήγηση δεν έχω βρει. Απλώς έμαθα να το δέχομαι. Και συνήθως τα λάστιχα που παθαίνω είναι πίσω, που είναι η πιο δύσκολη περίπτωση - αλλά αυτό μπορεί να εξηγηθεί, διότι όντως οι πιθανότητες να πάθεις πίσω είναι αυξημένες, γιατί πίσω υπάρχει μεγαλύτερο βάρος συνεπώς μεγαλύτερη επιφάνεια επαφής με το δρόμο και επίσης γιατί συχνά το μπροστινό λάστιχο ξεσηκώνει ένα αιχμηρό αντικείμενο από την επιφάνεια του δρόμου και έρχεται αμέσως το πισινό και το τρώει. Τώρα, η αιτία του τρυπήματος ήταν ένα απίστευτο τεράστιο σκουριασμένο καρφί, που διακόρευσε βάναυσα τα πάντα: λάστιχο, σαμπρέλα, φακαρόλα, και τη ζάντα αν μπορούσε θα την περνούσε. Πρωτοφανές τρύπημα, καναδυό φορές το πολύ αν θα μού έχει ξανατύχει στην ποδηλατική μου ζωή να φάω τέτοιο καρφί στη μέση ενός συνήθους δρόμου γειτονιάς. Λοιπόν, στον αριθμό των συμπτώσεων σημείωσα δύο.

Υπάρχει ένας νόμος των συμπτώσεων, που λέει ότι οι συμπτώσεις επιτρέπονται μέχρι τον αριθμό των δύο. Παραπάνω, φεύγουμε από τη σύμπτωση, δεν είναι πλέον σύμπτωση αλλά τα γεγονότα ενέχουν ενδείξεις συστηματικής αιτίας. Το εάν την ξέρεις ή όχι αυτή την αιτία, άλλο θέμα. Σύμπτωση > πτώση > ώση. Όταν ασυνήθιστα φαινόμενα συμβαίνουν τρεις φορές και άνω, κάποια δύναμη τα δημιουργεί. Όπως είπα πάντως, εγώ για το συγκεκριμένο θέμα δεν έχω εξήγηση, δεν έχω βρει την αιτία.

Βάσει λοιπόν των μέχρι τούδε εκτεθέντων, ξεκαβαλάω αμέσως, βγάζω ρόδα, αλλάζω σαμπρέλα, βάζω ρόδα... δεν φουσκώνω όμως απλά διότι σπάζει το επιστόμιο της τρόμπας. Τρόμπα καπούτ. Περνάμε λοιπόν στο τρία στον αριθμό των συμπτώσεων, και από δω και πέρα δεν θα μετράω για να μην επαναλαμβάνομαι. Μη μπορώντας να φουσκώσω, ήταν και ωραίο το απόγευμα, κάνω έναν ευχάριστο περίπατο μέχρι το σπίτι που ήταν κοντά. Δεν πειράζει, αύριο θα αποζημιωθώ με μεγαλύτερη έξοδο.

Ξημερώνει Κυριακή. Από το πρωί δείχνει μία πολύ ζεστή μέρα, αλλά μετά και από το χτεσινό δεν κρατιέμαι. Το μενού σήμερα έχει ολοήμερη διαδρομή στον ανατολικό θεσσαλικό κάμπο. Μια εμπειρία καφτή. Το μεσημέρι έχω καταπιεί τα πρώτα 44 χιλιόμετρα, και βρίσκομαι σε ένα χώρο αγαπημένο. Στη βαθιά σκιά του τεράστιου πλάτανου, δεν υπάρχει ψυχή γύρω, η πηγή τρέχει φρέσκο δροσερό νερό, και απολαμβάνω το φαγητό που έχω μαζί μου. Η ησυχία είναι καταλυτική. Μόνοι ήχοι το νεράκι που τρέχει και το αγέρι στα φύλλα που κουνιούνται δίνοντας κίνηση στους ίσκιους των δέντρων. Μέσα σε τρεις ώρες, πέρασα από τον κόσμο της θάλασσας, τα χωράφια, την έρημο, το βουνό. Για να φτάσω εδώ πέρασα από τον καλοκαιριάτικο μεσημεριάτικο κάμπο, με το θερμόμετρο να χτυπάει 40 σίγουρα, βεβαίως φορώντας μακρύ λύκρα κάτω για να γλιτώσω από τον ήλιο που γδέρνει, με ανηφόρες όπου έχεις από πάνω τον ήλιο να βαράει και από κάτω την πύρα από την καφτή άσφαλτο. Και σα να μην έφταναν αυτά να έχεις και έναν καφτό λίβα κόντρα, που καίει και τα σπαρτά, όπως λέει το άσμα, αλλά και σένα. Αλλά αυτό το μέρος πόσο με αποζημιώνει! Ρίχνω για προσκέφαλο το ένα σακκίδιο, βγάζω παπούτσια και λύκρα, και ξέρω ότι θα ακολουθήσει ο τέλειος ύπνος. Ο ιδανικός ύπνος. Γέρνεις και αποκοιμάσαι στη δροσιά, σα μικρό παιδί, και ξυπνάς άλλος άνθρωπος, ξαναγεννημένος, έτοιμος για τα πάντα. Τύφλα να έχει το αναπαυτικότερο κρεβάτι.

Κοιμάσαι τόσο καλά, που όταν ξυπνήσεις πρέπει να δεις το ρολόι για να καταλάβεις πόσο κοιμήθηκες. Δεν πέρασε ούτε μισάωρο και νιώθω απίστευτα ξεκούραστος. Ας ετοιμαστώ να συνεχίσω. Ωπ, στα γυαλιά μου λείπει το ένα γυαλί! Δεν ξανάγινε. Ψάχνω και το βρίσκω κάτω. Το στηρίζω πρόχειρα με κάποιον τρόπο γιατί δεν θέλω να αφήσω το αριστερό μου μάτι έρμαιο σε αυτόν τον ήλιο. Είπαμε, στις συμπτώσεις πάψαμε να μετράμε. Η διαδρομή συνεχίζεται ακόμα πιο κολασμένη. Η ώρα πήγε δυόμισυ, και πιάνει πάλι ανηφόρα. Έχεις από πάνω τον ήλιο ντάλα, και από κάτω την άσφαλτο, που έχοντας βαφτεί κιόλας σκούρα από τα γνωστά κάτουρα των γιδιών, τα μακρουλά από τις γίδες και τα ζιγκ-ζαγκ από τα τραγιά, έχει ρουφήξει τον ήλιο και έχει ανάψει αναδύοντας μια θερμοκρασία φούρνου μαζί με τη γεύση αμμωνίας. Τρεις καναδέζες περνούν από πάνω, κάπου θα έχει φωτιά. Στους δρόμους δεν κυκλοφορεί κανείς. Μέσα στα χωριά, ούτε γάτα.



Στα χωράφια αυτά, που άλλη εποχή σφύζουν από πράσινο και άλλα χρώματα, αυτή την εποχή κυριαρχούν τα χρώματα της ξεραΐλας.



Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τι θα μπορούσε ακόμα να συμβεί που θα έκανε αυτή την κόλαση ακόμα πιο κόλαση; Για σκέψου λίγο, μπορείς να σκεφτείς κάτι; Ε λοιπόν, μια πυρκαγιά. Που καίει ό,τι έχει απομείνει στο τοπίο. Που εδώ που τα λέμε δεν είναι και τίποτα σπουδαίο, αφού δεν έχουν απομείνει και πολλά για κάψιμο μετά από τις προηγούμενες πυρκαγιές των προηγούμενων χρόνων. Έτσι λοιπόν οι πυροσβέστες δεν έχουν και πολλά πράγματα να κάνουν, οπότε έχουν αράξει τα οχήματα και απολαμβάνουν το θέαμα. Μού λένε ότι πρέπει να προσέχω όταν περνώ κοντά σε φλόγες και να μην αναπνέω όταν περνώ από καπνούς.



Η θερμοκρασία πλέον έχει μεταπηδήσει από τους 40+ στους 50+ κατά τις επικρατούσες εκτιμήσεις. Πραγματικά ήταν αυτό που έλειπε δηλαδή από το τοπίο, όχι παίζουμε!



Η φωτιά πλησιάζει μαζί μου σε ένα χωριουδάκι. Να και η γνωστή αίσθηση του τρύπιου πισινού λάστιχου. Καλώς τα μας, μάς αργήσατε. Μπαίνω γρήγορα στο χωριό πριν ξεφουσκώσει τελείως, βρίσκω έναν ίσκιο, και αρχίζει η γνωστή ιεροτελεστία. Βγάλσιμο ρόδας, ΟΚ. Ψάχνω καλά το λάστιχο και βρίσκω ένα ψιλό αγκαθάκι, το οποίο μου βγάζει την ψυχή μέχρι να το αφαιρέσω, από εκείνα τα ψιλούλικα τα μικρά και τριανταφυλλένια. Αλλαγή σαμπρέλας, ΟΚ. Βάλσιμο ρόδας, ΟΚ. Φούσκωμα, όχι ΟΚ. Δεν φουσκώνει η τρόμπα. Με τίποτα. Ελέγχω τρόμπα, όλα ΟΚ. Ελέγχω βαλβίδα, όλα ΟΚ. Βρε από δω, βρε από κει, έτσι, αλλιώς, μέσα, έξω, δε φουσκώνει με τίποτα. Από καθαρή περιέργεια, δεν το βάζω κάτω, θέλω να βρω τι στο καλό φταίει. Όλες οι σαμπρέλες μου είναι ίδιες, οπότε πρέπει να βρω τι φταίει. Έρχεται ένας χωριανός.
-Τι έπαθες αδερφέ;
-Προσπαθώ να φουσκώσω το λάστιχο.
-Έχω αέρα, έλα.
Δίπλα στο συνεργείο έχει πράγματι κομπρεσέρ.
-Καλά ρε δε μου λες, με ποδήλατο πώς ήρθες εδώ πάνω; Έχεις χρόνια που ποδηλατάς; Πώς μπόρεσες; Και με τόση ζέστα;
-Έλα φέρε το μαρκούτσι τώρα, θα σου τα εξηγήσω αυτά.
Πράγματι το λάστιχο φουσκώνει επιτέλους.
-Είσαι ποδηλάτης; Πώς έφτασες εδώ πέρα; Από πού έρχεσαι;
-Λοιπόν κοίτα, ποδηλάτης δεν είμαι. Το ποδήλατο είναι σα τη γκόμενα. Η βιασύνη σκοτώνει την απόλαυση. Εδώ στο χωριό δεν έχετε γκόμενες;
-Μπα δεν έχουμε, οι καλές φέγ΄νε για τ΄ Λάρ΄σα (πηγαίνουν στη Λάρισα).
-Α έτσι εξηγείται.
Το τσιτωμένο αυτί μου πιάνει ένα αδιόρατο σσσςςς. Ψάχνω τη ρόδα, δεν είναι ο δικός του αέρας, ω του θαύματος η ρόδα μου χάνει! Μπα, θα ήταν προβληματική η σαμπρέλα, αλλά περίεργο αυτό καθότι πάντα έχω μαζί μου ρεζέρβες έτοιμες και ελεγμένες. Αφού όμως έχω και τρίτη σαμπρέλα, πίσω στο ποδήλατο, ξανά βγάλσιμο ρόδας, ξανά αλλαγή σαμπρέλας, πίσω στο συνεργείο, ξανά φούσκωμα με το μαρκούτσι. ΟΚ, φουσκώνει.
-Ευχαριστώ πολύ! Α και που ΄σαι, ευκαιρία να αρχίσεις ποδήλατο (προτροπή συνοδευομένη από κίνηση χεριών δίκην εμβόλων μπρος-πίσω).
-Μπαγάσα έτσι κάνεις εσύ ποδήλατο ε; Φεύγω, αν θες αέρα βρες τον φορτηγατζή.
-Δε νομίζω, είναι εντάξει, ευχαριστώ.
Αμ δε. Έχω ετοιμάσει ποδήλατο, έχω γεμίσει και φρέσκο νερό από τη βρύση, όλα έτοιμα για το δρόμο και... σα ξεφούσκωτο μού φαίνεται πίσω, λες; Βάζω αυτί προσεκτικά και ακούω σςςςςς. Βγάλσιμο ρόδας, ΟΚ. Ψάξιμο μίας από τις σαμπρέλες που να έχει τρύπα εντοπίσιμη, ΟΚ. Κόλλημα τρύπας κανονικό με ολόκληρη τη διαδικασία, ΟΚ. Φούσκωμα με την τρόμπα, ΟΚ. Γιατί όμως; Προηγουμένως η ίδια τρόμπα την ίδια σαμπρέλα δεν την φούσκωνε. Ακόμα ένα αναπάντητο ερώτημα. Όμως καμιά φορά σου αρκεί που δουλεύει κάτι, κι ας μην ξέρεις το γιατί.

Υπάρχει ένας νόμος της πρακτικής ψυχολογίας, που λέει ότι βασικός όρος σε ό,τι κι αν κάνεις είναι η καλή διάθεση: όταν είσαι θετικά διακείμενος στα πράγματα και τις καταστάσεις στις οποίες βρίσκεσαι ηθελημένα ή αθέλητα, οι πιθανότητες είναι αυξημένες ότι θα βρεθούν λύσεις στα όποια προβλήματα συναντήσεις. Σαν την συριανή σύζυγο, η Ελλάδα πάντα βρίσκει τρόπους να σε δοκιμάζει, να σε παιδεύει, να σε κάνει να περιμένεις, αλλά ταυτόχρονα βρίσκει απροσδόκητους τρόπους να σε ανταμείβει. Αυτοί οι τρόποι είναι που της δίνουν τη μοναδική της ταυτότητα. Από τη μεριά σου, αυτό που έχεις να κάνεις είναι να της ανοιχτείς. Να της εκτεθείς. Να την κυνηγήσεις. Να τη φλερτάρεις βρε αδερφέ. Και να ξέρεις να περιμένεις.


Το έτσουζε ο μακαρίτης. Στιγμιότυπο από οστεοφυλάκιο νεκροταφείου.

Έχοντας γυρίσει εκείνη τη μέρα, έχοντας γράψει γύρω στα 110 χιλιόμετρα, ένιωθα γεμάτος, το υπέροχο γεύμα της μη συριανής συζύγου με περίμενε έτοιμο, το βράδυ εκείνο έκανα τον καλύτερο ύπνο και το επόμενο πρωί ξύπνησα όλος όρεξη για δουλειά. Δεν υπάρχει καλύτερο μέσο για αυτή την έκθεση από το ποδήλατο, γιατί είναι το μέσο εκείνο που σού επιτρέπει να προσεγγίζεις τον κόσμο της υπαίθρου με τον καλύτερο τρόπο, δηλ. με την καλύτερη ταχύτητα και από την καλύτερη θέση. Εκεί είναι που θα ανακαλύψεις αναπάντεχα καινούργιες Ελλάδες, για τις οποίες κανείς δε σού μίλησε ποτέ. Σού αποκαλύπτονται σαν τη συριανή σύζυγο, ιδιαίτερα, μοναδικά και προσωπικά.


Τουαλέτες εκκλησίας. Οι εκκλησίες και τα νεκροταφεία, πολύτιμοι φιλόξενοι χώροι για τον ταξιδιώτη, με ίσκιο και νερό.

Εάν τυχόν δεν κατάλαβες καλά τι θέλει να πει ο ποιητής με αυτό το κείμενο, σε παρακαλώ να διαβάσεις το διήγημα του Ροΐδη. Υπάρχει όμως μία διαφορά με την περίπτωση του συριανού συζύγου του Ροΐδη. Από ψυχολογικής πλευράς, ο Ροΐδης εκπίπτει σε ένα ατόπημα. Εάν βεβαίως δεχθούμε ότι δεν περιορίζεται σε μία αυτοπροσωπογραφική ψυχογραφία, φέρνει στην εξιστόρηση ένα εξωτερικό αίτιο ως αφορμή για την μεταλλαγή της ψυχολογίας του ήρωά του, δηλ. τα λεφτά που κέρδισε αναπάντεχα από το εξωτερικό. Όμως στην πραγματική ζωή δεν γίνεται έτσι. Στην πραγματικότητα δεν είναι σοφό να βασίζεις την ψυχολογία σου σε εξωγενή αίτια. Στην πραγματικότητα η Ελλάδα είναι ένας χώρος τόσος ζωντανός, πλούσιος, με ιστορία, με βέλτιστο κλίμα, ποικιλότητα, περιβάλλον, κοινωνία, φύση, πολιτισμό, ώστε κανονικά δεν θα έπρεπε να έχει καμία ανάγκη από εξωγενείς εισροές και αίτια για την ευδαιμονία του. Αν αυτό δεν συμβαίνει, είναι γιατί οι Έλληνες δεν την φλερτάρουν. Δεν κάνουν ποδήλατο. Δεν κατάλαβαν ακόμα την Ψυχολογία της Συριανής Συζύγου.