14/8/07

Ήπειρος, Σεπτέμβρης του 1986
Μερικοί ορισμοί της υγείας



Πέμπτη, 28 του Αυγούστου του 1986



Το βράδυ είναι ήσυχο, γαλήνιο, όμορφο. Βολεύω καλύτερα το κεφάλι μου στη μπροστινή ρόδα του ποδηλάτου. Πλημμυρίζει το βλέμμα μου άστρα. Απόψε κοιμάμαι πραγματικά σε ένα ξενοδοχείο πολλών αστέρων...

Χωρίς ίχνος σύννεφου ήταν και το πρωί ο ουρανός. Η χθεσινή ανησυχία μου για τον καιρό ευτυχώς δεν επαληθεύτηκε. Μόλις βγήκε ο ήλιος πρωί-πρωί στην ακίνητη ατμόσφαιρα του Αυγούστου και άρχισε κιόλας να καίει. Σηκώθηκα από το κρεββάτι μου και το πρώτο πράγμα που έκανα ήταν να βγω έξω: καιρός εντάξει. Θαύμα! Δεν έπεσε έξω η ΕΜΥ, συνεπώς το ταξίδι ξεκίνησε. Το ποδήλατό μου περίμενε στο υπόστεγο έτοιμο.

Διέσχισα το θεσσαλικό κάμπο. Κάτι που έχω ξανακάνει λίγες φορές καλοκαίρι - και πάλι γινόταν έτσι. Μια έντονη ζέστη που να κάνει τον ήλιο άσπονδο εχθρό, τον ίσκιο και του πιο ασήμαντου δέντρου τόσο πολύτιμο... πρέπει να προσέχεις τον εαυτό σου για να κρατηθείς μακριά από τον κίνδυνο που η ιατρική ονομάζει ηλίαση.

Γνωστά τα μέρη και έτσι το περιβάλλον δεν ήταν αξιοπρόσεκτο, το αμείλικτο θεσσαλικό τοπίο που αναπαράγει διαρκώς τον εαυτό του, επαναλαμβάνεται στις πράσινες και κίτρινες καλλιεργημένες εκτάσεις - οι πρώτες πολιορκούνταν από τον ήλιο, οι δεύτερες είχαν ήδη υποκύψει. Την προσοχή μου την απορροφούσε ο ίσιος δρόμος με τα αυτοκίνητα που με προσπερνούσαν με ταχύτητα μουγκρίζοντας.

Ίδρωνε το κορμί ασταμάτητα, τα παγούρια του νερού άδειαζαν το ένα μετά το άλλο. Το απόγευμα ένας καυτός λίβας προστέθηκε, ήρθε ως επιστέγασμα της κολάσεως να ψήσει ό,τι είχε μείνει άψητο. Πύρωσε τον ξεροσταλιασμένο κάμπο πιο πολύ, παρόλο που με παρηγόρησε παίρνοντας λίγο ιδρώτα από πάνω μου. Μια ζέστη λίγο πιο ήπια από αφόρητη! Είδα ένα χωράφι που ποτίζονταν με τεχνητή βροχή, επιτέλους λίγη δροσιά σ΄ αυτόν τον πελώριο κοσμικό φούρνο! Πέταξα τη φανέλα με μια κίνηση και εγκαταλείφτηκα στις κρύες σταγόνες.

Ήταν προχωρημένο απόγεμα, θυμάμαι, όταν βρέθηκα να πλησιάζω την Καλαμπάκα. Πηδαλούσα μόνος στο μεγάλο δρόμο που καρφώνονταν ίσια μπροστά στις γκρίζες από την απόσταση φιγούρες των βράχων, πάνω από τον άξονα του δρόμου. Σαν έφτασα, ανηφόρισα με αργές πεταλιές στο Καστράκι. Τα Μετέωρα ήταν εκεί, αυτό το τοπίο που πάντα με συναρπάζει. Αναλλοίωτοι οι όγκοι, σε ταξιδεύουν στο μυστήριο του χώρου. Δυο αναρριχητές φάνηκαν ψηλά, κολλημένοι σαν κοσμήματα, σαν αράχνες στον λείο θεόρατο βράχο. Τους ζήλεψα. Ο ήλιος όμως έφευγε πίσω από τα βουνά της δύσης και έπρεπε να βρω μέρος να κατασκηνώσω. Έφυγα προς τα δυτικά. Απομακρύνθηκα από το θόρυβο του δρόμου. Η σκηνή μου στήθηκε στην άκρη του χωραφιού εκεί πιο κάτω, δίπλα σ΄ εκείνο το αρδευτικό αυλάκι. Πλύθηκα στο κρύο νερό. Πόσο ξεκουράστηκα! Ένοιωσα εκείνη τη γνωστή αίσθηση, το αποτέλεσμα της γλυκειάς κούρασης που υπόσχεται τον καλύτερο ύπνο.

Μικροί καταπράσινοι λόφοι κλείνουν το τοπίο αυτό. Γλυκός καιρός, τριζόνια που ροκανίζουν τον χρόνο, σκύλοι ακούστηκαν από μακριά, ακούστηκε και το κοπάδι, και ο βοσκός. Η φορτωμένη μηλιά στο διπλανό κτήμα και τα θρεπτικά βατόμουρα στους κοντινούς θάμνους υπάρχουν στον ίδιο κόσμο μαζί σου για να πλουτίσουν το γεύμα σου. Με μια ματιά στον μετρητή του ποδηλάτου σημείωσα τα 156 σημερινά χιλιόμετρα και ύστερα από έναν περίπατο για χαλάρωση, μπήκα στη σκηνή.

Το σκοτάδι μού είχε κλείσει τα βλέφαρα, όταν ακούστηκε ο βρυχηθμός μιας βαριάς μηχανής. Ξόρκισα το κακό όνειρο αλλά αυτό δεν έλεγε να φύγει, όλο και πιο δυνατά μούγκριζε, και όλο και πιο κοντά... γαλήνη που έγινες κομμάτια, τα νεύρα μου τεντώθηκαν λες και μια κακή μοίρα με πέταξε ξαφνικά στη μέση μιας πολυσύχναστης λεωφόρου. Το τέρας σταμάτησε ακριβώς μπροστά μου και ένα ζευγάρι θρασύτατοι προβολείς με τύφλωσαν. Η μηχανή όμως σώπασε. «Έ πατριώτη, είσαι μέσα;» Σώπασε η μηχανή αλλά η φωνάρα ήταν εξίσου άγρια. Δέκα μέτρα πιο πέρα αν έστηνα τη σκηνή, δεν θα χρειαζόταν να μετακομίσω απόψε. Ήρθε να πάρει νερό για πότισμα και το μηχάνημα πετάει πολύ νερό και θα τα κάνει όλα παπί και είναι καλά τη νύχτα για πότισμα. Κλπ. κλπ. κλπ. Στο φως των προβολέων του τέρατος μάζεψα βιαστικά τη σκηνή, είναι εδώ στο πλάι μου αφημένη και γι΄ αυτό θα πρέπει να μην ήταν ένα όνειρο αυτό τελικά.

Σαν χάθηκε επιτέλους το τέρας πίσω από τους λόφους, η γαλήνη αποκαταστάθηκε στο ακέραιο. Δεν μπήκα στον έστω και σύντομο κόπο να ξαναστήνω τη σκηνή στη λιγοστή αστροφεγγιά, διάλεξα να κοιμηθώ εδώ, λίγο πιο πάνω. Το κουνούπι της περιοχής βουΐζει στο μάγουλό μου, δυο σκυλιά με πλησίασαν, δεν έχουν φόβο, τα ζώα φοβούνται ό,τι κοιμάται και αν δεν το βλέπουν καλά δεν πλησιάζουν. Βολεύω καλύτερα το κεφάλι μου στη ρόδα του ποδηλάτου. Το φεγγάρι βγήκε από πίσω μου. Δίνει μια ανάγλυφη όψη στις σκιές της νύχτας. Τα αστέρια αδυνάτισαν λίγο στο φως του, βασιλέως παρόντος πάσα αρχή παυσάτω... είναι πολλά, δεν προλαβαίνω απόψε να τα μετρήσω, δεν προλαβαίνουμε να ζήσουμε τα ελάχιστα υπέροχα πράγματα που μας τριγυρίζουν, η χαρά του κόσμου μας πνίγει, ναι το βράδυ είναι όμορφο, το πρώτο αυτό βράδυ που κοιμάμαι και πάλι στη γνώριμη αγκαλιά της γης.

Παρασκευή 29.8.86



Είναι ωραίο να ξυπνάς με τον φυσικότερο τρόπο, από τους φυσικότερους ήχους, από τα πολλά πουλιά. Ανοίγεις τα μάτια και σηκώνεσαι αμέσως με κέφι. Ετοιμάζω ένα γερό πρωινό. Χρειάζομαι ενέργεια σήμερα, θερμίδες, χρειάζομαι δυνάμεις. Η Κατάρα με περιμένει. Με περιμένει η ευλογία της Κατάρας. Έχω ξανακάνει αυτή την ανάβαση, ξέρω τι σημαίνει. Και χαίρομαι που θα το ξανακάνω σήμερα, είναι τόσο όμορφη και δυνατή εμπειρία!

Στον ασφαλτόδρομο, μέσα στην πρωινή ψύχρα, ποδηλατώ τα πρώτα ήσυχα χιλιόμετρα μέχρι το Μουργκάνι - μια εισαγωγή, ένα ορεκτικό. Δρόμος πλατύς και άδειος, πλατάνια, πυκνή βλάστηση. Ρίχνω προς τα πίσω μια τελευταία ματιά στις σκιές των Μετεώρων μπροστά από την ανατολή. Και η ανάβαση αρχίζει. Το μυστικό της απόλυτης ευτυχίας είναι να μη βιάζεσαι ποτέ. Ό,τι και να κάνεις, απόλαυσε το όσο μπορείς. Όσο μπορείς - αλλά μη βιάζεσαι! Ποτέ μη βιάζεσαι. Ανεβαίνεις, ανεβαίνεις. Κατακτάς το βουνό με τις δικές σου δυνάμεις. Η μια στροφή μετά την άλλη χάνεται πίσω από τους όγκους των βουνών. Τελειώνει η μια στροφή κι αρχίζει η άλλη, λίγο πιο μπροστά και λίγο πιο ψηλά. Όλο και ψηλότερα... η ανηφόρα είναι δάσκαλος, η ανηφόρα σε διδάσκει. Διδάσκεσαι. Είναι ένα κάλεσμα. Αυτό που εσύ έχεις να κάνεις είναι ένα και μόνο: να ανταποκρίνεσαι.

Τα χιλιόμετρα περνούν. Μαζί και ο χρόνος. Σε μια στροφή πριν απ΄ την Τρυγόνα - τι ωραία τα ονόματα των χωριών! - παρατηρώ ένα κοπάδι που στολίζει μια πλαγιά. Αμφιθεατρικά πάνω απ΄ το δρόμο, λες και είναι σκόπιμα έτσι τα ζώα για να δίνουν μια συναυλία με τα κουδούνια τους - σαν συμφωνική ορχήστρα. Ξαφνικά, πολύ ξαφνικά, άγρια γαβγίσματα σκεπάζουν τη συναυλία και τρία γαϊδουρόσκυλα ξεχύνονται μέσα απ΄ τους θάμνους καταπάνω μου. Η φωνάρα του βοσκού δεν στάθηκε ικανή να τα γυρίσει πίσω. Είδαν φρέσκο μπουτάκι ν΄ αρπάξουν. Ποδήλατο εδώ αμφιβάλλω αν έχουν ξαναδεί. Αυτά τα θηρία χρειάζονται πάντα προσοχή, κυρίως όταν είσαι μόνος. Ποτέ μου δεν φοβάμαι τα σκυλιά, μερικές φορές χρειάστηκε (μάλλον καταχρηστικά) να χρησιμοποιήσω το όπλο μου γι΄ αυτές τις περιστάσεις, την τρόμπα. Μια που πλησίαζα όμως σε κατηφοριά, μου ήρθε η ιδέα ν΄ ακολουθήσω τη μέθοδο της φυγής. Αυτό και έγινε, τα σκυλιά όμως ήταν σκληρά καρύδια! Έσκασα. Τα πόδια και τα πνευμόνια μου έφτασαν στο όριό τους. (Έπρεπε να χρησιμοποιήσω την άλλη μέθοδο, παλιόσκυλα!)

Στον Κορυδαλλό, το μέρος σηκώνει στάση. Μια πέτρινη βρύση εφοδιάζει τον κόσμο με νερό κρύο. Τρεις ηλικιωμένες μαυροφορούσες περνούν από μπροστά μου. Φοράνε ντόπια ρούχα και μιλάνε βλάχικα. Απ΄ την κουβέντα τους μια λέξη μονάχα κατάφερα να ξεχωρίσω: «Τσερνομπίλ»! Μετά την Παναγία, ένα χωριό που βλέπεις χαμηλότερα σε μια κοιλάδα, αρχίζει το καλό κομμάτι... το τελευταίο και πιο δυνατό κομμάτι. Βουνίσια διαδρομή, σαγηνευτική. Γι΄ αυτούς που ξέρουν να νοιώθουν. Ο ποδηλάτης βρίσκεται στον παράδεισό του. Βαθύ πράσινο, πεύκα και έλατα. Και το μπλε του ουρανού, όταν είναι στις καλές του. Το στήθος ανεβοκατεβαίνει με όρεξη, τα πνευμόνια γεμίζουν δύναμη. Άλλος αέρας υπάρχει εδώ ψηλά. Σε τέτοιο υψόμετρο η ατμόσφαιρα είναι αλλιώτικη. Τι να καταλάβει ο μέσος χαμηλός άνθρωπος των πόλεων από αυτά; Οξυγόνο, αρώματα, η ατμόσφαιρα σου δίνεται ολόκληρη. Ζεις με τα ρουθούνια και τα πνευμόνια. Πεύκο, έλατο, υγρή δασική γη φυτά και σάπια φύλλα. Δουλεύει το κορμί στο έπακρο κι η κάθε ανάσα σού δίνει τη δική της δύναμη. Μια τόσο απλή λειτουργία η αναπνοή, γίνεται μια απόλαυση, μια τελετουργία. Σε τέτοιες στιγμές, ναι, μπορώ να δώσω έναν ορισμό της υγείας.

Απορροφιέσαι. Όσο ανεβαίνεις, το τοπίο γίνεται επιβλητικότερο. Στην κορφή σταματάς θέλεις δεν θέλεις - επειδή οπωσδήποτε πρέπει να ντυθείς για την κατηφόρα. Τα πόδια μου πατούν μαλακιά χλόη με αγριολούλουδα. Τα μάτια χορταίνουν από βουνό και δάσος. Ένα άλλο ποδήλατο! Φορτωμένο με σακκίδια. Ένας μοναχικός «συνάδελφος», που είναι και άφαντος... Πού να βρίσκεται; Να ΄τος εκεί ψηλά, ξαπλωμένος στο γρασίδι. Είναι ένας Γερμανός που έχει γυρίσει τις περισσότερες μεσογειακές χώρες με ποδήλατο. Χώρισε προσωρινά από τους φίλους του. Κάθε καλοκαίρι κάνει τις διακοπές του με αυτόν τον τρόπο. Στην Ελλάδα δεν έρχεται για πρώτη φορά. Δείχνει να ξέρει τα κατατόπια. Από τις λεπτομέρειες του λόγου του, καταλαβαίνω ότι πρέπει να ψάξω πολύ για να βρω έστω και έναν Έλληνα που να ξέρει την Ελλάδα καλύτερα απ΄ αυτόν. (Τα σχόλια περιττεύουν.)



Στους χάρτες μας τα δάχτυλα δεν ακολουθούν μόνο τις κόκκινες γραμμές... (και πού δεν έχει πάει!). Κυλάμε στην κατηφόρα μαζί για μερικά μόνο χιλιόμετρα. Σταματάμε σε μια βρύση και γευόμαστε το νερό. Προσπαθούμε να το γευτούμε δηλαδή, γιατί είναι τόσο κρύο που δεν μπορούμε να το πιούμε. Στη διασταύρωση για Μηλιά χωρίζουμε. Αυτός φεύγει προς τα δεξιά, πηγαίνει για την ανατολική βόρεια Πίνδο.

Το Περιστέρι φαίνεται στο βάθος, πιο μπροστά οι κόκκινες σκεπές του Μετσόβου. Κατεβαίνω εκεί για τρόφιμα. Έχω ξαναβρεθεί εδώ. Εδώ δεν είναι για μένα μόνο το παρόν, είναι και οι μνήμες. Κάθομαι σε ένα παγκάκι στην πλατεία. Ελάχιστος κόσμος πηγαινοέρχεται. Τρεις ηλικιωμένοι είναι αραγμένοι σε μια γωνιά, με μακριές μάλλινες κάλτσες και τσαρούχια με φούντα στη μύτη. Τα χέρια ακουμπισμένα σταυρωτά στις γκλίτσες, τα λόγια ελάχιστα. Ο χρόνος γι΄ αυτούς οπωσδήποτε δεν έχει το ίδιο νόημα, δεν σημαίνει τα ίδια πράγματα όπως γι΄ αυτόν που τους παρατηρεί τώρα. Άλλος ένας προστίθεται στη παρέα τους. Η γκλίτσα είναι συγχρόνως και ένα μπαστούνι. Η διάβασή του και η άφιξή του είναι μια ολόκληρη ιεροτελεστία. Βήμα που δεν κρύβει κούραση, αλλά δεν κρύβει και μια μοναδική στο είδος της περηφάνια, στοχασιά, σιγουριά. Στους φυσικούς αυτούς χώρους, οι παλιοί άνθρωποι έχουν ακόμα κάτι από το «αρχαίον κάλλος», έναν αέρα μεγαλοπρέπειας ακόμα κι αν είναι γέροι. (Ίσως όταν είναι γέροι, ποιος ξέρει... πάντως μια παροιμία λέει «αν έχεις γέρο πούλα τον κι αν δεν έχεις αγόραζε».)

Στο δροσερό ίσκιο του πλατανιού, ένα μεσημεριανό φαγητό κι ένας ανάλαφρος υπνάκος είναι πραγματικά ό,τι πρέπει! Και είναι επίσης μια απόλαυση να ξυπνάς εντελώς αβίαστα, στον ίσκιο του δέντρου. Αυτό θα μπορούσε να είναι και ο ορισμός της ξεκούρασης.

Με περιμένει μια σύντομη ανηφόρα και μετά η μεγάλη κατάβαση μέχρι το Βοτονόσι. Απέναντι από τον όγκο του Περιστεριού. Ποδηλατώ αργά σ΄ έναν ήσυχο δρόμο που στρίβει και ανεβοκατεβαίνει, αγκαλιάζει λόφους με θαμνώδη βλάστηση. Ανακαλύπτω ότι περνώ για πολλή ώρα μέσα από ένα κοπάδι από αναρίθμητες αγελάδες. Σέρνουν τα βήματά τους στην άσφαλτο με έναν απελπιστικά αργό ρυθμό. Άτυχος θα ήτανε ο βιαστικός οδηγός που θα τις συναντούσε. Έχουν πραγματικά αποκλείσει το δρόμο! Ελίσσομαι ανάμεσα από τους ζωντανούς όγκους φροντίζοντας να μην τους ενοχλήσω. Πρέπει και να φροντίζω να κρατώ τις ρόδες μου μακριά από τις τεράστιες «νάρκες» που αφήνουν στο δρόμο με μια καταπληκτική άνεση... Να κι ο βοσκός. Σέρνει, μαζί με τα βήματά του κι αυτός μια ξύλινη μαγκούρα. Χτυπά με αυτή την άσφαλτο. Τακ... τακ... τακ. Οδηγεί με δυνατές κραυγές την αργόσυρτη συνοδεία. Αστεία η κινούμενη φιγούρα του. Αστείες και οι αγριοφωνάρες του. Ουρλιάζει δυνατά αλλά φαίνεται ότι κανείς δεν τού δίνει σημασία, κανένα παχύδερμο δεν τον ακούει. «Έ! για πού το΄ βαλες;» λέξεις που αντηχούν σα μουσική μετά από θόρυβο. Με αντιλήφθηκε καθώς ως κινούμενος όγκος ξεχωρίζω αμέσως ανάμεσα στα νωθρά ζώα. «Για την Ήπειρο.» «Στην Ήπειρο είσαι, έφτασες!» «Ψάχνω και την υπόλοιπη.» «Είναι κι άλλη; Πού πέφτει;» Τους απλούς ανθρώπους δεν πρέπει να τους ενοχλείς στην ευτυχία τους. Υπάρχει ασφαλώς και θεμιτή άγνοια. (Σίγουρα υπάρχει κάτι που ζηλεύω σε σένα φίλε μου, έχω όμως βάσιμες υποψίες ότι θα είναι καλύτερα για σένα αν δεν σου το πω.)

Μπαλντούμα. Εδώ θα περάσω τη νύχτα. Έρημος ο καφενές. Είμαι ο μοναδικός πελάτης – ο πελάτης της πορτοκαλάδας! Μελετώ το χάρτη, ανανεώνω τις σημειώσεις μου, συμμαζεύω τον εαυτό μου. Τη σκηνή μου σήμερα τη στήνω σε σίγουρο μέρος. Απολαμβάνω τη θερμοκρασία του αέρα και τη γαλήνη του χώρου. Τρία ή τέσσερα χαριτωμένα πιτσιρίκια παίζουν κάπου κοντά. Με μια απολαυστική ντροπή, διασκεδάζουν με την παρουσία μου. Τελικά με πλησίασαν, αφού τους βοήθησα να βεβαιωθούν ότι δεν είμαι εξωγήινος. Ο ήλιος έχει από ώρα γείρει πίσω από το βουνό της δύσης, αλλά λένε ότι στα πρόσωπα των παιδιών μετανιώνει και γυρίζει πίσω. Ο Ηράκλειτος έχει δίκιο, ο χρόνος εξακολουθεί να είναι ένα παιδί που παίζει ζάρια. Το θέμα είναι να καταφέρεις να μπεις στο παιχνίδι τους με τα πετραδάκια. Από κει και έπειτα, η γλώσσα τους λύθηκε. «Πω πω τι μεγάλο ποδήλατο!» «Γιατί το τιμόνι είναι έτσι;» «Γιατί είναι κόκκινο;» Άντε να απαντήσεις στα παιδιά...

«Με τον αδερφό μου εμείς μένουμε στην Αθήνα και ερχόμαστε το καλοκαίρι». Τυπικό σενάριο για κατοίκους της ελληνικής επαρχίας, σκέφτηκα. Έφυγαν όταν τους φώναξε «η μαμά!». Σκοτεινιάζει. Γερμένος στο πλευρό, αποκοιμάμαι σαν κούτσουρο. Για μια στιγμή μονάχα ξυπνώ μέσα στη νύχτα από ένα μακρυνό ουρλιαχτό, σκύλου, τσακαλιού ή λύκου ή κάτι τέτοιο.

Σάββατο 30.8.86



Τι ησυχία! Πριν ο ήλιος υψωθεί πάνω από το βουνό της ανατολής, βρίσκομαι στο δρόμο. Η ανάβαση στον Δρίσκο είναι το ξεκίνημα της καιονύργιας μέρας. Σκαρφαλώνω αργά. Σε μια στιγμή, βγαίνω από τη σκιά της κοιλάδας και μπαίνω στις πρώτες ακτίνες του ήλιου.

Βουνά, βουνά ολόγυρά μου. Όσο ψηλότερα ανεβαίνεις πληθαίνουν, περισσότερα μπαίνουν στο οπτικό σου πεδίο. Όγκοι, σχήματα, σ΄ όλες τις αποστάσεις. Χορταίνουν τα μάτια σου βουνά. Πόσα ακόμα θ΄ ανεβώ και θα κατεβώ στο ταξίδι μου! Το κυρίαρχο στοιχείο του περιβάλλοντος που μπορεί να σου προσφέρει την υπέρτατη ελευθερία! - από σένα εξαρτάται. Ελλάδα, η χώρα των βουνών. Τι θα ήταν η Ελλάδα χωρίς τα βουνά της; Απλούστατα δεν θα ήταν η Ελλάδα. Αυτά είναι η πηγή της ζωής, ο μεγάλος πλούτος, πλούτος όχι μόνο υλικός. Κρύβουν την αρχαία «ύλη», το δάσος. Κρύβουν και άλλες αξίες και τις προσφέρουν σ΄ όποιον ξέρει να τις εκτιμά, να συνδυάζει τη φυσική δράση με την ψυχική του ανασυγκρότηση. (Και εδώ χαλάει το πράγμα, γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι ενδιαφέρονται πολύ για ο,τιδήποτε άλλο εκτός από τον εαυτό τους.) Όταν συνδυάζονται τέτοιες σκέψεις με άμεσες παραστάσεις, έχεις μια μοναδική ευκαιρία να ξεδιαλύνεις μέσα σου μερικά πράγματα.

Στην κορυφή, η ελκυστική πανοραμική θέα της λίμνης αποκαλύπτεται. Μεγάλη δεξαμενή με ένα γαλάζιο υγρό ήρεμο σαν λάδι, σκεπασμένη με την πρωινή αχλή στα διάφορα σημεία αραιότερη ή πυκνότερη σαν ένα στάσιμο δειλό σύννεφο. Υπέροχες φυσικές εικόνες που ο σύγχρονος άνθρωπος έχει αρχίσει να ξεχνάει - ή να τις βλέπει μόνο στα βιβλία και τα πόστερ της αγοράς. Βλέπεις, όσο σπανίζει κάτι τόσο περισσότερο κοστίζει, αυτή είναι βασική αρχή της ανθρώπινης οικονομίας (ή μήπως απάνθρωπης;). Ενώ λοιπόν σπανίζει, τόσο περισσότερο και αξίζει. Συμπέρασμα κάποιων: φροντίστε να σπανίζει! Φαίνεται εντελώς ηλίθιο και γελοίο, αλλά αυτό κάνει η οικονομία. Εάν υπήρχαν όλα σε αφθονία, ο πλούτος δεν θα είχε νόημα. Τότε όλοι θα ήταν πραγματικά πλούσιοι (αλλά δεν θα υπήρχε η σχετική αξία του πλούτου). (Κάποιος είπε ότι το πιο απίθανο πράγμα που υπάρχει είναι η πραγματικότητα - τι απίθανος λόγος!)





Τα Γιάννενα απλώνονται στο βάθος ξασπρισμένα, πιο μπροστά το νησάκι, τα χωριά σκόρπια στον μικρό πράσινο κάμπο, εκτάσεις με κιτρινοπράσινους καλαμώνες στα σύνορα του νερού. Το τοπίο σε απορροφά. Λοιπόν, θα συμπεριλάβω στη διαδρομή μου και το γύρο της λίμνης!

Σαν από παρατηρητήριο ακολουθώ με τη ματιά τους δρόμους που χαρακώνουν τον κάμπο κάτω από τα πόδια μου και σχεδιάζω ποιους θα ακολουθήσω. Ο μεγαλύτερος δρόμος που φαίνεται ασφάλτινος ακολουθεί μια τεθλασμένη πορεία, για να περάσει από όσο το δυνατό περισσότερα χωριουδάκια. Σε τέτοιες υπαίθριες «ασήμαντες» περιοχές, χαράζουν ένα τεθλασμένο δρόμο με κριτήριο την εξυπηρέτηση όλων των χωριών, ενώ σε «αναπτυγμένες» περιοχές χαράζουν έναν μεγάλο δρόμο μόνο με το χάρτη και προσθέτουν μετά και τις παρακάμψεις για το κάθε χωριό - και καταστρέφουν έτσι όλον τον τόπο στο τέλος.

Ξεχύνομαι στην κατηφοριά. Περνώ το χωριό Μάζια, ένα σκύλος ψάχνει με τη μουσούδα αμέριμνος τα χόρτα στην άκρη του δρόμου. Γένος των σκύλων, θα σ΄ εκδικηθώ γι΄ αυτό που μου έκαναν οι τρεις αγενέστατοι εκπρόσωποί σου πριν από 24 ώρες. Έρχομαι με ταχύτητα από τα νώτα και ουρλιάζω τόσο δυνατά και ξαφνικά που ο σκύλος σίγουρα ποτέ στη σκυλίσια ζωή του δεν τρόμαξε τόσο. Πάντως καρδιακό επεισόδιο δεν έπαθε, αφού κοίταξε πίσω για ένα δέκατο του δευτερολέπτου αυτό ήταν όλο. Ξεχύνεται μπροστά σαν τον διάβολο. Οδηγώ στη μέση του δρόμου ακριβώς πίσω του, ελέγχοντας με τα φρένα την απόσταση. Τα πισινά πόδια ανεβοκατεβαίνουν απ΄ την κοιλιά ως την πλάτη σαν τα πιστόνια μιας έξαλλης μηχανής. Είναι ν΄ απορείς που τη βρίσκει τέτοια δύναμη! Όταν θεωρώ ότι την εκδίκησή μου την έχω πάρει, σε μια διαπλάτυνση του δρόμου ο σκύλος εξαφανίζεται στη στιγμή κατρακυλώντας στους θάμνους και τα βράχια όπως-όπως. (Ακόμα ίσως τρέχει.)


Επίδειξη ελληνικής ορθογραφίας...

Στο Πέραμα, έψαξα για το σπήλαιο. Πρώτη φορά το επισκέπτομαι. Το δυνατό φως του ήλιου σε θαμπώνει στην έξοδο. «Ωραίο το σπήλαιο; Πάρε κι ένα ενθύμιο, αυτά τα σκαλίζω μόνος μου.» (Έχω την αίσθηση ότι η άποψή μου για το σπήλαιο τον ενδιαφέρει πολύ λιγότερο από την άποψή μου για τις γκλίτσες του. Οι ικεσίες των πλανόδιων με ενοχλούν, είναι ακόμα ένα σύμπτωμα μιας άρρωστης κοινωνίας. Ας διορθώσουμε κάτι: αρρωστημένης κοινωνίας, όχι άρρωστης - αυτό θα ενοχλούσε λιγότερο. Ο εξευτελισμός έφτασε να γίνει οικονομικός θεσμός.) Αραδιασμένοι στη σειρά, μικροπωλητές με αντικείμενα κάθε λογής, όλα για το μεροκάματο. Μέσα στο σπήλαιο ήταν καλύτερα - κάτι ήξεραν οι άνθρωποι των σπηλαίων. Επειδή και η αδιαφορία με ενοχλεί, περιορίζομαι να πω ότι δεν μπορώ να τη μεταφέρω με το ποδήλατό μου. «Έχω δει και ΄γω ξένους με ποδήλατα φορτωμένα. Και πηγαίνανε και γρήγορα». Και είμαι σίγουρος ότι δεν κρατούσαν γκλίτσα, φίλε μου.

Χωρίς γκλίτσα λοιπόν αλλά με δυο καινούργιες σκέψεις για την ανθρώπινη μοίρα, πήρα το ποδήλατό μου απ΄ την αυλή του σπιτιού όπου το είχα αφήσει. Γιάννενα. Η λαϊκή αγορά σφύζει, είναι ένα μελίσσι. Σ΄ ένα μικρό φούρνο, βρίσκω ένα θαυμάσιο ψωμί. Θέλω να κάνω το γύρο της λίμνης, κατευθύνομαι λοιπόν προς το νότο. Διαβάζω κάπου: «οικογενειακή ταβέρνα Η ΜΑΣΑ». (Εφευρετικός ο Έλληνας.) Ποδηλατώντας στον δροσερό κάμπο με τα χωράφια και τα λιβαδάκια, έχεις την ευκαιρία να πάρεις μερικές ακόμα πολύτιμες γεύσεις από τους παράδεισους του ελληνικού κόσμου. Σε μια γραφική γωνιά, επιδίδομαι σ΄ ένα θεσπέσιο γεύμα, με επίκεντρο του ενδιαφέροντος το υπέροχο ψωμί.

Ακολουθούν και άλλα χωριουδάκια, πιο ήσυχα κι από τη λίμνη ακόμα. Βλέπω μερικά ψηλά πέτρινα σπίτια και με σκεπή από πλάκες γκρίζες και μαυρισμένες από το πέρασμα του χρόνου. Σε μια ερημιά, μια πινακίδα πληροφορεί - ματαίως! - για τον περιφραγμένο μικρό χώρο: «προϊστορικό σπήλαιο Καστρίτσας». Μόνο με (βιβλιογραφικές) μνήμες μπορείς να το δεις, το λουκέτο σε σταματάει. Αρκείσαι σε αυτά που έχεις διαβάσει. Ο χώρος φαίνεται αφρόντιστος και ξεχασμένος. Αν ήταν καμιά εκκλησία, θα ήταν όμως φροντισμένη με το παραπάνω. Στη βόρεια ακτή της λίμνης υπάρχει ένας ενδιαφέρων υδροβιότοπος. Νερό πεντακάθαρο (καθαρίζεται από την πυκνή βλάστηση), μεγάλα υδρόβια φυτά, καλαμιές, βλάστηση που βγαίνει από το νερό και δημιουργεί υδάτινους διαδρόμους που θυμίζουν Αμαζόνιο. Περνούν στο βάθος κολυμπώντας δυο νεροπούλια. Αναγνωρίζω τουλάχιστο τριών ειδών διαφορετικές φωνές βατράχων. Με μια βάρκα, σίγουρα πολλά έχει ν΄ ανακαλύψει κανείς εκεί μέσα.



Λίγο μετά, βλέπει κανείς το νησί. Η απόστασή του απ΄ την ακτή είναι πολύ μικρή. Μια επίσκεψη σ΄ αυτό θα μού έπαιρνε όλο το απόγευμα. Ας το αφήσω. Γυρίζω από έναν αδιάφορο δρόμο προς τα Γιάννενα, ως την είσοδο της πόλης, εκεί όπου ο δρόμος μου στρίβει προς τα βόρεια πια. Η ύπαρξή μου περιμένει τώρα σε μια λέξη: «Ζαγόρι».

Διασχίζει ο δρόμος μια εύφορη πλατειά πεδιάδα, με μικρά χωριά σκόρπια εδώ κι εκεί στους πρόποδες των βουνών που την αγκαλιάζουν. Ο ουρανός επάνω έχει μερικά άσπρα χαμηλά σύννεφα που τον κρύβουν εδώ κι εκεί και οι σκιές τους πέφτουν με έντονα περιγράμματα στην επιφάνεια του κάμπου και στα γύρω βουνά. Οι ίσκιοι αυτοί φαίνονται σαν σκουρόχρωμα μπαλώματα στις καταπράσινες πλαγιές, επιφάνειες που ξεχωρίζουν λόγω της έντονης χρωματικής τους αντίθεσης με τα μέρη που λούζονται στον ήλιο. Η ατμόσφαιρα είναι καθαρή για να σε αφήνει ν΄ απολαύσεις ανόθευτη όλη αυτή τη χρωματική πανδαισία. Το ποδήλατό μου κυλάει ευτυχισμένο σε ισάδια επιτέλους, μετά τη δοκιμασία στις μεγάλες και δύσκολες χθεσινές κατηφόρες.

Λίγες βροχοστάλες φτάνουν ως εμένα. Παρόλο που η βροχή θεωρείται - και είναι! - ο εχθρός του ποδηλάτη, είναι τέτοια η ευτυχία σου εδώ που χαίρεσαι σχεδόν στην ιδέα μιας σύντομης βροχής. Πόσο θα διέφερε αυτή η βροχή από τις βροχές που έχουμε συνηθίσει κάτω στις κατοικημένες και ρυπασμένες περιοχές! Εκεί είναι βρώμικες γιατί επιστρέφουν στη γη τη σκόνη και τη βρωμιά που οι ανθρώπινες δραστηριότητες δημιουργούν - είναι κι αυτό μια εκδίκηση της φύσης. Στην καθαρή βουνίσια ατμόσφαιρα η βροχή είναι ένα αναζωογονητικό δρόσισμα, ένα ντους που εδώ που τα λέμε θα έπλενε και το ποδήλατό μου που έχει μαζέψει αρκετή σκόνη. Αλλά ο ουρανός καθαρίζει και πάλι.

Στη διασταύρωση για το Σκαμνέλλι, σταματώ πάλι σε μια βρύση. Οι βρύσες... άγιοι τόποι, οι στάσεις του οδοιπόρου, τόποι ανάπαυσης όπου η φύση προσφέρει απλόχερα τη δροσιά της. Συμβουλεύομαι τον χάρτη μου. Ξαπλώνω στο γρασίδι και γυμνώνω το κορμί μου στον ήλιο. Τρεις μέρες έχουν ήδη περάσει και να που οι ευεργετικές επιδράσεις της διαβίωσης και της δραστηριότητας στο ύπαιθρο έχουν αρχίσει να γίνονται ολοφάνερες! Νοιώθω περίφημα. Ξεκούραστος, χαλαρός και ήρεμος. Γεμάτος υγεία και δύναμη.

Βρίσκομαι στους πρόποδες ενός μεγάλου βουνού, που θα πρέπει στη συνέχεια να κατακτήσω με τις δυνάμεις μου. Ο δρόμος ανεβαίνει φιδωτά, με συνεχείς στροφές. Προετοιμάζομαι για μια καλή ανάβαση. Και δεν πέφτω έξω. Αριστερά κάτω, ο δρόμος για την Κόνιτσα συνεχίζει χωρίς εμένα σ΄ όλο το ορατό μήκος της κοιλάδας και φαίνεται σαν μια αστραφτερή γραμμή καθώς το οδόστρωμα αντανακλά το φως του ήλιου με ορισμένη γωνία. Στο βάθος της κοιλάδας εκεί υπήρχε παλιά μια φυσική λίμνη, η λίμνη της Λαψίστας. Κάποτε αποξηράθηκε τεχνητά για να παραδοθεί ο βυθός της στην καλλιέργεια. Θυσία στο βωμό της οικονομίας. Ελληνικά Σισσύφεια έργα. Μήπως τάχα οι κάτοικοι είδαν την προκοπή τους; Η ίδια ιστορία της «ανάπτυξης» επαναλαμβάνεται. Πολλοί σμπάροι, κανένα τρυγόνι. Κάποτε τις λίμνες τις αποξηραίνανε - τώρα έρχεται η εποχή που αναγνωρίζουν τη διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας και σκέφτονται να τις ξανακάνουν (όχι πάντα βέβαια).

Ανεβαίνοντας, όλα αυτά σιγά-σιγά μικραίνουν στα μάτια μου μέχρι που χάνονται όταν βγαίνω σ΄ ένα διάσελο. Εκεί με περιμένει ένα υπέροχο πρασινοκίτρινο οροπέδιο, πράσινο από τη βλάστηση και κίτρινο από έναν ήλιο που έχει αρχίσει να γέρνει. Στο βάθος στους θάμνους φαίνεται μισοκρυμμένο ένα κοπάδι. Δυο σκύλοι ορμούν καταπάνω μου, κραδαίνω όμως τώρα την τρόμπα μου και κρατιούνται σε απόσταση ασφαλείας.

Διασταυρώνομαι με έναν αργοκίνητο καβαλάρη. Το γαϊδουράκι βαδίζει στωικά, με μικρά και γρήγορα βήματα, βήματα από κάποιον ισόβιο χορό θαρρείς, υπομένει το βάρος που μια ζωή σηκώνει. Τα πόδια του παππού κουνιούνται κρεμασμένα στη μια πλευρά του ζώου, πάνω-κάτω σαν αθόρυβη μηχανή. Κάτω από την τραγιάσκα, ροδίζει στον απογευματινό ήλιο ένα υπέροχο χαμόγελο... ομορφαίνει τις πλούσιες ρυτίδες μιας (πλούσιας;) ζωής. Σηκώνει το χέρι και χαιρετάει. Γεια σου παππού!

Πηγαίνω για το Μονοδέντρι. Κυλώ σ΄ ένα έρημο τοπίο, με μικρές αλλεπάλληλες ανηφοριές και κατηφοριές. Ένα τοπίο με μια απογευματινή ησυχία, που διακόπτεται μόνο από τη φωνή κάποιου κότσυφα που κάθε λίγο πετάγεται τρομαγμένος από το διπλανό θάμνο. Η θαμνώδης βλάστηση φανερώνει ότι τα μέρη υπερβόσκονται - τα κοπάδια, η μεγαλύτερη μάστιγα της ελληνικής φύσης, τα ρημάζουν κι εδώ όλα.

Ο ήλιος θα αγγίξει το βουνό της δύσης. Η ώρα αυτή της ημέρας έχει τον δικό της τόνο. Οι διασταυρώσεις σε επαρχιακούς ασύχναστους δρόμους σαν αυτούς δίνουν άλλο νόημα στην πανάρχαιη έννοια του «δρόμου». Αρχίζει μια ανηφόρα, στ΄ αριστερά από έναν εντελώς γυμνό περίεργο όγκο, όταν εντελώς απροειδοποίητα προβάλλει μπροστά μου η Βίτσα. Πρέπει να σταματήσει κανείς, για να θαυμάσει το χωριό από απόσταση. Δεν έχω ξαναδεί χωριό τόσο σοφά τοποθετημένο στο χώρο. Λες κι έχει φτιαχτεί από το μολύβι και το χέρι του πιο σοφού αρχιτέκτονα. Που πρώτα απ΄ όλα ήξερε να διαλέξει την πιο σωστή τοποθεσία.



Η ανηφόρα συνεχίζει πιο απότομη. Το τοπίο εδώ γίνεται πιο ορεινό, ατίθασο. Να ένας άλλος περιφραγμένος χώρος, μια πινακίδα γράφει «ερείπια προϊστορικού οικισμού». Κάτι έχω διαβάσει και γι΄ αυτό. Είναι το σημείο κοντά στο Μονοδέντρι με προϊστορικά ευρήματα στην Ήπειρο, αλλά πώς να θυμάμαι όλες τις λεπτομέρειες... - όλη η Ελλάδα γεμάτη ιστορία είναι. Είναι ν΄ απορείς πώς ζούσαν (μόνιμα;) οι προϊστορικοί άνθρωποι σε τέτοιο υψόμετρο, σε τόσο άγριο χώρο. Και πόσα άλλα θα υπάρχουν, θαμμένα κι άγνωστα για την ώρα - η ελληνική γη είναι αστείρευτη.

Μονοδέντρι. Ένας διαβάτης με πληροφορεί για το χωριό και τον τόπο. Μπαίνω σε λίγο στο χωριό από τον κάτω δρόμο. Σέρνω το ποδήλατο σε ένα καλντερίμι και φτάνω στην κάτω πλατεία. Περίπατος σε τέτοιον ήρεμο χώρο ισοδυναμεί με περίπατο στον παράδεισο. Πολύ λίγος ο κόσμος και μια βαθειά απολαυστική σιωπή. Ο ήλιος τώρα πέφτει πίσω από μια πέτρινη καμινάδα και τον απέναντι λόφο. Αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο, οι πολλές σκέψεις υποχωρούν. Τα πάντα συμμαχούν μαζί σου. Κλείνεις τα μάτια και ξεχνάς και μετά τ΄ ανοίγεις και αφήνεις τα μάτια σου αβίαστα να βλέπουν ό,τι θέλουν αυτά. Ο χώρος εμπνέει ένα είδος μυστικού σεβασμού. Κρύβει κάτι το ιερό. (Στ΄ αλήθεια κρύβει, μόνο που πρέπει να είσαι έτοιμος για να το νοιώσεις.) Χωριό που δεν φτιάχτηκε για κατοίκους αλλά για ανθρώπους. Εδώ είναι η μεγάλη διαφορά με τον κορεσμένο χώρο του πρακτισμού των σημερινών πόλεων. Κι αυτό γίνεται όταν και μόνο ο σεβασμός για τον άνθρωπο συμβαδίζει με τον σεβασμό για το περιβάλλον - σπάνια μάλλον σύμπτωση σήμερα. Εδώ είναι που συμβάλλει το ποδήλατο: πλησιάζεις τον χώρο με ένα μέσον που σε βοηθάει να κατακτήσεις αυτό το διπλό σεβασμό.

Ανέβηκα στον καλό δίτροχο φίλο λοιπόν και κατηφόρισα στον σύντομο χωματόδρομο για την Αγία Παρασκευή. Πέτρινο παλιό μοναστήρι, κτίσματα που καταργούν αυτοδίκαια το νόμο της φθοράς. Εγκατάλειψη ή θρίαμβος των άλλων δυνάμεων άραγε; - ποιος να ξέρει... Όλα ζούν ταυτόχρονα στο παρόν και στο παρελθόν, τυλιγμένα στο γκρίζο της πέτρας. Η θέα πάνω στο μεγάλο χάσμα είναι κάτι το ανεπανάληπτο! Να και το μονοπάτι. Σε προκαλεί να το ακολουθήσεις. Μπαίνω μέσα στο φαράγγι του Βίκου.

Εδώ πρόκειται για ένα πρωτόγνωρο μάθημα γεωμετρίας. Προσπαθώ να αισθανθώ όσο γίνεται περισσότερο τις τρεις διαστάσεις. Αντιλαμβάνεσαι οριακά μερικές έννοιες: χώρος, χάος, ύψος... Το μονοπάτι με χώνει στον κόσμο του φαραγγιού, σκαλισμένο στη μέση του γιγάντιου κάθετου τοίχου. Πάνω στα ανελέητα βράχια, στις σταγόνες από χώμα βρίσκουν την ευλογία τους αγριόχορτα και αγριολούλουδα, φυτά σπάνια που φέρνουν στο νου τα βότανα των «βικογιατρών» ενός παρελθόντος. Το απόκοσμο αυτό μονοπάτι έπαιρναν οι ντόπιοι για να γλυτώσουν από το μαχαίρι. Σβήσαν τα χνάρια τους στο βράχο, αλλά στα ίδια ματωμένα βήματα ξέρω ότι συνεχίζω. Μέχρι πόσο; Αναγκάζομαι να σταθώ, γιατί ένα πελώριο κομμάτι βράχου έχει καταποντιστεί στο χάος. Πήρε μαζί το μονοπάτι, πήρε και τον πόθο μου να εξερευνήσω περισσότερο το επιβλητικό στερέωμα.

Παρατηρώ με δέος. Ένα μεγάλο αρπακτικό πουλί πετά μακριά. Το ζηλεύω. Αν ήμουν αυτό, όλη μέρα θα ζούσα στο φαράγγι, στην κάθε γωνιά του, αυτό θα ήταν για μένα ο κόσμος. Εδώ αξίζει να είναι κανείς πουλί. Εδώ ακριβώς είναι η ώρα να θυμηθείς αυτόν που ο Γ. Βαλέτας χαρακτήρισε «Πούσκιν της νέας Ελλάδας... αυτοδίδακτο θύμα της ελευθερίας και της τέχνης... αυτός που δεν βρήκε τον άξιο βιογράφο και κριτικό του (παρά τη δουλειά του που έκανε ο ίδιος γι΄ αυτόν)... όσα γράφηκαν μειώνουν και παραμορφώνουν την υψηλή του πνευματικότητα...». Ώρα να θυμηθείς λίγο από τον σπαρακτικό «Σταυραητό» του εθνικού ποιητή της Ηπείρου:

... θέλω τ΄ αψήλου ν΄ ανεβώ, ν΄ αράξω θέλω, αιτέ μου,
μες στην παλιά μου κατοικιά, στην πρώτη τη φωλιά μου,
θέλω ν΄ αράξω στα βουνά, θέλω να ζάω μ΄ εσένα.
Θέλω τ΄ ανήμερο καπρί, τ΄ αρκούδι, το πλατόνι
καθημερνή μου κι ακριβή να τά ΄χω συντροφιά μου.
Κάθε βραδούλα, κάθε αυγή, θέλω το κρύο τ΄ αγέρι
να ΄ρχεται από τη λαγκαδιά, σα μάνα, σαν αδέρφι
να μού χαϊδεύη τα μαλλιά και τ΄ ανοιχτά μου στήθη.
...
Παρακαλώ σε, σταυραϊτέ, για χαμηλώσου λίγο,
και δώσ΄ μου τες φτερούγες σου και πάρε με μαζί σου,
πάρε με απάνου στα βουνά, τι θα με φάει ο κάμπος.


Άγνωστος και παραγνωρισμένος ο Κώστας Κρυστάλης, όσο κι αυτός ο αητός που με παρασέρνει.

Το ρολόι μου με ξύπνησε κάποτε από τις ονειροπολήσεις, είναι αργά, σε λίγο θα αρχίσει να πέφτει το σκοτάδι. Γυρίζω στην άκρη του χωριού. Μια χωρική που ήταν και αυτή εκεί για νερό με βοηθάει να βγάλω νερό από το πηγάδι. Το πηγάδι αυτό είναι ένα φαινόμενο: ανοιγμένο καταμεσής σ΄ έναν τόπο όλο βράχια κι ωστόσο το νερό του έχει μια γεύση καταπληκτική!

Βρίσκω ένα απόμερο ξέφωτο με γρασίδι, ιδανικό τόπο να στήσω τη σκηνή μου, λες και ο τόπος αυτός ήταν εκεί ειδικά για μένα. Έκανα ένα ντους για να διώξω από πάνω μου τον ιδρώτα όλης της μέρας, κρεμώντας το δοχείο του νερού σ΄ ένα δέντρο. Βέβαια τα άλατα του ιδρώτα δεν είναι καθόλου πολλά όταν ζεις έτσι και τρέφεσαι και σωστά. Το σώμα μου βγάζει σχεδόν καθαρό νεράκι. Ο ιδρώτας που δεν μυρίζει είναι το σημάδι ότι το σώμα έχει καθαρίσει από τις τοξίνες. Μετά το ντους νοιώθω υπέροχα.

Είναι μια τέτοια αίσθηση, που τώρα μπορώ να δώσω έναν ορισμό της υγείας: υγεία είναι το να νοιώθεις ότι δεν σου λείπει απολύτως τίποτα στον κόσμο. Αυτό που νοιώθω τώρα στο κορμί μου μπορώ να το ονομάσω απόλυτη δύναμη.

Βράδιασε και βγήκα στη μικρή πλατεία. Βρίσκω ένα μικροσκοπικό παντοπωλείο. Είναι ταυτόχρονα και καφενεδάκι, με λιγοστά τραπέζια και ψάθινες καρέκλες. Ίσως και κάτι άλλο να είναι και να μην το έχω ανακαλύψει... είναι αυτοί κάτι χώροι μικροί και χωρίς φανερή ταυτότητα, αλλά που σου δίνουν μια ξεχασμένη αίσθηση ανθρώπινης επικοινωνίας, πολύ μακριά από την ανωνυμία του σούπερ-μάρκετ. Λειτουργούν ως χώροι κοινωνίας, συνάντησης των ανθρώπων σε τέτοια μικρά χωριά. Λιγοστοί και οι θαμώνες, ηλικιωμένοι δυο παρέες, με τις χούφτες στις γκλίτσες.

Νοιώθω παράξενα, είμαι ο μόνος νέος άνθρωπος μέσα στα απόμαχα γηρατειά. Με ρωτάει ένας τους αν είμαι Έλληνας. (Την έχω βαρεθεί αυτή την ερώτηση, αλλά από τέτοιον άνθρωπο δεν με ενοχλεί.) «Σε είδα με το ποδήλατο. Ποδήλατο εδώ πάνω; Δεν κουράστηκες;» Με λίγο κέφι όλα γίνονται, μήπως τώρα φαίνομαι «κουρασμένος»; «Για δες τον! εγώ μέχρι το χωράφι που πάω και με το ζώο και το σκέφτομαι!», λέει άλλος χτυπώντας την παλάμη στο γόνατο.

Παρατήρησα ότι δεν βλέπω νέους στο χωριό. «Να σού πω ... (αργές κουβέντες και ρίχνει τις απαραίτητες ματιές στο τάβλι των άλλων, αυτό που απορροφά τα περισσότερα βλέμματα) το καλοκαίρι έχει κόσμο, το χειμώνα ποιος να έρθει εδώ στην ερημιά; Στα Γιάννενα οι δουλειές, εκεί κι ο κόσμος. Εμείς συνταξιούχοι είμαστε, ερχόμαστε στα πατρικά για ξεκούραση, εδώ μεγαλώσαμε.» Όμορφα τα μέρη, ναι. Παλιά σ΄ όλα αυτά τα σπίτια έμεναν οικογένειες, στα περισσότερα, πολύ παλιά. Τώρα άλλαξαν τα πράγματα. Όλοι ζητούν εύκολες δουλειές, τα παιδιά μαθαίνουν γράμματα. «Εσύ από ποιο μέρος είσαι; Και ήρθες με το ποδήλατο εδώ;! Πού πηγαίνεις;» Ωραία στην Ήπειρο αλλά τι να το κάνεις, ερημιά βρε παιδί μου... «Άλλοι φεύγουν από δω και πάνε στη θάλασσα για μπάνιο και συ ...»

Μου είπε λίγα ακόμα. Δεν ξέρω αν αξίζει τον κόπο που προσπαθώ να βυθομετρήσω αυτό το πέλαγος της εγκατάλειψης σε κάποια αόρατη και κακή άγνωστη μοίρα. Μια αδιόρατη πίκρα μένει στο τέλος. Το ένα χρονικό σημείο είναι τα προϊστορικά ερείπια εκεί στη στροφή λίγο πιο πέρα, πριν από δυο μόλις ώρες για μένα. Το άλλο χρονικό σημείο, το χαμόγελο αντικρύ μου που έχει το κουράγιο να δηλώνει την παρουσία του ανάμεσα στα σημερινά ερείπια. Η σκληρή πραγματικότητα είναι καλά οχυρωμένη στα τείχη της και έχω την αίσθηση ότι είμαι μόνος, είμαι ο μόνος τώρα που τολμώ, που προσπαθώ να την εκπορθήσω. Θέλω δε θέλω, αφήνω τον χρόνο να κάνει τη «δουλειά» του. Ίσως, ποιος ξέρει... τελικά αυτός να μην είναι πάντοτε πανδαμάτωρ.

Κυριακή σήμερα, 31.8.86



Δροσερός ο καιρός. Χόρτασα ύπνο, έναν ύπνο τελείως ανενόχλητο, σε τέλεια σιγή. Ανηφορίζω μέσα από το χωριό για την πάνω πλατεία. Σπρώχνω το ποδήλατό μου στα χαρακτηριστικά καλντερίμια με το αυλάκι στη μέση για τα νερά της βροχής.



Αφήνω τα μάτια μου στα χτιστά στοιχεία του χώρου, τα σπίτια, τις μάντρες. Πώς γίνεται με ένα τόσο «κρύο» υλικό σαν τη γκρίζα άψυχη πέτρα να δημιουργήσει κανείς κατασκευές τόσο φιλικές, χρήσιμες, οικείες, ανθρώπινες... Το ανθρώπινο χέρι λοιπόν μπορεί και να ευλογεί τον κόσμο. Ένας πέτρινος ζεστός κόσμος. Αξιοθαύμαστο! Πέτρα στην πέτρα οι μάντρες και μερικά άλλα χτίσματα, χωρίς συνδετική ύλη.



Ένας ασφάλτινος δρόμος βγάζει στη θέση «Οξυά» ή Μπαλκόνι του Βίκου. Ο δρόμος γίνεται χωμάτινος. Ο δείκτης του υψόμετρου πέρασε τα 1300 μέτρα. Αναπνέω τον καθαρό αέρα με πάθος. Τοπίο άγριο, καθαρά δασικό. Γεμάτο οξυές και με κάτασπρα περίεργα βράχια με οριζόντιες στρώσεις και σε διάφορα τρελλά σχήματα και σχηματισμούς. Τι γλύπτης η φύση! Συναντώ δυο μικρές κατηφοριές και πρέπει να χρησιμοποιήσω τα φρένα μου με προσοχή για να προφυλάξω τα λάστιχά μου από τα κοφτερά χαλίκια. Η τοπογραφία του χώρου με σαγηνεύει, μου αρέσουν πολύ οι ασύμμετροι και ακανόνιστοι όγκοι, τα ατίθασα στοιχεία του χώρου. Και η χάραξη του μικρού χωματόδρομου είναι απρόβλεπτη και γι΄ αυτό υπέροχη! Λοιπόν, ο χώρος αυτός είναι πραγματικά ένας παράδεισος! Προσπερνώ μια μικρή πηγή και μερικά μικροσκοπικά λιβαδάκια ηλιοπότιστα, με καταπράσινο γρασίδι και κατακόκκινες παπαρούνες. Παπαρούνες τέτοιαν εποχή;... ναι, παπαρούνες! Και άλλα πολύχρωμα αγριολούλουδα. Να τι ήρθαν να κάνουν εδώ ψηλά οι προϊστορικοί άνθρωποι.

Στο τέλος του δρόμου, αφήνω το ποδήλατο στο δάσος και παίρνω το πέτρινο μονοπάτι. Έχω την ευκαιρία να θαυμάσω τον Βίκο από μια δεύτερη θέση. Το μονοπάτι σταματά σ΄ ένα σημείο που μοιάζει πραγματικά με μπαλκόνι. Στην επιστροφή στο ποδήλατό μου, καταφθάνουν δυο αυτοκίνητα και αδειάζουν αγουροξυπνημένους εκδρομείς. Με κοιτάνε περίεργα και με ρωτάνε αν κουράστηκα που ανέβηκα μέχρι εδώ. Ξέρω καλά - το κρίνω άλλωστε από αυτό που ολοφάνερα δείχνουν - ότι αυτοί είναι πολύ περισσότερο κουρασμένοι από μένα. Τι είναι τελικά η κούραση; Ποιος έχει την υπομονή και την οξυδέρκεια να δώσει τον ακριβή ορισμό αυτής της έννοιας; Αυτό που χρειάζεται είναι να ξέρει κανείς το πώς ακριβώς να κουράζεται. Και φυσικά, αυτό δεν είναι κάτι που μπορώ να το κάνω μόνο εγώ, αυτό μπορεί να το κάνει ο οποιοσδήποτε. Αλλά άντε τώρα να τους το εξηγήσεις και να το καταλάβουν...



Κατηφορίζοντας, βλέπω μακριά στο βάθος, κάπου προς το νότο τον καπνό μιας πυρκαγιάς να έχει υψωθεί στον ορίζοντα. Μετά τη Βίτσα, ο δρόμος μου πρόκειται να διασχίσει ένα καλλιεργημένο οροπέδιο. Ανεβοκατεβαίνει πολύ όμορφα σαν κύμα, στρίβει ανάμεσα από τρία μικρά και φτωχότατα χωριουδάκια ξεχασμένα από τον κόσμο. Οι κάτοικοί τους είναι άφαντοι και προφανώς ελάχιστοι. Τι μοναξιά! Μετά τα Κάτω Πεδινά, ο δρόμος αφήνει το οροπέδιο. Κάνω μια γρήγορη κατάβαση σε έναν καλοστρωμένο δρόμο ως το Καλπάκι. Το μνημείο της ιστορικής μάχης στεφανώνει έναν λόφο. Οι πληροφορίες ενός μπακάλη ούτε με πείθουν ούτε με φωτίζουν καθόλου. Συνάντησα έναν ακόμα άνθρωπο που αξίζει να τον παρατηρήσω για μερικά μόνο δευτερόλεπτα και όχι περισσότερο. Σκυμμένος στα τεφτέρια του δεν δείχνει να νοιάζεται για τίποτα στον κόσμο πέρα απ΄ το τι συμβαίνει στην τσέπη του.

Η δική μου επόμενη κίνηση είναι το Πωγώνι, μια περιοχή γνωστή σε μένα μόνο από βιβλίο. Γεμάτος προσδοκία, παίρνω το δρόμο για Κακαβιά. (Μια θαλασσινή, ναυτική λέξη για έναν τόπο που απέχει τόσο πολύ από τη θάλασσα.) Έχω την αίσθηση ότι αρχίζω καινούργιο ταξίδι σε μια καινούργια χώρα. Είναι βλέπεις που βοηθάει και μια μεγάλη αλλαγή: το τοπίο.

Ελλάδα, χώρος ζωντανός, απροσδόκητος. Περνώ κοντά από μια επίπεδη τοποθεσία που προδίδει ότι εδώ κάποτε υπήρχε λίμνη. Ο δρόμος είναι έρημος. Γύρω μου, λόφοι με χαμηλά δάση βελανιδιάς. Τα φυλλώματά τους έχουν κιόλας αρχίσει να αλλάζουν χρώματα. Πώς τόσο νωρίς; - ίσως φταίει η ξηρασία. Ο πλανήτης θερμαίνεται και πρέπει κάποτε να μην το ξέρει κανείς μόνο από τις εφημερίδες αλλά να το βλέπει και στην πράξη. Χρώματα, χρώματα πράσινα, κίτρινα, καφετιά, κόκκινα εναλλάσσονται φευγαλέα. Ως κινούμενος παρατηρητής, απολαμβάνω έναν κόσμο που περνάει γύρω, δεξιά και αριστερά μου. Σε έναν ελιγμό του δρόμου, στρέφομαι προς τα πίσω και βλέπω πάλι καπνό πυρκαγιάς να είναι απλωμένος περισσότερο τώρα στον ουρανό.

Συναντώ μια άλλη μικρή λίμνη, με βούρλα και μερικές πάπιες. Υπάρχει και ένα γραφικό αστείο κούτσουρο που πετιέται στη μέση και καρφώνει τον αέρα. «Ιχθυοτροφείο κυπρίνου» πληροφορεί μια ταμπέλα. Ιχθυοτροφείο σε στάσιμο νερό; - τι ιχθυοτροφείο είναι αυτό; (Μαύρο χιούμορ: εκτός αν συνετίστηκαν οι άνθρωποι τόσο πολύ που δεν νοιάζονται πια για την παραγωγικότητα!) Τίποτα δεν αφήνει ο άνθρωπος ήσυχο. Ένας βάτραχος βάλθηκε να με καλωσορίσει. Με τη αστεία φωνή του είναι σα να κοροϊδεύει τα έργα των χειρών ανθρώπων.

Σε μια στροφή, ο δρόμος περνάει πάνω από ένα ποτάμι με καθαρό γάργαρο νερό, παραπόταμο του Καλαμά. (Το πόσο καθαρό είναι, είναι βεβαίως μια άλλη ιστορία. Μια εργαστηριακή ανάλυση ίσως έβλεπε περισσότερα από αυτά που βλέπει το μάτι. Πουθενά στη φύση σήμερα δεν είναι να εμπιστεύεσαι τίποτα.) Ψηλά πλατάνια σκεπάζουν τα πάντα. Αυτοκίνητα είναι σταματημένα στο ποτάμι και υπάρχει και ένα καφενείο. Κανένας παχύς ίσκιος δεν μένει ανεκμετάλλευτος από το «επιχειρηματικό» δαιμόνιο του Έλληνα. Αγία Παρασκευή λέγεται ο χώρος (Αγία ... Κονόμα έπρεπε ίσως να λέγεται). Εκείνη τη στιγμή φτάνει στ΄ αυτιά μου ο ήχος από ηπειρώτικο κλαρίνο κάτω εκεί.

Ο ήχος αυτός με ξαφνιάζει, με ηλεκτρίζει. Με συνεπαίρνει. Μεταδίδει μια αίσθηση απόλυτα ταιριαστή στο χώρο. Δεν είναι εύκολο να διαβάσεις τη μουσική. Γίνεται αυτό ευκολότερο όταν τυχαίνει να βρίσκεσαι καταμεσής στον χώρο που τής ανήκει. Μέσα στο ζωντανό χώρο που γεννάει το δικό της μουσικό βίωμα. Βιώνεις τη μουσική και σε χρόνο και σε χώρο.

Σε λίγα χιλιόμετρα, να ΄σου και δεύτερη λίμνη, της Τσεροβίνας. Με λίγο βάλτο και καλαμιές, με μια επιφάνεια όπως εκτιμώ γύρω στο μισό τετραγωνικό χιλιόμετρο. Την περικυκλώνουν αμέτρητες πινακίδες που απαγορεύουν με μανία το ψάρεμα και είναι τόσες πολλές που εκνευρίζουν. (Λες και θα τις φοβηθεί ο Έλληνας...) Δίπλα στο νερό, στο γρασίδι, είναι σταματημένο ένα κάμπερ με ξένες πινακίδες. Μερικοί ξανθοί και κάτασπροι άνθρωποι ακινητούν κάτω από τον ήλιο Τόλμησαν και εκθέτουν το δέρμα τους στον ήλιο - τι εμπειρία γι΄ αυτούς! Είναι τόσο ακίνητοι και παραταγμένοι στη σειρά, με έναν πραγματικά αστείο τρόπο!

Ερημιά. Συναντώ ένα αναπάντεχο χάνι και ξαναγεμίζω το παγούρι μου. Η ερημιά αρχίζει και με συνεπαίρνει. Διασταύρωση για Πωγωνιανή. Το τοπίο αλλάζει πάλι! Ποικιλόμορφο, στεγνό, ακαλλιέργητο, αψύ, αφιλόξενο - αφιλόξενο από ανθρώπους. Καταβροχθίζω δυο κατηφορικά χιλιόμετρα και μετά ανηφορίζω πάλι δίπλα σ΄ ένα ρέμα. Συναντιέμαι με αυτοκίνητο κάθε μισή ώρα ίσως, αλλά και ανθρώπους επίσης δεν συναντώ. Ξεχασμένη παραμεθόριος η περιοχή... όλα αυτά με κάνουν και αισθάνομαι μόνος, μόνος σε άγνωστη χώρα. Απορροφιέμαι, ξεχνιέμαι. Μόνη μου συντροφιά οι σκέψεις μου.

Μερικές χωμάτινες διασταυρώσεις φεύγουν αριστερά και δεξιά για χωριά που ούτε στο χάρτη μου υπάρχουν, ούτε πουθενά φαίνονται. Προφανώς είναι κρυμμένα κάπου πίσω εκεί, μέσα στους ορεινούς όγκους.

Άρχισα να πιστεύω ότι αυτή η μοναξιά δεν θα τελειώσει ...αλλά να που έφτασα στην Πωγωνιανή! Εξεταστικό το βλέμμα μου, περιεργάζεται τα πάντα. Υπάρχει κάτι το παράξενο στην ατμόσφαιρα. Λες και το χωριό έχει αδειάσει, σα να έμεινε δίχως τον κόσμο.

Ακούγονται άλλες δυο νότες ηπειρώτικου από ένα αυτοκίνητο, που μαγεύουν πάλι το χώρο. Εύχομαι από μέσα μου ολόψυχα να έχει κάποιο πανηγύρι, διαπιστώνοντας ότι είναι Κυριακή σήμερα. Αρχίζω να χάνω την αίσθηση του χρόνου και έτσι το μάτι μου οδηγήθηκε αυτόματα στο ρολόι μου. Ο ήχος αυτού του κλαρίνου είναι κάτι περισσότερο από συναρπαστικός. Είναι ανθρώπινος. Δυο νότες μόνο αλλά λένε τα πάντα. Ευτυχώς που ο Έλληνας δεν έχει μόνο επιχειρηματικό αλλά και πολιτιστικό δαιμόνιο. Όταν περίπου επί εποχής Όθωνα οι προσκυνημένοι έτρεχαν να εξευρωπαϊστούν πασχίζοντας να αποτινάξουν το πολιτιστικό παρελθόν τους πίσω απ΄ τις ξενόφερτες φανφάρες με τα κλαρίνα, το αδάμαστο ένστικτο της φυλής είδε το νέο πνευστό και θαύμασε γιατί ήταν ένα όργανο πολύ δυνατότερο από τη φλογέρα, τα καλάμια που διαιώνιζαν την αρχαία παράδοση. Άρπαξαν οι παραδοσιακοί οργανοπαίκτες το όργανο και έκαναν το θαύμα τους. Ανακάλυψαν δυνατότητες που οι κατασκευαστές του κλαρίνου δεν είχαν ίσως υποψιαστεί. Το ανάδειξαν σε κυρίαρχο σόλο όργανο, ένα όργανο μέσα απ΄ το οποίο ο οργανοπαίκτης βγάζει την ίδια του τη ψυχή, τον αέρα του, το πνεύμα του. Οι μεγάλοι εκτελεστές της τζαζ, μιας βιωματικής μουσικής που θρέφτηκε από τον πλούτο των παραδόσεων του κόσμου και που σ΄ αυτή τα πνευστά όργανα με την ιδιαίτερη εκφραστικότητα έπαιξαν ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο κύριο ρόλο, σπούδασαν κοντά στους Έλληνες κλαρινιτζήδες. Αυτοί οι άγνωστοι θαυματοποιοί, ξεχασμένοι στις απόμερες γωνιές τούτης της γης, χωρίς να το ξέρουν αντιστέκονται με τον τρόπο τους στην εμπορευματοποίηση της μουσικής και στην παγκόσμια υποκουλτούρα που βιάζεται να ισοπεδώσει ό,τι συναντάει στο πέρασμά της. Θα ΄λεγε κανείς ότι διαιωνίζουν το άλυτο ομηρικό πρόβλημα - είναι οι σύγχρονοι φορείς μιας πανάρχαιας παράδοσης ακριβώς επειδή εξακολουθούν να μη βάζουν κάτω από το δικό τους έργο τη δική τους υπογραφή. Ο «θάνατός» τους είναι η ζωή όλων μας. Οι μελετητές του πολιτισμού ακαδημαϊκοί, θεωρητικοί, διανοούμενοι, διανοητές κλπ. ψάχνουν κάτω από το φως της κατακτημένης γνώσης αυτό που χάθηκε μέσα στα σκοτάδια του ζωντανού πολιτισμού, στους τόπους και στο βαθμό που αυτός επιβιώνει μέχρι τις μέρες μας. Δεν μπαίνουν στον κόπο να πάνε εκεί όπου το «ομηρικό πρόβλημα» εξακολουθεί να υπάρχει, αλλά προτιμούν την ευκολία να το μελετούν εκ του ασφαλούς με το να ανακυκλώνουν την έτοιμη γνώση που έχει συσσωρευτεί. Αντί να βγουν εκεί όπου η παράδοση ζει, αυτοπεριορίζονται στους τοίχους των βιβλιοθηκών και των πανεπιστημίων για να εξαργυρώσουν (όχι χωρίς τριάκοντα αργύρια) το φως της ελληνικής γης με τα περίτεχνα σκοτάδια της συμβατικής γνώσης τους. Όμηροι μιας πραγματικότητας που δε χάνουμε καμιά ευκαιρία να γκρινιάζουμε πόσο μάς πιέζει, από αυτούς εδώ τους σύγχρονους Ομήρους, από αυτούς τους ανώνυμους ασήμαντους χωριάτες μπορούμε να διδαχτούμε από πρώτο χέρι τι θα πει παράδοση και τι θα πει πολιτισμός: συνάντηση του ατομικού συνειδητού με το συλλογικό υποσυνείδητο της κοινωνίας που σε έφερε στο φως.

Προχωρώ με τα πόδια ως την πλατεία. Με τα πόδια! Εδώ είναι ιεροσυλία να βιάζεσαι. Ο καφενές στην πλατεία τι γραφικός! Είναι άδειος και... κλειδωμένος! Μα πού είναι ο κόσμος; Δεν υπάρχει γύρω μου ούτε ένας άνθρωπος επιτέλους; Να πάρει η ευχή δεν ακούω και ειδήσεις, μήπως έπεσε βόμβα νετρονίου στην Πωγωνιανή;

Κάθομαι σε μια καρέκλα, απλώνω τα πόδια αναπαυτικά σε μια άλλη και θυμάμαι το ανέκδοτο με το ελληνικό καφενείο: οι καρέκλες πρέπει να είναι πενταπλάσιες από τους πελάτες, γιατί ο Έλληνας στη μια καρέκλα θα καθίσει, στις δυο θα απλώσει τα χέρια και στις δυο τα πόδια. Εγώ τώρα έχω τόσες πολλές καρέκλες στη διάθεσή μου, αυτό κι αν είναι ένα ελληνικό καφενείο! Αλλά πού είναι οι πελάτες; Έχω μια περίεργη απογοήτευση. Μια δόση απορίας, όπως και προσμονής για να ανακαλύψω της αιτία αυτής της σπάνιας ερημίας.

Η σκιά του πλάτανου είναι απολαυστική. Τα φύλλα θροΐζουν στα απαλά φυσήματα του ανέμου. Τελικά πολλά μπορεί να μάθει κανείς από τους ήχους των δέντρων. Όχι πολύ μακριά από εδώ, στην Αρχαία Δωδώνη, κάποιοι έβγαζαν χρησμούς από τους ήχους της Ιεράς Φηγός.

Στην ιδιόρρυθμη σιωπή, νοιώθω ο τελευταίος κάτοικος του τελευταίου χωριού του κόσμου. Έστω και άδειο, το χωριό έχει μια μαγεία. Στο διπλανό κτίσμα, μια μαρμάρινη πινακίδα γράφει: ΕΝ ΕΤΗ 1906. Η ανορθογραφία έχει κατακτήσει τον χρόνο. Ο χρόνος όμως έχει κατακτήσει τους κατοίκους του σπιτιού αυτού; Δεν ξέρω. Παλιά τα στόρια, ξεφτισμένα τα ντουβάρια, δεν μπορώ να το πω. Ξαφνικά, περνούν δυο αυτοκίνητα γρήγορα και με πολύ θόρυβο και φωνές και τραγούδια! Και με μια εντυπωσιακά στολισμένη νύφη όρθια στην καρότσα σε ένα αγροτικό. Να ο χρησμός! Τώρα εξηγούνται όλα. Σε κάποιο γειτονικό χωριό γίνεται γάμος! Ένας γάμος εδώ είναι σίγουρα ένα γεγονός. Ένα σημαντικό γεγονός.

Ο κόσμος ωστόσο δεν αλλάζει... Στον χοντρό κορμό του πλάτανου, υπάρχει ψηλά-ψηλά μια παμπάλαια μικρή πινακίδα, κατά τη συνήθεια: «ο πλάτανος εφυτεύθη το έτος 1854». Πιο κάτω: «αυτό το χωριό εξετέλεσε κοινοτικά έργα με την εθελοντική εργασία των κατοίκων του και με την αμερικανική βοήθεια». (Κάποιοι δεν θέλουν να ξεχνάει ο κόσμος τα ψίχουλα που του πέταξαν.) Ακόμα πιο κάτω, στον ίδιο κορμό πάντα - τι ιδιόρρυθμος πίνακας ανακοινώσεων! - υπάρχει μια απολαυστική αφίσα για ένα πανηγύρι... κοιτάζω με αγωνία την ημερομηνία, δυστυχώς πέρασε. Ξεκολλάω με ιερή προσοχή την αφίσα, θα την πάρω μαζί μου ως ενθύμιο αυτού του απογεύματος, αυτού του χωρόχρονου. Σε ευχαριστώ πλάτανε για αυτόν τον τελευταίο χρησμό σου! - ένα χρησμό για το δικό μου μέλλον από το δικό σου παρελθόν.

Πάμε, ποδήλατό μου! Ο δρόμος πάει στα βόρεια. Απόγεμα πια. Η κάθε πεταλιά με βάζει ακόμα βαθύτερα στον κόσμο που βρίσκομαι. Ερημιά, αγριάδα, γαλήνη. Τέλεια ερημιά. Και αν υπάρχει κόσμος εδώ, τώρα θα είναι στο γάμο. Ο δρόμος μπροστά μου και μόνο μου θυμίζει τον άνθρωπο, ως ελάχιστο ίχνος της ανθρώπινης επέμβασης. Μπροστά, το κατάξερο βουνό Μερόπη. Πίσω από το αριστερό βουνό η Αλβανία. Ένας χωματόδρομος στρίβει για κάπου και μια αξιοθρήνητη χαλασμένη πινακίδα λέει «προς Σταυροσκιάδι». Κυλώ σε μια πεδιάδα με βελανιδιές. Τα δέντρα είναι μεγάλα, με ανώμαλα χοντρά μαύρα και υγρά κλαδιά που τους δίνουν μια φοβερή όψη. Δείχνουν υπερκόσμια τέρατα. Πού βρίσκομαι; Είμαι χαμένος; Δε με νοιάζει. Μια άλλη πινακίδα. Ποδηλατώ με διακοπτόμενο ρυθμό, καθώς δεν μπορώ να συγκεντρωθώ πουθενά, ένα σωρό πράγματα μού τραβούν διαρκώς την προσοχή. Ο δρόμος είναι γεμάτος κοπριές από ζώα.



Το απόγεμα προχωράει. Συναντώ ένα μικρό ακυβέρνητο κοπάδι γίδια. Βαδίζουν πάνω στο δρόμο και όταν με αντιλαμβάνονται από απόσταση το βάζουν στα πόδια με φασαρία. Μια απότομη ανηφοριά. Βλέπω μπροστά μου ένα ακίνητο χωριουδάκι. Ο δρόμος δείχνει να πηγαίνει προς αυτό. Η πινακίδα το λέει Κακόλακκο. Ο χάρτης μου δεν το έχει. Κι αυτό είναι έρημο... Σταματώ σε ένα πέτρινο οίκημα, με μια τοιχοκολλημένη ανακοίνωση - θα μπορούσε να είναι η Κοινότητα του χωριού. Βγαίνει σε λίγο ένας ηλικιωμένος.

Μετά από τόσες ώρες επιτέλους θα μιλήσω σε άνθρωπο! Κρατάει ένα χαρτοφύλακα, μάλλον θα μπορέσω να συνεννοηθώ μαζί του. Δεν πέφτω έξω. Δείχνει να έχει σκοτούρες. Δείχνει τον καπνό στον ορίζοντα προς τα νότια, είναι μεγάλος. Η πυρκαγιά λέει είναι μεγάλη. Ανοίγω το χάρτη μου και διαπιστώνω ότι ξέρει να τον διαβάσει! Η φωτιά είναι τουλάχιστο 25 χιλιόμετρα μακριά κι ωστόσο ο καπνός καλύπτει ένα μεγάλο κομμάτι του ουρανού.

Θες ο γάμος θες η πυρκαγιά, πώς να συναντήσω ανθρώπους σήμερα; Μέσα στο επόμενο χωριό, δυο νέοι άνθρωποι ξαφνιάζονται που με βλέπουν. Τα χωριά Βασιλικό και Κεφαλόβρυσο είναι μεγαλύτερα και με περισσότερο κόσμο. Μέσα από ανηφοριές, κατηφοριές και εναλλασσόμενα τοπία, καταλήγω για το βράδυ στον Γεροπλάτανο, όταν το σκοτάδι έχει αρχίσει να πέφτει.

Με πρόσεξαν, όμως όχι «περίεργα» δηλ. χωρίς να ενοχλούνται καθόλου. Κατασκήνωσα δίπλα σε ένα εκκλησάκι. Το βράδυ δοκιμάζω στο καφενείο μια μερίδα από ένα θαυμάσιο ψητό. Αν είναι να τρώει κανείς κρέας, πραγματικά αξίζει να τρώει τέτοιο. Δυο ανοιχτόκαρδοι χωριανοί με καλούν στο τραπέζι τους.

Ο ένας υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία και στην πατρίδα μου. Πριν τριάντα χρόνια εγώ βέβαια δεν είχα ακόμα γεννηθεί... Ο Θανάσης μού είπε πολλά. Για το παρελθόν και το παρόν του χωριού, για το αβέβαιο μέλλον του. Για το μισεμό στη Γερμανία, όπου κι ο ίδιος πήγε δυο φορές για κάμποσα χρόνια - όπως άλλωστε οι περισσότεροι στα μέρη τους. Η μετανάστευση, εξωτερική και εσωτερική, ήταν και είναι ο κανόνας εδώ, η πληγή και η διέξοδος. Πληγή όπου βρίσκει διέξοδο το αίμα του τόπου. Το είπαμε: υπάρχουν κάποια πράγματα που ούτε βλέπονται, ούτε λέγονται: μόνο νοιώθονται. Το βλέμμα των ανθρώπων αυτών το βλέπω και το νοιώθω: το σκιάζει μια βασική ανησυχία. Το αύριο. Ακόμα κι αν δεν είχε γάμο και πυρκαγιά σήμερα, κάπου στο βάθος καταλαβαίνω ότι αυτά τα χωριά θα ήταν δυστυχώς και πάλι άδεια από αυτό το καταραμένο κάτι: τον άνθρωπο.

Δευτέρα 1.9.86



Περνώντας από την πλατεία, αποχαιρετώ τον χθεσινό μου φίλο. Κατευθύνομαι προς τα πίσω πάλι, προς τα Γιάννενα, μέχρι τη διασταύρωση που θα στρίψω αριστερά. Αρχίζει μια ανηφόρα για την Αρίστη. Ο δρόμος με φέρνει μέσα από ένα μικρό χωριό. Μεσοβούνι το λέει η πινακίδα, ο χάρτης δε λέει πάλι τίποτα. Ανεβαίνω με σιγανό ρυθμό, όπως αξίζει αυτό το υπέροχο πρωινό. Απολαμβάνω τις πρώτες ώρες της καινούργιας μέρας.

Ο δρόμος με φέρνει πίσω από τη ράχη, τον όγκο που σκαρφαλώνω μέχρι τη στιγμή που απλώνεται μπροστά μου ένα καταπληκτικό πανόραμα. Είναι η κοιλάδα του Βοϊδομάτη. Το ποτάμι ελίσσεται με λίγους μεγάλους μαιάνδρους μέσα στις απότομες πλαγιές. Εκεί κάτω μπροστά, στην κορφή ενός καταπράσινου λοφάκου, ασπρίζουν μια χούφτα σπιτάκια, ένα μικρό χωριό (Άγιος Μηνάς;). Η βλάστηση στο βάθος της κοιλάδας φαίνεται εξαιρετικά πλούσια, οργιαστική. Το φως του ήλιου αυτή τη στιγμή πέφτει στο τοπίο από τα ανατολικά, από τα δεξιά μου, από την άλλη ως προς εμένα κατεύθυνση και φωτίζει τον χώρο με τρόπο που δημιουργεί εικόνες μοναδικές.

Στο όριο του χαρακτηρισμένου ως «εθνικού δρυμού Βίκου» υπάρχει μια μεγάλη πινακίδα, δυστυχώς είναι τόσο ταλαιπωρημένη, τόσο ταλαίπωρη, τα γράμματα είναι μισοσβησμένα. Φιλοδοξεί προφανώς να δώσει στον επισκέπτη που ενδιαφέρεται για το δρυμό κάποιες βασικές πληροφορίες αλλά δεν το κατορθώνει. Δυο χιλιόμετρα ακόμα με χωρίζουν από την Αρίστη. Εκεί με κόπο καταφέρνω να τηλεφωνήσω. Βέβαια είναι ένα βασικό ερώτημα το πόσο χρειάζεται κανείς το τηλέφωνο εδώ. Ασφαλώς λίγο... όχι όμως και καθόλου. Ακόμα πέντε χιλιόμετρα και φτάνω στον Βίκο.

Σ΄ όλο αυτό το κομμάτι, υπάρχει κάτω στ΄ αριστερά μου η αχόρταγη θέα του κάτω μισού της κοιλάδας του Βοϊδομάτη, σ΄ όλο της το μεγαλείο. Σε μια πλαγιά στην άλλη άκρη, παρατηρώ με θαυμασμό τον δρόμο που οδηγεί στο Πάπιγκο. Είναι πολύ ανηφορικός και με απανωτούς πολλούς ελιγμούς, σα γιγάντιο φίδι.



Ιδρωμένος όπως είμαι από τον ανηφορικό χωματόδρομο, στέκομαι στην πρώτη βρύση, στα πρώτα σπίτια. Νερό όμως δεν έχει. Βγαίνουν κάποιοι από το πρώτο σπίτι. Υποθέτω ότι δεν έχουν δει πολλές φορές ποδήλατο εδώ και το καλαμπούρι χύνεται άφθονο. Το πρόσωπο του βουνίσιου αγνού (αγνότερου) ανθρώπου παίρνει υπέροχες εκφράσεις όταν μιλάει. Μιλάει και το χαίρεται, γι΄ αυτό και το χαίρεσαι και συ. «Εγώ ποδήλατο δεν έχω, έχω τούτον (δείχνει το μουλάρι) κι ανεβοκατεβάζω φορτώματα στο ποτάμι». Πετάλια δεν έχει ο Κίτσος, έχει όμως πέταλα. Και γερά μάλιστα, για να τα βγάζει πέρα στις κακοτοπιές. Ξέρεις εσύ τι κάνεις...

Αγέρωχος ο Κίτσος, διώχνει μονάχα τις μύγες με την ουρά του. Ο κύριος έχει ζώα κάτω στο ποτάμι. Η ξαδέρφη, στην ξελογιάστρα Αθήνα. Μου συνιστούν να μείνω κάτω στο ποτάμι. (Ναι, για τις πηγές του Βοϊδομάτη ήρθα εδώ.) Όσοι έρχονται λέει στο φαράγγι εκεί κάτω στήνουνε τις σκηνές, δίπλα στην Παναγίτσα. Κι όσο για το ποδήλατο, «χώσ΄ το στην αχυρώνα». Μαζί με τον Κίτσο. Αυτό εξ άλλου δεν τρώει άχυρα. «Πολλά κουράγια δε θέλει;» λέει και ρίχνει μια τελευταία βαθυστόχαστη ματιά στο ποδήλατο.

Από ένα βραχάκι, θέλεις μόνο να κάθεσαι και να βλέπεις, να αγναντεύεις. Οι Πύργοι πάνω απ΄ το Πάπιγκο απορείς πως δεν έπεσαν ακόμα. Αριστερά και δεξιά οι απόκρημνες πλαγιές σε προκαλούν. Στα δεξιά κατεβαίνει το μονοπάτι που θα πάρω μετά. Και στο βυθό του φαραγγιού, η υγρή φλέβα έχει ένα τέτοιο χρώμα, γαλαζοπράσινο, που τραβάει τη ματιά σαν το μαγνήτη. Σχηματίζει λιμνούλες, μισοκρύβεται παιχνιδιάρικα κάτω απ΄ τις πράσινες φυλλωσιές. Ο ήχος του νερού που τρέχει φτάνει μέχρις εδώ πάνω ανεπαίσθητος, μυστικό κάλεσμα για τους μυημένους. Δίπλα στο νερό φαίνεται και η μικρή Παναγίτσα, μέσα στο πράσινο γρασίδι. Η σκέψη πως εκεί κάτω θα είμαι σε λίγο - και για το βράδυ - μού φέρνει ένα ευχάριστο ρίγος.

Προχωρώ στην πλατεία. Υπάρχει μια παλιά εκκλησία, που είναι αδύνατο να μην τραβήξει το ενδιαφέρον σου. Φτιαγμένη όλη από πέτρα. Ο μπακάλης κάθεται σταυροπόδι στον ήλιο και πελεκάει πέτρες, μπροστά από τον μισοχτισμένον ανώροφο. Έχει μάθει για την παρουσία μου από τον προηγούμενο συνομιλητή μου (τι αξιοσημείωτη ταχύτητα μετάδοσης των ειδήσεων!) και με ρωτάει μήπως στα δικά μου μέρη μπορεί να βρει πέτρα. Πρόκειται για μεγάλη απόσταση και... είναι δυνατόν ολόκληρη Ήπειρος να μην έχει πέτρα; Κι όμως, δεν βγάζουνε λέει σήμερα! Υποχρεώνει και ο νόμος η σκεπή να είναι από πέτρα (ως παραδοσιακός οικισμός) και ο κόσμος πληρώνει. (Και βάσει του νόμου δράσης-αντίδρασης... κάποιοι πληρώνονται.)

Μια ομάδα πολύχρωμων οδοιπόρων φτάνει από κάπου. Καταϊδρωμένοι, αφήνουν κάτω τα σακκίδια σαν τσουβάλια και ζητάνε αναψυκτικά. Ευρωπαίοι καταναλωτές... Μα είναι δυνατόν; Χώρια που δεν πίνω αυτά τα ψεύτικα και επικίνδυνα ζουμιά του εμπορίου, είναι ύβρις σε αυτόν τον χώρο ειδικά να μην αρκείσαι στα γάργαρα νερά! Κάτω από τους Πύργους του Πάπιγκου πίνουν τα κατασκευάσματα εκείνα και στην πόλη όταν γυρίσουν θα ζητάνε τα εμφιαλωμένα «μεταλλικά νερά» με τις φωτογραφίες των βουνοκορφών αυτών στις ετικέτες! Έλεος!

Προμηθεύομαι λίγα τρόφιμα και ξαναγυρνάω στον δικό μου Κίτσο. (Και από τότε το ποδήλατό μου θα διατηρήσει αυτό το όνομα.) Τον βάζω προσεκτικά μέσα στον αχυρώνα, παίρνω μαζί μου ό,τι θα χρειαστώ για το βράδυ και στον ήλιο του μεσημεριού, παίρνω το κατηφορικό καλντερίμι. Η περιοχή μού είναι άγνωστη και μια που το μονοπάτι δεν φαίνεται παντού καθαρά, δεν ξέρω ακριβώς που πηγαίνω. Συναντώ τελικά το ποτάμι πιο πάνω από τις πηγές, εκεί που η κοίτη είναι ακόμα τελείως ξερή. Μερικές αγελάδες κάθονται νωχελικά στο γρασίδι, κουνάνε κωμικά τα αυτιά τους και τις ουρές τους, μήπως και απαλλαχτούν από τα πυκνά σύννεφα των εντόμων που τις πολιορκούν.

Αυτό που χρειάζεται, είναι να βαδίσω προς τα πίσω μέσα στην κοίτη ή κοντά της, μέχρι να συναντήσω τις πηγές. Προχωρώ προς τα κάτω, με προσοχή, επάνω και ανάμεσα σε πέτρες, μικρούς και μεγάλους όγκους, όγκους κάθε μεγέθους, από μικρά χαλικάκια μέχρι τεράστιους ογκολίθους δυο μέτρων. Αποστρογγυλωμένοι ξασπρισμένοι λίθινοι όγκοι, δουλεμένοι στο πέρασμα των αιώνων από το νερό, από τις δυνάμεις της φύσης.

Μοναδικό σκηνικό! Νοιώθεις πολύ μικρός, τόσο μικρός... Πιο σωστά, είναι οι όγκοι τόσο όμοιοι (με τη γεωμετρική έννοια του όρου) ώστε χάνεις την αίσθηση της κλίμακας των μεγεθών. Η γεωμετρία διατηρεί την σχετικότητά της αλλά χάνει την απολυτότητά της. Νομίζω για μια στιγμή ότι είμαι ένα μικρό ζωύφιο ανάμεσα σε μικρά χαλίκια. Αλλά συγχρόνως, μέσα σ΄ αυτό τον άσπρο κόσμο τον γεωμετρημένο από τις πρωτογενείς δυνάμεις της φύσης, έχω μια παράξενη αίσθηση, μια άμεση εμπειρία μιας αρχέγονης φυσικής δύναμης. Ως απόγονος του Έλληνος, νοιώθω κάτι από την ατίθαση χαρά του Δευκαλίωνα πριν αγγίξει με τα χέρια του τους άψυχους λίθους.

Ανακαλύπτω ότι υπάρχει εκεί κοντά μια στάνη. Ακούγεται από κάπου μια ανθρώπινη ομιλία. Θα μπορούσε εδώ ο ξάδερφος της κυρίας που γνώρισα σήμερα να έχει τα ζώα του. Ξαφνικά, συναντιέμαι με ένα κοπάδι γίδια που ξεκουράζονται μέσα στην κοίτη. Σταλιάζουν για μεσημέρι. Έχουν μια καταπληκτική αταραξία στην εμφάνισή μου - ούτε ίχνος φόβου! Ίσως έχουν συνηθίσει την ανθρώπινη παρουσία από τους επισκέπτες. Κάθονται πάνω στα βράχια και έχουν γκρίζα χρώματα και πολλά από αυτά ίσαμε που μπορώ να τα ξεχωρίσω από τα βράχια, αφού είμαι αναγκασμένος να προσέχω περισσότερο τα επισφαλή μου βήματα παρά αυτά. Κουνάνε τα σαγόνια τους καθώς αναμασάνε κι αυτό με βοηθάει να τα ξεχωρίζω... πραγματικά λίγο έλλειψε να προσγειώσω με δύναμη το πέλμα μου πάνω στη σταχτόχρωμη ράχη από ένα κατσίκι!

Η αταραξία τους είναι υποδειγματική. Μερικά πηδάνε με μια απολύτως εκπληκτική ευκολία και σιγουριά από τη κορυφή του ενός ογκόλιθου στην κορυφή του άλλου. Νοιώθω αστεία ανάμεσα στα αμέριμνα ζωντανά. Λές να μου δώσει καμμιά κερατιά εκείνος ο τράγος; Πολύ με αγριοκοιτάζει.

Στο μεταξύ νερό έχει αρχίσει να ξεφυτρώνει αθόρυβα μέσα από τις πέτρες, σε διάφορα σημεία δεξιά και αριστερά. Χωρίς να το καταλαβαίνεις, συναντάς όλο και περισσότερο νερό. Η κοίτη αρχίζει να γεμίζει. Ένα ποτάμι γεννιέται - από το τίποτα...

Χρειάζεται πια να βγω από την κοίτη, το νερό αυξάνει. Σε πέντε λεπτά φτάνω στο εκκλησάκι. Είναι πέτρινο, γραφικό, πλακοσκέπαστο. Η χαμηλή μισοχαλασμένη πορτούλα μόλις που είναι ανοιχτή. Σκύβω και μπαίνω επιφυλακτικά. Ένας ποντικός κρύβεται με θόρυβο στα ενδότερα. Μερικές τοιχογραφίες δίνουν τις τελευταίες μάχες τους με τον χρόνο. Ακριβώς δίπλα στο ποτάμι, πάνω από το νερό, υπάρχουν επίπεδοι χώροι, ιδανικοί να φιλοξενήσουν τη σκηνή σου οπουδήποτε. Μεγάλα δέντρα απλώνουν τα κλαδιά τους σε όλες τις διευθύνσεις, να κατακτήσουν χώρο.

Στέκομαι στην άκρη του νερού. Ο τόπος είναι στην κυριολεξία γεμάτος πηγές. Κρυστάλλινο νερό ξεπηδάει μέσα από τα βράχια και τις πέτρες και τις ρίζες των δέντρων. Ένα νερό τόσο καθαρό που θεός θα το ζήλευε. Όλος ο τόπος είναι στην πραγματικότητα μια πηγή.

Εκεί μπροστά το ποτάμι σχηματίζει μια αρκετά μεγάλη και ήσυχη λίμνη. Το χρώμα που έχει το νερό είναι κάτι που δύσκολα θα μπορούσα να το ονοματίσω. Είναι ένα γαλαζοπράσινο, διάφανο σώμα, που με προσκαλεί, με προκαλεί σε μια ένωση μαζί του που μάλλον ως τελετουργία θα μπορούσα να την αντιληφθώ. Αλλά το νερό προβλέπεται - και είναι - τόσο κρύο, που προσπαθώ να ετοιμαστώ για το σοκ, κάνοντας δυο βιαστικές ασκήσεις για να τονώσω την καρδιά μου. Και πράγματι... πολύ κρύο! Στο ολόσωμο υγρό χάδι νοιώθω ένα με τη γη, ένα με τον κόσμο. Το ποτάμι μού φαίνεται ότι είναι ένας γιγάντιος ομφάλιος λώρος που ξεπετιέται από τα σπλάχνα της γης. Ψηλά, πάνω από το κεφάλι μου, οι απόκρημνες πλαγιές καρφώνουν τον ουρανό.

Σε τέτοιες στιγμές και σε τέτοιους χώρους, έχω την αίσθηση ότι επαναποκτώ τη φυσική αίσθηση της γεωμετρίας. Ο σύγχρονος άνθρωπος της πόλης, καθώς κάθε μέρα κινείται σε χώρους που έχουν δημιουργηθεί κάτω από τις επιταγές μιας γεωμετρίας υποταγμένης στις άμεσες πρακτικές αναγκαιότητες, έχει χάσει την πρωτογενή αίσθηση της αντίληψης των φυσικών χώρων. Κινούμενος καθημερινά στις βάσεις των πολυκατοικιών, έχει εξελιχθεί μάλλον σε ποντικό παρά σε άνθρωπο. Βέβαια εγώ μπορεί να μην είμαι σ΄ αυτή τη δεινή θέση, αλλά το σίγουρο είναι ότι καταντήσαμε έτσι ώστε η φυσική ζωή - το βασικότερο εκείνο των δικαιωμάτων κάθε πλάσματος που έχει μια μοίρα στον ήλιο - να είναι σήμερα για τους περισσότερους ανθρώπους απλώς ένα προνόμιο. Ένα προνόμιο μάλιστα όλο και πιο ακριβοπληρωμένο, αφού όλα τείνουν να αποτιμώνται σε χρήμα.

Απροσδόκητα, ένας μοναχικός ξανθομάλλης και μισόγυμνος οδοιπόρος εμφανίζεται από κάπου, από άγνωστη κατεύθυνση. Πού πηγαίνει αυτός μόνος του; Το μακρύ του ξερακιανό δάχτυλο δείχνει τριγύρω αμήχανα και προφέρει ερωτηματικά κάτι που μού φέρνει το γέλιο μέχρι την άκρη των χειλιών μου: «Παπίνγκοου; ...» Είναι Άγγλος. Με ένα μείγμα συγκρατημένης απόγνωσης που έχασε το δρόμο και ενός φλέγματος που τον κάνει να δείχνει σαν τη μύγα στο γάλα σε ένα ξένο σ΄ αυτόν μεσογειακό έντονο περιβάλλον, ζητάει το μονοπάτι για το Παπίνγκοου, συγνώμη για το Πάπιγκο ήθελα να πω. Τού εξηγώ αμέσως ότι και εγώ δεν γνωρίζω την περιοχή αφού έρχομαι για πρώτη φορά - και φεύγει με μια έκδηλη ικανοποίηση.

Υπάρχει και ένα άλλο συστατικό του τοπίου, αρκετά κυρίαρχο, που αν και φαίνεται από την πρώτη ματιά, δεν τού δίνω ιδιαίτερη σημασία για τον απλό λόγο ότι είναι κάτι που η συνείδησή μου τείνει να το απωθεί στο περιθώριο. Χαρτάκια, κουτιά από τσιγάρα, μερικά πολύχρωμα κουτιά από αναψυκτικά του συρμού (να μην ξεχνάμε τις ετικέτες...), σπασμένα μπουκάλια, μια πλαστική σακκούλα με αποδιοπομπαίο περιεχόμενο αφημένη «διακριτικά» πίσω από ένα φυτό, όλα αυτά περίτρανα απομεινάρια από τις επελάσεις διάφορων «φυσιολατρών». Δείκτες πολιτισμού πολιτισμένων. Κοινώς, σκουπιδαριό.

Πριν ο ήλιος δύσει, το τελευταίο πράγμα που φωτίζει είναι η βόρεια κορυφογραμμή. Δυο πουλιά παίζουν ένα φωνακλάδικο ερωτικό χορό πάνω από την επιφάνεια του νερού. Πέστροφες πηδάνε έξω για να αρπάξουν το βραδυνό τους - έντομα που πάνε στην επιφάνεια για να ωοθετήσουν. Οι κοκκινολαίμηδες σημαίνουν τον ερχομό της νύχτας.



Φαίνεται ότι η φωτιά είναι πραγματικά φωτιά, όταν φωτιά κάνει και τη σκέψη σου. Σκέφτομαι την Ελλάδα, πόσο αξίζει αυτός ο τόπος, πόσο οι Έλληνες αδιαφορούν, δε νοιάζονται. Και οι ηπειρώτες σκύβουν κι αυτοί με τη σειρά τους το κεφάλι στη βαρειά βιομηχανία της πρόσκαιρης άνεσης - τη μεγάλη πόλη. Πού και πού, κάποιο απρόσωπο σενάριο «αξιοποίησης» βγαίνει για να γυρίσει την κλεψύδρα μιας ανάλγητης γραφειοκρατίας. Και η ιστορία της καταστροφής αυτού του τόπου επαναλαμβάνεται και συνεχίζεται. Επαναλαμβάνεται αλλά δεν διδάσκει.

Κάθε πολυτέλεια από τη φύση πηγάζει. Αν θέλεις να μάθεις να ζεις στο έπακρο, να μάθεις να απολαμβάνεις τη ζωή σου, μάθε να ζεις με τα λίγα. Έτσι θα τα μάθεις όλα. Αλλά πού να δώσει σημασία σε τέτοιες «λεπτομέρειες» ο σύγχρονος άνθρωπος που τρέχει και δε φτάνει από το ένα πρόβλημα στο άλλο; Τα προβλήματα είναι στις σημερινές ανθρώπινες κοινωνίες τόσα πολλά, επειδή ο καθένας με έμμεσο τρόπο δημιουργεί τα προβλήματα των άλλων. Αυτό που λείπει, αυτό που έχει άμεση ανάγκη ο σημερινός άνθρωπος είναι ένα διάλειμμα κοντά στην κοινή καταγωγή, κοντά στη φύση. Μέσα σε μια τόσο παρθένα φύση, βρίσκεσαι στον ιδανικό χώρο και έχεις την καλύτερη ευκαιρία να πάρεις μια γεύση, να έρθεις κοντά στις φυσικές δυνάμεις. Ο σύγχρονος τρόπος ζωής του ανθρώπου τον έχει απομακρύνει από τον κοσμικό χώρο. Γι΄ αυτό και οι φυσικές δυνάμεις μπορεί να είναι ένας σημαντικός σταθμός, ένα ορόσημο για την εσωτερική καλλιέργεια. Αυτό που έχει άμεση ανάγκη ο σημερινός άνθρωπος είναι ένα πραγματικό διάλειμμα: ένα διάλειμμα κοντά στη φύση.

Το φως είναι πραγματικό φως, η φωτιά είναι πραγματική φωτιά όταν φωτιά κάνει και τη σκέψη σου. Ο αδιάκοπος ήχος του νερού χαράζει τη σταθερή του σίγουρη πορεία. Και τα βλέφαρα κλείνουν με το νανούρισμα του νερού.

Τρίτη 2.9.86



Το νερό εξακολουθεί πάντα στον ίδιο ήχο. Πάντα στον ίδιο.

Υπέροχο να βγαίνεις έτσι από τη σκηνή σου, να τεντώνεσαι, να ανασαίνεις, να παίρνεις το πρώτο οξυγόνο της μέρας μέσα στο πρώτο φως στην πρωινή δροσιά. Απολαυστικός ο ύπνος, δεν υπάρχει τίποτα που να σε ενοχλήσει εδώ, ο χρόνος σου μένει αδιατάρακτος. Νοιώθεις στην αρχή της μέρας το κορμί σου, όλον σου τον εαυτό, να είναι σε πλήρη εγρήγορση, έτοιμος για τα πάντα.

Πλένομαι, πίνω νερό στο ποτάμι. Χαρίζω στον εαυτό μου ένα γευστικό πρωινό. Αφήνω το μέρος αυτό, σηκώνω τα πράγματά μου και πιάνω την ανηφόρα για τον Βίκο. Τα 250 μέτρα της υψομετρικής διαφοράς από το σημείο που ξεκίνησα τα ανέβηκα σε μισή ώρα περίπου, λουσμένος στον πρώτον ιδρώτα της μέρας και στα χρώματα της ανατολής. Ξετρυπώνω το ποδήλατό μου από την κρυψώνα του, το απαλλάσσω από τα άχυρα που κόλλησαν επάνω του - τού τα έριξε ο άλλος Κίτσος. Μετά από πολλές ώρες, κάθομαι πάλι στη σέλλα και με προορισμό το Πάπιγκο.΄



Μετά από την Αρίστη, με παίρνει γρήγορα η κατηφόρα για το βαθύτερο σημείο της κοιλάδας. Τη γέφυρα του Βοϊδομάτη. Υπάρχει ένα πυκνό σκιερό δάσος από πλατάνια, πανύψηλα και χωρίς υποβλάστηση. Τα κλαδιά τους αρχίζουν από μεγάλο ύψος και το μάτι σκοντάφτει μόνο στους αναρίθμητους σκουρόχρωμους κορμούς που άλλοι όρθιοι κι άλλοι γερμένοι στο πλάι, ίσιοι και στραβοί, δικτυώνουν το οπτικό σου πεδίο. Κι αμέσως μετά Η ανηφόρα (με κεφαλαίο). Ίσως η πιο απότομη ασφάλτινη ανηφόρα που έχω ανέβει ποτέ μου. Το φίδι που είδα χθες το μεσημέρι να ανεβαίνει την πλαγιά. Μοναδική χάραξη δρόμου, πρόκληση για τον ποδηλάτη. Σε διάστημα 2 χιλιομέτρων, μέτρησα 15 ελιγμούς και εκτίμησα τη μέση κλίση γι΄ αυτό το διάστημα τουλάχιστο στο 10%. Ένα δυνατό μάθημα οδοποιίας και συγχρόνως μάθημα... ποδηλασίας. Η αλυσίδα μου χρειάστηκε αμέσως να πιάσει το πρώτο και μεγάλο γρανάζι - αν θέλω να ανεβάσω στο Πάπιγκο τα 100 περίπου κιλά του συνόλου μου και να εξακολουθώ να κάθομαι στη σέλλα.

Σε μια στροφή δεν μπορώ να μη σταματήσω, γιατί μπροστά μου υπάρχει μια πρωινή θέα μπροστά από το ΒΔ άνοιγμα του φαραγγιού. Ο καιρός άλλαξε σήμερα, έχει συννεφιά, λείπει εκείνος ο σκληρός φωτισμός του ήλιου. Ένα διάχυτο φως ζωγραφίζει αλλιώς το ανάγλυφο, αποκαλύπτει και την παραμικρή λεπτομέρεια της γης.

Στην είσοδο του χωριού με υποδέχεται θερμά ένα σύννεφο από μύγες, καθώς και μερικοί που σκάβουν το δρόμο. Αποτελειώνουν ένα βαθύ χαντάκι που χωρίζει το δρόμο στα δύο. Για μένα βέβαια ο δρόμος δεν είναι κλειστός, παίρνω το ποδήλατο στα χέρια και περνώ με μια δρασκελιά το μικρό χάσμα. Κατάλαβαν από ένα χαμόγελο ότι είμαι Έλληνας και άρχισε το καλαμπούρι. Δουλειά και κέφι μπορεί να ταιριάζουν θαυμάσια.

Το χωριό είναι νομίζεις γεωμετρημένο από ένα αόρατο χέρι. Κάθε στοιχείο του χώρου είναι σοφά βαλμένο ακριβώς εκεί που βρίσκεται. Και όλα είναι πέτρινα. Μου σχηματίζεται μια αδιόρατη πεποίθηση, ότι ακόμα και η παραμικρή, η πιο ασήμαντη πετρούλα στο καλντερίμι έχει μελετηθεί εξονυχιστικά από μια πάνσοφη συλλογική σκέψη, ένα συλλογικό υποσυνείδητο, πριν τοποθετηθεί εκεί που βρίσκεται και όπως βρίσκεται. Το ίδιο ισχύει για την παλιά εκκλησία, την αυλή της, κάθε πέτρα, πλάκα και δοκάρι της.


Οι Πύργοι του Πάπιγκου

Τρία μικρά παιδιά περνούν τρέχοντας. Τρέχουν και σπρώχνουν ένα καρότσι, το πάνε στους εργάτες που δουλεύουν. Στέκονται από μόνα τους και μου μιλούν. Ξεχειλίζουν από ζωή και φυσική εξυπνάδα. Έχουν στρογγυλά πρόσωπα, κατακόκκινα μάγουλα. Πρέπει να είναι τα ομορφότερα παιδιά που έχω συναντήσει. Μού μιλούν και νοιώθω πανευτυχής. Εγώ απλώς σιωπώ. Άλλωστε δεν μίλησα, δε ρώτησα κάτι και πολύ λίγες λέξεις προλαβαίνω να πω, είναι χείμαρροι. Η εξυπνάδα τους με εκπλήσσει, ξέρουν ότι είμαι ξένος και με πληροφορούν για την περιοχή λές και ξέρουν με μαθηματική ακρίβεια ό,τι θα ήθελα να μάθω. Αμφιβάλλω αν ένας μεγάλος θα μού τα έλεγε καλύτερα.

Με λίγες κουβέντες τα είπαν όλα. Φεύγουν όπως ήρθαν, σαν τον άνεμο, κι εγώ μένω άναυδος. Αχ και να ήταν όλα τα παιδιά του κόσμου σαν κι αυτά!

Η ζωή μοιάζει με ένα γρήγορο κινηματογραφικό έργο όπου η κάθε λεπτομέρεια έχει τη σημασία της. Πρέπει ν΄ ανοίξουν όλες οι αισθήσεις σου, δεν προλαβαίνεις να τα αντιλαμβάνεσαι όλα. Η ζωή εδώ λες πως έχει μεγάλο ειδικό βάρος, αποκτά μεγάλη πυκνότητα. Κάθομαι σε μια ήσυχη γωνιά. Για το Πάπιγκο και τη Γκαμήλα θα ξανάρθω οπωσδήποτε.

Μπροστά στο χαντάκι που κόβει το δρόμο στα δυο και στην αδιέξοδη πλευρά, είναι σταματημένο ένα κάμπερ, ένα μεγάλο τουριστικό αυτοκίνητο, πολύ εξοπλισμένο, με μερικές βάρκες, σερφ και ποδήλατα πάνω του, στο πίσω μέρος και στην οροφή και ένα σωρό άλλα πράγματα. Τα εξαρτήματα των καταναλωτών αστών που ταξιδεύουν κουβαλώντας όλο τους το βιός. Πήγαν στο βουνό και τώρα σταμάτησαν, μιας και άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Ο δρόμος θα ανοίξει αύριο. Καλά να πάθετε γερμαναράδες! (σιγά τι πάθανε εδώ που τα λέμε... κάποιοι θα ζήλευαν). Αυτό δεν το είπα φωναχτά, αλλά με μια κρυφή ικανοποίηση αρπάζω στα χέρια το ποδήλατό μου και αποχαιρετώ τους πάντες με ένα νεύμα.

Φτάνοντας κάτω στη γέφυρα του Βοϊδομάτη, αισθάνομαι για πρώτη φορά τέτοια μεγάλη ευγνωμοσύνη για τα καλά μου φρένα, αφού μού επέτρεψαν να κατεβώ με ασφάλεια εκείνα τα δυο χιλιόμετρα με τους αλλεπάλληλους ελιγμούς και τη μεγάλη κλίση. Χρειάστηκε προσοχή. Λάστιχα, ζάντες και φρένα καίνε φωτιά από την ισχυρή τριβή.

Μετά την Αρίστη, εύκολα βρίσκω μια χωμάτινη παρακαμπτήριο που θα με βγάλει πιο γρήγορα στο δρόμο για την Κόνιτσα. Ακόμα και γι΄ αυτόν τον χωματόδρομο τα καταπληκτικά παιδιά με πληροφόρησαν! Από εδώ θα γλιτώσω λέει κάμποσα χιλιόμετρα. Δύσκολη κατηφόρα, σε δύσκολο δρόμο με πολλές επικίνδυνες πέτρες. Υπάρχει γύρω μου ένα τοπίο άγριο, μια άγρια και απόλυτη ερημιά. Ο ουρανός έχει γεμίσει με σύννεφα. Όλα αυτά μαζί ασκούν πάνω σου μια «γοητεία κινδύνου» θα την έλεγα, μια αίσθηση εκπαίδευσης του εαυτού σου, μια άσκηση προσοχής, ετοιμότητας και ικανοτήτων. Είσαι εντελώς μόνος, ελεύθερος και ανεξάρτητος και πρέπει να χρησιμοποιήσεις σωστά και με τον καλύτερο τρόπο όλες τις δυνάμεις σου και τις ικανότητές σου. Βγαίνω τελικά στην άσφαλτο ακέραιος και αβλαβής.

Μερικά ψιλοβρόχια θα με δροσίσουν μέχρι την Κόνιτσα. Μετά από τρεις ολόκληρες μέρες, να που βρήκα επιτέλους μια αγορά και εφοδιάζομαι με αρκετά τρόφιμα. Με το ποδήλατό μου δυο ή τρία κιλά βαρύτερο, συνεχίζω λοιπόν στο άγνωστο. Σε μέρη πρωτόγνωρα.

Ο απογευματινός ουρανός έχει σκεπαστεί από σύννεφα. Είναι αρκετά σκοτεινός, γκρίζος. Ο αέρας είναι δροσερός και υγρός και είναι εμπλουτισμένος με αρώματα από το δάσος, από την παρθένα γη. Κουβαλάει, μού φέρνει τα θαύματα του δάσους. Στην επαφή του με το δέρμα μού προκαλεί μια ηδονική ανατριχίλα, ανασηκώνει τις τρίχες.

Σέρνομαι στις ανηφόρες αργά-αργά. Ο δρόμος είναι πλατύς, ολοκαίνουργιος αλλά και έρημος. Είκοσι λεπτά μπορούν να περάσουν πριν συναντηθώ με κάποιο αυτοκίνητο ή με ο,τιδήποτε το ανθρώπινο. Κανένα χωριό, κανένα κτίσμα, κανένα ανθρώπινο σημάδι εκτός από τον ίδιο το δρόμο. Πυκνά δασωμένοι ορεινοί όγκοι με κυκλώνουν αμέτρητοι, απροσμέτρητοι, επίμονοι, ατελείωτοι, κοντινοί και μακρυνοί, μικροί και μεγάλοι σε όλα τα σχήματα, καταπράσινοι ή γαλαζοπράσινοι όταν ξεθωριάζουν στην απόσταση, μέσα από την υγρασία και την ομίχλη.

Έχει μια απόλυτη νηνεμία, μια γαλήνη τόσο έντονη που σε φορτίζει με κάτι διαφορετικό, με κάτι αλλόκοτο. Στην ατμόσφαιρα υπάρχει μια αίσθηση προσμονής, λες και η πλάση κάτι περιμένει - ίσως τη βροχή, ίσως εσένα. Δεν κουνιέται πουθενά ούτε φύλλο. Δεν ακούγεται ο παραμικρός ήχος. Το μόνο που μπορώ να ακούσω, ο ήχος που μπορώ να διακρίνω είναι το χαρακτηριστικό γλυκό σφύριγμα από τα λάστιχα του ποδηλάτου πάνω στην επίπεδη σκούρα άσφαλτο. Αυτά τα λίγα εκατοστά του μέτρου στη μπροστινή ρόδα και άλλα τόσα στην πισινή μόνο με συνδέουν με τη γη, από κει και πάνω κινούμαι στο στερέωμα. Πετάω.

Πού και πού, κάποιο ρυάκι περνά κάτω από το δρόμο. Περνάω μέσα από ένα μικρό σύννεφο, που στη νηνεμία ξέμεινε κάπου στάσιμο. Μια άσπρη περαστική σκιά, μετέωρη στο διάστημα, που μού κρύβει για λίγο το ολόγυρο φόντο. Πρόκειται για μια ερημιά τόσο καταλυτική, τόσο διαπεραστική, τόσο άγνωστη... Είναι η σιωπή τόσο απόλυτη... τόσο έντονη που οι σκέψεις μου κάνουν θόρυβο! Τέτοιον θόρυβο, που αρχίζω να ακούω τον εαυτό μου τον ίδιο!

Ποτέ μου δεν έχω βρεθεί τόσο μόνος. Είναι μια μοναξιά που δεν με τρομάζει, ωστόσο. Καθόλου δεν με φοβίζει. Όλα γύρω είναι παρθένα. Τα αισθητήρια έχουν καθαρίσει τελείως. Δεν υπάρχουν θόρυβοι, δεν υπάρχουν παράσιτα, τίποτα δεν παρεμβάλλεται ανάμεσα σε σένα και το περιβάλλον. Ο κόσμος είναι ένα ανοιχτό βιβλίο και το μόνο που χρειάζεται είναι εσύ να ξέρεις ανάγνωση. Οι αισθήσεις που σού έχει χαρίσει αυτός ο κόσμος για να τον απολαύσεις μπορούν να απορροφούν ο,τιδήποτε ανενόχλητες. Επικοινωνείς, νοιώθεις με όλη σου την ύπαρξη τα πάντα, ακόμα και το παραμικρό.

Η σιωπή σού χαρίζει την απόλυτη μουσική της. Δεν κοπιάζεις για τίποτα κι ωστόσο βρίσκεσαι σε μια καταπληκτική εγρήγορση, σε μια φυσικότατη ετοιμότητα. Δεν σού ξεφεύγει τίποτα. Μόνο τα πόδια που ανεβοκατεβαίνουν και η ανάσα μου είναι αυτά που ακούω και βλέπω να κινούνται, η εικόνα, ο ήχος.

Αρχίζει μια κατηφόρα. Κρυώνω. Σταματώ για να φορέσω ένα ρούχο. Τώρα δεν υπάρχει ούτε ο ήχος από την επιφάνεια του δρόμου. Αφουγκράζομαι. Τώρα ξέρω τι σημαίνει σιωπή. Απόλυτη σιωπή. Απόλυτη σιωπή... Με την ταχύτητα της κατάβασης, το τοπίο εναλλάσσεται πιο γρήγορα.

Τελείως ανέλπιστα, προβάλλει ξαφνικά μια εξοχική ταβέρνα. Αλλά τι παράδοξο, δεν έχω διάθεση να σταματήσω. Συνεχίζω. Δεν θα ήθελα να χάσω αυτές τις πολύτιμες στιγμές, τέτοιες στιγμές, τώρα που νίκησα τη μοναξιά, τώρα που γνωρίζω τι σημαίνει ένταση, σημασία της ασήμαντης στιγμής, δεν φοβάμαι τίποτα. Εγκαταλείπω τον εαυτό μου στη σιγουριά του άγνωστου. Και συνεχίζω.

Και το τοπίο εξακολουθεί μαζί μου. Επιμένει. Το σέρνω εγώ μαζί μου ή με σέρνει αυτό; - ποιος ξέρει... Σημασία έχει αυτό που συμβαίνει, όχι το γιατί συμβαίνει.

Πού με πάει άραγε; Τα βουνά... Τα βουνά συνεχίζουν να με τυλίγουν. Πρέπει να βρω ένα μέρος να στήσω τη σκηνή μου για το βράδυ κι ωστόσο ούτε που με νοιάζει, ούτε που μπαίνω στον κόπο να αναρωτηθώ πόσο κρατά αυτό το σούρουπο. Όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει, τότε αποφασίζω ότι πρέπει η μέρα μου να τελειώσει κοντά σε εκείνο το ποταμάκι που βλέπω από μακριά, σε κάποια απόσταση από τον δρόμο. Φτάνω εκεί από έναν μικρό χωματόδρομο. Η ώρα είναι περασμένη. Στήνω με υπολογισμένες κινήσεις τη σκηνή, αφού καθαρίσω το μέρος από μερικά αγκάθια. Εκτιμώ ότι το κοντινότερο χωριό απέχει μερικά χιλιόμετρα προς τα ανατολικά.

Ερημιά. Ο δρόμος είναι κι αυτός έρημος. Βλέπω από μακριά έναν άνθρωπο! Έναν μεσόκοπο οδοιπόρο να ανηφορίζει με μια γκλίτσα στους ώμους. Ακούστηκε ένα μακρυνό γάβγισμα σκύλου. Έβρεξε λίγο.

Αυτό που νοιώθω τώρα μέσα στην ψυχή μου μπορώ να το ονοματίσω απόλυτη δύναμη.

Τετάρτη 3.9.86



Ο ίδιος οδοιπόρος περνά προς την αντίθετη κατεύθυνση το ξημέρωμα. Χαιρετηθήκαμε από μακριά με μια κίνηση του χεριού. «Πίνεται το νερό;» φωνάζω δείχνοντας προς το ποτάμι. «Ναι πιδί μ΄, απ΄ του Σμόλικα κατεβαίν΄, πρωί τώρα θα ΄ναι κι κρύο!» Το νερό καλό φαίνεται, αλλά με σιγουριά ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Παρατηρώ στο ποτάμι σημάδια ευτροφισμού. Ποιος ξέρει αν παραπάνω δεν πετάει τα απόβλητά του κανένα χοιροτροφείο;

Σύντομα βρίσκομαι να ποδηλατώ στο ίδιο τοπίο, ο ουρανός όμως σήμερα είναι λαγαρός. Όταν ο ήλιος σηκώνεται πάνω από τα βουνά, διώχνει την ψύχρα και την υγρασία του πρωινού. Τα χέρια και τα πόδια μου γυμνώνονται πάλι, για να δεχτούν πρόθυμα τη θαλπωρή του. Ο δρόμος είναι πάντα έρημος. Δεν περνάει μέσα από κανένα χωριό. Για πολλά χιλιόμετρα, για πολλές ώρες, οδηγεί τον ποδηλάτη πλάι σε ένα μεγάλο χείμαρρο με τα χαμηλά του νερά, τον Σαραντάπορο. Μεγάλες μάχες έγιναν στον Σαραντάπορο λέει η ιστορία (ένας άλλος Σαραντάπορος είναι περισσότερο γνωστός αλλά και πού δεν έγιναν μάχες;). Με αίμα έχει χορτάσει η γη.

Τέτοιες ώρες, καθώς ο βουνίσιος στεγνός αέρας ξεραίνει τα χείλη και καθώς το βλέμμα πλανιέται από τα αεικίνητα πόδια σου στην άσφαλτο, από κει στα ατελείωτα βουνά που σε τυλίγουν και από κει στον καταγάλανο ελληνικό ουρανό, έχεις όλο το χρόνο να γεμίσεις ερωτηματικά κάθε είδους - και να ξεδιαλύνεις αρκετά από αυτά.

Ένα χωριό: Επταχώρι. Μού φαίνεται ότι ξαναβρίσκομαι σε «πολιτισμό». Δυο ηλικιωμένες βγήκαν από ένα παντοπωλείο και μού δίνουν δυο χούφτες στραγάλια. Να ο αυθορμητισμός, η ανθρωπιά! Με πέρασαν για ξένο - και με το που κατάλαβαν πως είμαι Έλληνας χάρηκαν πιο πολύ. Αρχίζει η ανάβαση του Πεντάλοφου. Όσο ανεβαίνω, παρατηρώ με προσοχή το δάσος, ένα τοπίο που δεν δείχνει ελληνικό αλλά θυμίζει Μεσευρώπη. Η βλάστηση έχει άλλη εμφάνιση, δίνει νέες εικόνες. Έχει κάτι το επιβλητικό, το «ψυχρό». Σκαρφαλώνω με σταθερό ρυθμό, απορροφημένος στην παρατήρηση.

Στέκομαι σε μια περίτεχνη πετρόχτιστη βρύση. Δεν ξέρω τι ακριβώς με σταμάτησε - η βρύση ή το νερό της; Βιαστικά βάζω το νερό στο στόμα αλλά δεν μπορώ να πιω, είναι πολύ κρύο. Ο δρόμος ανεβαίνει μέχρι τα 1400 μέτρα ψηλά. Εδώ η αισθητική του δασικού χώρου είναι μοναδική. Περπατώ με τα πόδια. Μόνο αν ταξιδεύεις, αν ξέρεις να ταξιδεύεις, μπορείς να βρεθείς σε τέτοιους υπέροχους χώρους. Στο κατέβασμα της άλλης πλευράς, οδηγώ σε έναν άψογο δρόμο πολύ γρήγορα. Λές και βιάζομαι να φτάσω στην Καστοριά.

Και φτάνω εκεί όταν είναι πια προχωρημένο απόγεμα. Πηγαίνω γύρω στον Προφήτη Ηλία, στο στενό δρομάκι πλάι στο νερό. Μερικοί ποδηλατούν, κάνουν τη γυμναστική τους, τον απογευματινό τους περίπατο, ψαρεύουν με ένα καλάμι στην άκρη της λίμνης. Κάτω από τα κλαδιά μιας ιτιάς, μια παρέα κύκνων ψάχνουν στο ακίνητο νερό με το ράμφος. Μερικές μπλάβες και κωπηλατικές βάρκες στολίζουν την υγρή επιφάνεια.

Κάθομαι κάπου χωρίς σκέψεις. Αφουγκράζομαι το θρόισμα των πλατανόφυλλων, το σφυροκόπημα ενός δρυοκολάπτη. Ψαράκια πηδούν έξω από το ακίνητο πράσινο νερό με ένα ανεπαίσθητο συμπαθητικό «πλιτς». άποιος έχει ψαρέψει με το καλάμι του ίσαμε δυο κιλά γλήνια. Την πρασινίλα την πιάνει η λίμνη αυτή την εποχή γιατί σαπίζουν τα υδρόβια φυτά. Μού είπε και για ένα κάμπινγκ εκεί κοντά, όπου θα μπορούσα να περάσω το βράδυ. Αυτό και κάνω. Αφού έστησα τη σκηνή μου, έφυγα για μια βόλτα στην πόλη, με το ποδήλατό μου άδειο και ανάλαφρο.



Στο γυρισμό ... σοκάρομαι! Τι συμβαίνει; Κοντεύουν να με πνίξουν αμέτρητα έντομα που κάνουν την ατμόσφαιρα να δονείται ολόκληρη από ένα απροσδιόριστο μακάβριο βουητό. Είναι κουνούπια που ευτυχώς δεν τσιμπούν! Είναι αρσενικά κουνούπια. Μισή ώρα περίπου κράτησε το «τραγούδι των κουνουπιών». Πριν μπώ στη σκηνή, χρειάστηκα κάμποσην ώρα να απαλλάξω τα ρούχα και τα μαλλιά μου από τα έντομα.

Πέμπτη 4.9.86



Ησυχία. Ξημέρωσε χωρίς ήχους. Όχι για πολύ! Πριν ξεμυτίσω από το πάνινο σπίτι μου, περιμένω να τελειώσει πρώτα το πρωινό τραγούδι των κουνουπιών. Δυο φορές τη μέρα «τραγουδάνε», το πρωί και το σούρουπο.

Βγαίνω για περίπατο. Ακούω πάλι τον δρυοκολάπτη. Δϊπλα είναι ό,τι απομένει από την Παναγία Μαυριώτισσα, από τον 11ο αιώνα λέει. Γυρνώ στην παλιά πόλη. Δεύτερη φορά βρίσκομαι στην Καστοριά, αλλά και πάλι τελικά δε θα μου φτάσει...

Μετά από την περιπλάνηση στην πόλη, έρχεται η στιγμή που νοιώθω έτοιμος για τον τελευταίο μου στόχο: το Βίτσι. Ακολουθούν λίγα χιλιόμετρα μέσα από εξοχικά σπίτια των Καστοριανών, μπαξέδες με μήλα και περιαστικά τοπία. Και αρχίζει η ανάβαση για τη Βυσσινιά. Στα δεξιά μου έχω το πανόραμα της λίμνης με την πόλη και τα γύρω βουνά.

Βλέπω στην άκρη του δρόμου αγριοκορόμηλα και βατόμουρα. Σταματώ για να τα δοκιμάσω. Έχουν μια γεύση απλώς καταπληκτική. Ξεχνιέμαι να γεμίζω την κοιλιά μου μ΄ αυτά. Είναι νοστιμότατα! Ρίχνω μια τελευταία καλή ματιά κάτω, γιατί αρχίζει σε λίγο μια κατηφοριά σε ένα κατάφυτο οροπέδιο.

Σταματώ στη Βυσσινιά μόνο για νερό. Η ερημιά της με φοβίζει. (Τι παράδοξο: δεν φοβάμαι την ερημιά της φύσης καθόλου πια αλλά μονάχα την ερημιά των ανθρώπων!) Γεμίζω καλά το παγούρι και συνεχίζω.

Η ανάβαση συνεχίζεται αλλιώτικη τώρα. Το βουνό είναι γεμάτο οξυές. Σε μερικά σημεία, κρύβεται ο ουρανός από πάνω σου και ο στενός σεμνός δρομάκος γίνεται ένα πράσινο γλυκοφωτισμένο τούνελ. Μέσα στην ησυχία, ακούς μόνο τα πουλιά και την ανάσα σου. Τίποτ΄ ‘άλλο. Έχω τη γνώμη ότι αυτή εδώ είναι η ομορφότερη ανηφόρα της ζωής μου. Είναι πανέμορφο. Έχω μια πρωτόγνωρη αίσθηση σε αυτό το τοπίο. Αισθάνομαι ένα είδος κορεσμού, σαν να έχω γεμίσει από κάτι πολύτιμο. Μού έρχεται μία σκέψη: πώς γίνεται μια μικρή Ελλαδίτσα, μια χώρα, μια γωνιά της γης τόσο μικρή να κρύβει τέτοιον πλούτο; Τόσα και τόσα που τις τελευταίες μέρες έχω ζήσει... Αλλά κανένας δεν υπάρχει γύρω μου και τίποτα που να μπορεί να με βοηθήσει να βρω μιαν απόκριση. Μέσα σε ένα κατακλυσμό εντυπώσεων προσπαθώ να χαλαρώσω, να αυτοσυγκεντρωθώ και πάλι για να μπορέσω να απορροφήσω, να κατανοήσω όσο γίνεται περισσότερα από τα μηνύματα που ο χώρος είναι πρόθυμος να προσφέρει.

Τα πόδια μου αργά-αργά ανεβοκατεβαίνουν ρυθμικά - και εγώ σκαρφαλώνω ψηλότερα. Με έκπληξη βρίσκομαι ανάμεσα σε μερικά αναπάντεχα χαμόσπιτα, λιγοστά σημάδια ενός μικρού οικισμού. Που είναι κυριολεκτικά ξεχασμένος κι από τους χάρτες. Οξυά, γράφει μια πινακίδα. Τι πιο φυσική ονομασία για ένα χωριό πνιγμένο μέσα σε δάσος οξυάς; Το υψόμετρό μου δείχνει γύρω στα 1200 μέτρα.

Λοιπόν αυτό το χωριό είναι το πιο μικρό, το πιο φτωχό, το πιο λησμονημένο χωριό όπου έχω ποτέ βρεθεί στη μικρή ζωή μου! Λιγοστά μετρημένα στα δάχτυλα πρόσωπα γέρικα και παιδικά το στολίζουν - το στοιχειώνουν, τού δίνουν μια υπόσταση, τέλος πάντων έναν λόγο να υπάρχει. Μού γεννιέται αυτόματα η σκέψη ότι οι ενήλικες προφανώς λείπουν σε δουλειές του δάσους. Μια μεγάλη πέτρινη βρύση εκεί στη μέση δίνει στον κόσμο νερό - νομίζω ότι αντίθετα με τους ανθρώπους αυτό είναι άφθονο.

Αυθόρμητα ερωτηματικά ξεπηδούν στη θέα αυτού του χώρου. Είναι εδώ Ελλάδα; Το χειμώνα είναι δυνατό εδώ να υπάρχουν άνθρωποι; Πώς ζούν εδώ; Ζούν εδώ; Ζούν εδώ; Τα παράσπιτα έχουν κάτι πρωτόγνωρο, κάτι μάλλον πρωτόγονο. Μοιάζουν ερείπια προϊστορικού οικισμού. (Μάλλον, σπίτια μιας φυλής που επιβιώνει στην εποχή μας ως προϊστορική...) Και με τη βλάστηση που υπάρχει γύρω, μοιάζει η στιγμή μου αυτή λές και ανακαλύπτω τώρα κάποια άγνωστη φυλή. Μου γεννιέται μια τρομερή επιθυμία, εύχομαι μέσα μου κάποτε να έρθω εδώ και να μείνω. Να ζήσω εδώ για κάποιο χρονικό διάστημα, να χορτάσω τον τόπο αυτό αλλά και περισσότερο τους λίγους ανθρώπους του.

Εξακολουθώ την ανάβαση ολομόναχος, αυτοκίνητα έπαψα να συναντώ προ πολλού. Είμαι κρυμμένος, χαμένος μέσα στα δέντρα. Γύρω μου ξεφυτρώνουν πηγές, ρυάκια. Δυο αγελάδες βόσκουν ξέγνοιαστες σε ένα μικρό ξέφωτο.

Ο δρόμος είναι πολύ στενός, συμπαθητικός και έτσι όπως δεν έχει κανένα αυτοκίνητο είναι σα να έχει φτιαχτεί ειδικά για τους ποδηλάτες! Τι ευτυχία! Ανεβαίνει με συνεχείς μικρές στροφές και ασπροκόκκινους πασσάλους στις άκρες του, προφανώς για τα χιόνια του χειμώνα. Τι ευτυχία! Ησυχία, καθαρός αέρας, πράσινο...

Ξάφνου μια μυρουδιά καμμένου ξύλου με σοκάρει... Φωτιά; Είναι δυνατόν να πιάσει πυρκαγιά εδώ πάνω; ...το δάσος αυτό είναι σχεδόν αδύνατο να πάρει φωτιά. Βγαίνω αμέσως σε ένα μεγάλο ξέφωτο και βλέπω μεγάλους μαύρους σωρούς με καπνό στην κορφή τους. Καρβουνιάρηδες!

Ανθρώπους βλέπω μετά από αρκετές ώρες. Κοντά στους σωρούς στοιβάζουν ξύλα. Τους παρατηρώ από μακριά. Με είδαν κι αυτοί. Με κοιτούν αδιάφορα, σα να μην πιστεύουν πως υπάρχω. Ίσως να ονειρεύονται ότι βλέπουν ένα ποδήλατο.

Πιο κει, πλάι στο δρόμο, κάποιος είναι ξαπλωμένος στο γρασίδι, μόνος. Με κοιτά χωρίς να αποκρίνεται, δε μιλά. Ακόμα με κοιτά, δε μιλά. Εξακολουθώ να τον κοιτώ. Τού μιλώ, βγάζει επιτέλους ένα αδύναμο αδιάφορο «γεια». (Ίσως να έχουν ξαναδεί εδώ ποδήλατο κάποτε στη ζωή τους - ίσως να έχουν δει και άνθρωπο, ποιος ξέρει...)

Από ένα λάστιχο τρέχει νερό. Πίνω, είναι υπέροχο, τόσο υπέροχο που θέλεις να πίνεις κι όταν δε διψάς. Γεμίζω και το παγούρι μου. Όλη αυτή την ώρα ο φίλος μου με παρατηρεί χωρίς να βγάλει ούτε μια λέξη!

Ανεβαίνω στη σέλλα. Ανεβαίνω, ανεβαίνω... Συνεχώς σκέφτομαι ότι η κορφή είναι μετά τη στροφή - αλλά δεν είναι... Απορώ, πόσο ψηλά θα πάω; Ο δείκτης του υψόμετρου γυρίζει ακάθεκτος προς την ίδια πάντα κατεύθυνση. Το τοπίο εξακολουθεί. Μου έρχεται και η σκέψη της κατηφόρας της άλλης πλευράς κι αυτό διπλασιάζει τη χαρά μου. Το κέφι μου ανεβαίνει μαζί με τον δρόμο. Το δάσος κάποτε αρχίζει να γίνεται πιο αραιό και τα δέντρα πιο χαμηλά. Πρέπει λοιπόν να πλησιάζω στο τέρμα της ανάβασης. Φτάνω τελικά στη βάση του γυμνού κώνου της κορυφής. Εκεί υπάρχει ένα στρατιωτικό φυλάκιο. Ακόμα και οι πιο ήσυχες γωνιές της γης έχουν μολυνθεί από αυτό το μικρόβιο. Η διέλευση απαγορεύεται.

Αφήνω κάτω το ποδήλατο με ένα ευχάριστο αίσθημα κορεσμού, χορτασμένος από το υψόμετρο. Νοιώθω τα πνευμόνια μου ολάνοιχτα να ρουφούν τον υπέροχο ουρανό, ένα καταγάλανο ημισφαίριο από πάνω μου. (Αυτή την αίσθηση δεν θέλω να προσπαθήσω να την περιγράψω, δεν θα τα καταφέρω. Αυτή τη μοναδική αίσθηση της ενέργειας, της δύναμης, της ευεξίας. Για να νοιώσει κανείς τι θα πει υγεία, τι θα πει ευεξία, πρέπει να κάνει κι αυτός το ίδιο πράγμα. Όποιος έχει την ψυχή να το κάνει, ας το κάνει.) Ο δείκτης του υψόμετρου έχει σταματήσει στα 1820 μέτρα. Δεν έχω ποδηλατήσει ποτέ μου τόσο ψηλά, αυτό είναι το ατομικό μου ρεκόρ ύψους με ποδήλατο! Και σίγουρα αυτή την αίσθηση της δύναμης που έχω αυτή τη στιγμή ποτέ μου μα ποτέ μου δεν πρόκειται να την ξεχάσω.

Κάνω έναν περίπατο και τρώω ένα μήλο που έβγαλα από ένα σακκίδιο. Ο ήλιος μεσουρανεί σε έναν ασημένιο κρυστάλλινο ουρανό, αλλά ένα αναζωγονητικό αλπικό φρέσκο αγέρι αναστατώνει την επιδερμίδα μου και προτιμώ να φορέσω κάτι ακόμα.

Παρατηρώ γύρω. Είναι σα να βρίσκομαι στην κορφή του ψηλότερου ουρανοξύστη μιας πόλης. Όλος ο υπόλοιπος κόσμος είναι σκορπισμένος χαμηλότερα σε έναν πλήρη κύκλο, με εξαίρεση φυσικά τον διπλανό κώνο της κορυφής.

Μόλις αρχίζει το σκιερό δάσος, κάνει τόσο κρύο που χρειάζεται να ντυθώ καλά πια. Απολαμβάνω τη γρήγορη κατηφόρα με τις αισθήσεις μου όλες στη φυσικότερη επιφυλακή τους. Το δάσος είναι ασυνήθιστα πυκνό, σκοτεινό, εξωτικό, μαγευτικό, τα δέντρα πανύψηλα και ευθύκορμα. Τώρα θα βγουν οι Νηρηίδες και θα με κρατήσουν για πάντα εδώ, θα με μαγέψουν με κανένα τραγούδι τους. Ο σκοτεινός σκιερός δρόμος μοιάζει ένα ευέλικτο τούνελ σκαμμένο μέσα από έναν σκουροπράσινο ραβδωτό βράχο.

Κάθε τόσο, μια βρύση χύνει στον κόσμο νερό. Τραγουδώ από μια αυθόρμητη χαρά, χωρίς να καλοκαταλαβαίνω τι λέω. Αμέτρητοι χοντροί κορμοί και ολόισιοι σαν γιγάντιες λαμπάδες με προσπερνούν με ταχύτητα από αριστερά και δεξιά, κοντά στους ώμους μου και γέρνοντας στο πλάι μια προς τη μια και μια προς την άλλη πλευρά καθώς γέρνω στις στροφές. Μετά από ώρα, βρίσκομαι στη γαλήνη ενός γραφικού εστιατορίου στη Δροσοπηγή.

Χαιρετώ κάποιους που γνώρισα το πρωί στην Καστοριά και αυτοί με τη σειρά τους μού συνιστούν ανεπιφύλακτα την ντόπια σπεσιαλιτέ: την παραδοσιακή τσουκνιδόπιτα με το ξυνόγαλο.

Ανοίγω τον χάρτη μου. Προσθέτω ένα ακόμα κομμάτι σε μια γραμμή που κόβει την Ελλάδα στη μέση. Με γαληνεύει ένα συναίσθημα εκπλήρωσης ενός καθήκοντος προς τον εαυτό μου. Τις μέρες που πέρασαν, Ελλάδα, σε κατέκτησα λίγο περισσότερο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: