Πρέσπες - Οκτώβρης του 1985
Μια ακόμα Άλλη Ελλάδα



Το τραίνο Θεσσαλονίκης-Κοζάνης έχει μια ανεπανάληπτη γραφικότητα. Ταξιδεύοντας μέσα σ΄ αυτό, ταξιδεύεις θαρρείς σε άλλη εποχή. Παμπάλαιο και αργό, όσο δε γίνεται άλλο. Ένα επαρχιακό τραίνο απολαυστικό, αρκετά σαράβαλο, αρκετά θορυβώδες, πολύ μαυρισμένο από την καπνιά και τον χρόνο. Κι όμως, εξαιρετικά ανθρώπινο.

Στα κομμάτια εκείνα της διαδρομής όπου περνά από μέρη με περισσότερο κόσμο, στο κουπέ όπου βρίσκομαι συναθροίζονται επαρχιώτες κάθε είδους. Η παρατήρηση και μόνο αυτών των ζωντανών ανθρώπων είναι ένα μάθημα ψυχολογίας, μια ατελείωτη σπουδή.

Το τραίνο συνεχώς σταματά. Σταματά και ξεκινά. Περισσότερο χρόνο λες βρίσκεται σε στάση παρά σε κίνηση! Σε κάθε στροφή, περιμένεις κάποιο χέρι να βγει πίσω από τους θάμνους, κάποιος που θα θέλει να πάει από το χωράφι του δίπλα στο χωριό του.
«Ένα το ταξίδι, οι προορισμοί όσοι και οι ταξιδιώτες»...

Λίγα μέτρα μετά τον σταθμό της Έδεσσας ξεκινά μια πολύ απότομη ανηφόρα. Μπαίνεις στον πειρασμό να κάνεις εκτιμήσεις για την κλίση της σιδηροτροχιάς από την υπερβολική κλίση που παίρνει το βαγόνι μέσα στο οποίο βρίσκεσαι! Όλα τα αντικείμενα γέρνουν προς τα πίσω πολύ! Μα... τι γραμμή φτιάξανε; Ακριβώς τότε το τραίνο σιγά-σιγά ακινητοποιείται (πάλι!) και η μηχανή στο μεταξύ ακούγεται από μπροστά να βογγάει σα διαβολεμένο θεριό. Το τραίνο έπειτα... γυρίζει προς τα πίσω. Αντί να πάει μπρος πάει πίσω! Επιστρέφουμε δειλά-δειλά πίσω στην αποβάθρα του σταθμού και θα πρέπει να περιμένουμε τώρα δύο ολόκληρες ώρες. Γιατί; Τι έγινε ρε παιδιά;

Βγαίνει ο κόσμος και κάθεται στο γρασίδι. Περιμένουμε λέει να έρθει μια μηχανή από τη Βέροια, ώστε να βοηθήσει στο σπρώξιμο για να μπορέσει το τραίνο να βγάλει την ανηφόρα. Αχ Ελλαδάρα... δεν ξέρουν από πριν τη δύναμη της μηχανής; Ή δεν μπορούν να έχουν μια μηχανή εφεδρική εδώ στην Έδεσσα; Το καταπληκτικό είναι ότι αυτό γίνεται λέει συχνά! Ο κόσμος κάθεται έξω λοιπόν όπου βρει και περιμένει τη μηχανή να έρθει από τη Βέροια...

Μετά και από την περιπέτεια αυτή, που ήταν ένα κερασάκι στην τούρτα με αυτό το απίθανο τραίνο, ξεκινώ επιτέλους να ποδηλατώ από το Αμύνταιο όπου το τραίνο με άφησε όταν η μέρα έχει πολύ προχωρήσει. Είχα προγραμματίσει να αρχίσω να ποδηλατώ το μεσημέρι, ας όψεται όμως η ελληνική νοημοσύνη και τα τραίνα της. Κατασκηνώνω βιαστικά δίπλα σε μια ερημική πηγή, σε ένα θερισμένο χωράφι. Ανάμεσα στα γύρω λοφάκια, το φεγγαρόφωτο διαχέεται στο ανοιχτόχρωμο άχυρο που καλύπτει τα χωράφια. Είναι ένα όμορφο ερημικό μέρος, που γνώρισα μόνο και μόνο χάρη στην νεοελληνική νοημοσύνη.

Παρασκευή 4



Τα μέρη μέχρι την Φλώρινα είναι τόσο πλούσια, αλλά και έρημα. Τι αντίθεση! Είναι παράδοξο να βλέπεις τόπους τόσο παραγωγικούς κι ωστόσο να μη συναντάς ανθρώπους. Όλα έχουν την σφραγίδα της εγκατάλειψης. Ένας τόπος στοιχειωμένος. Παρατημένη ελληνική επαρχία.

Η πόλη της Φλώρινας δεν μπορώ να πω ότι μού αρέσει ιδιαίτερα, άδειοι δρόμοι, λιγοστός κόσμος, κτίρια πεταμένα εδώ κι εκεί. Είναι η πρώτη εικόνα, η σφραγίδα της στιγμής. Είναι η πρώτη εντύπωση που θρονιάζεται στο μυαλό σου. Στην έξοδο της πόλης, βλέπω από μακριά έναν φράχτη και μέσα εκεί μια καμήλα. Αλλά αρχίζει η ανάβαση στον Βαρνούντα.

Από την Φλώρινα μέχρι την κορφή στην Βίγλα, η διαδρομή απλώς συμβαίνει να είναι δύσκολο να περιγραφεί με τα λόγια. Είναι κάτι που πρέπει να το ζήσεις. Και να το ζήσεις με αυτόν τον τρόπο...

Ο δρόμος ανεβαίνει μέσα από πυκνά δάση, που έχουν οπωσδήποτε όλα τα χρώματα του κόσμου. Τα τοπία αυτά θυμίζουν τα πόστερ που κυκλοφορούν στο εμπόριο με εικόνες από τα πλατύφυλλα δάση του Καναδά στο φθινοπωρινό τους φύλλωμα. Να ο «Καναδάς» της Ελλάδας! Το μάτι μου ξεκουράζεται χωρίς να χορταίνει το χώρο. Ειδικά αυτή τη στιγμή του έτους, αυτό το βουνό είναι ανεπανάληπτο. Είναι ασύγκριτο.

Σταματώ σ΄ ένα σημείο του δρόμου, μεθυσμένος από το τοπίο που αντικρύζω. Απέναντι απλώνεται μια πλαγιά με όλα τα χρώματα και εκεί κάτω βόσκουν σ΄ ένα πράσινο λιβάδι μια χούφτα πρόβατα.

Βρίσκομαι καταμεσής σε μια άλλη Ελλάδα, αυθεντική, την Ελλάδα των βουνών. Δεν είναι η γνωστή Ελλάδα της θάλασσας. Ο κοσμάκης τρέχει στην παραλία, στην πολυκοσμία, τη βρώμα, το σκουπίδι, το θόρυβο. Τού αρέσουν λες αυτά, αρκείται σε αυτά, προτιμά τον εύκολο δρόμο. Ο κόσμος δεν ξέρει, δεν θέλει να πάρει τον δύσκολο δρόμο - αλλά και αυτόν που έχει ενδιαφέρον. Στενή η πύλη, αλλά βγάζει σε μια άλλη ποιότητα ζωής, σε μια άλλη ποιότητα των πραγμάτων.

Η διάβαση Πισοδερίου στο διάσελο μεταξύ Βαρνούντα και Βέρνου είναι στα 1550 μέτρα ψηλά. Ρουφώ με όλη μου την ύπαρξη το καθαρό οξυγόνο αυτού του κόσμου. Έφτασα εδώ πάνω χωρίς να κατεβώ καθόλου από τη σέλλα μου. Αυτό είναι υπέροχο, νιώθω πολύ δυνατός. Το περιβάλλον εδώ είναι τόσο ατίθασο, τόσο άγριο, τόσο καθαρό, τόσο παρθένο. Θαρρώ ότι δεν μπορώ να καταλάβω αν εδώ πάνω ο κόσμος τελειώνει ή αρχίζει.

Ο ασυνήθιστος χώρος φέρνει ασυνήθιστες σκέψεις. Αυτή η άλλη Ελλάδα που ανακαλύπτω ποια είναι; Η δεύτερη ή η πρώτη; Ερημιά. Ο δρόμος άδειος. Ψυχή πουθενά. Ξεκινώ στην κατηφόρα. Κάνει κρύο.

Βρίσκω μια πηγή δίπλα στον δρόμο, αλλά είναι δώρον άδωρο, γιατί το νερό της είναι τόσο κρύο που είναι αδύνατο να πιω. Θα το βάλω όμως στο παγούρι μου, για να το πιω αργότερα.

Σαν από θαύμα, αφήνω τις εικόνες αυτού του κόσμου να ζωγραφίζονται η μια μετά την άλλη στα μάτια, στη μνήμη μου. Μυρωδιές, ήχοι, χρώματα, σχήματα, τοπία μεγάλα και μικρά, απόμερες γωνιές γεμάτες γη και ουρανό. Παρακαταθήκες έξω από τον ανθρώπινο χρόνο, στον χρόνο του κόσμου. Έξω από τον ατομικό χρόνο, στο συλλογικό χρόνο.

Το Πισοδέρι είναι ένα χωριό που θα ταυτίσω εννοιολογικά με την εγκατάλειψη. Από το Αντάρτικο περνώ επίσης βιαστικά, αλλά για άλλο λόγο πια. Γιατί έχω ήδη αντικρύσει από μια στροφή του δρόμου το πανόραμα των λιμνών.

Οι Πρέσπες μού δίνουν από την πρώτη στιγμή να καταλάβω κάτι. Να νοιώσω μεμιάς ό,τι μού αρκεί να γνωρίζω γι΄ αυτόν τον χώρο. Είναι ένας χώρος στον οποίον θα μπορώ να αποσύρομαι όταν θα ζητώ την απόλυτη αφαίρεση, την απόλυτη απόσταση. Οι Πρέσπες είναι ένας παράδεισος για δύο ειδών ανθρώπους: για ζωντανούς νεκρούς και για ζωντανούς.

Ζωντανούς νεκρούς θα δεις αρκετούς. Δυστυχώς. Με τη συνεπικουρία των τελευταίων επιτευγμάτων της τεχνολογίας και με όλο τους το νοικοκυριό, κουβαλούν κάποτε-κάποτε με ένα τροχόσπιτο το σπίτι τους όπου πάνε, επειδή δεν ξέρουν πώς να κάνουν σπίτι τους τον χώρο όπου πηγαίνουν και όπου βρίσκονται. Αυτοί από πουθενά δεν λείπουν, αλλά είναι ένα ευτύχημα που αυτή την εποχή του χρόνου δεν κυκλοφορούν εδώ πολύ.

Μέσα και μετά από την ανθρώπινη απουσία, την ερημία αυτού του χώρου, αισθάνομαι τη βαθειά επαφή με αυτό τον κόσμο. Το ποδήλατο μού δίνει την απέραντη χαρά της άμεσης επαφής, της έκθεσης στα στοιχεία. Για στέγη σου ο ουρανός, για τοίχους έχεις τους ανέμους, τα αγέρια του βουνού, τροφή σου ο πλούτος του δάσους, χαρά σου το τραγούδι, οι ήχοι της φύσης.

Για τα πουλιά της Μικρής Πρέσπας κυρίως είναι που ανακηρύχτηκε η περιοχή Εθνικός Δρυμός. Τα ιπτάμενα πλάσματα είναι ένας από τους λόγους που με έφεραν εδώ. Πριν ξεκινήσω, έμαθα από το πανεπιστήμιο ότι υπάρχει το παρατηρητήριο, όπως επίσης και για τα δύο άτομα που αυτή την εποχή κάνουν μια μελέτη για τα πουλιά. Δεν βρήκα όμως άκρη. Παράδοξο, αλλά περισσότερα μαθαίνεις πριν έρθεις στο χώρο παρά όταν έρθεις, γιατί όταν έρθεις βρίσκεις μόνο εγκατάλειψη. Οι πανεπιστημιακοί κάνουν τη δουλειά τους, αλλά έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ αρνητικές συνθήκες. Σ΄ αυτή τη χώρα οι εθνικοί δρυμοί και τα τοιαύτα απόμειναν μόνο μέσα στην φαντασία μερικών «ρομαντικών» (τι βρισιά κι αυτή!) και στα χαρτιά και τα ψεύτικα λόγια των πολιτικών και των υπόλοιπων ποντικών των τσιμεντουπόλεων.

Καθώς βρίσκομαι τώρα μέσα στον χώρο αυτό, νιώθω τις Πρέσπες μέσα στη σιωπή τους, αφουγκράζομαι επί τόπου. Εδώ μού αποκαλύπτουν οι ίδιες το μυστικό τους. Είναι που μού λένε «Χόρτασε όσο μπορείς! Ευτυχώς που είναι έτσι, φίλε. Γιατί αν οι αχόρταγοι ξεχύνονταν σε κάθε γωνιά, τίποτα δεν θα είχε μείνει ακαταβρόχθιστο. Άφησέ τους αυτούς εκεί να βράσουν στο ζουμί τους κι εσύ ζήσε». Και μόνο που οδηγείς το ποδήλατό σου μέσα σ΄ αυτό το γαλήνιο χώρο, στους άδειους μικρούς δρόμους, χωρίς κανένας απολύτως θόρυβος να μπορεί να σε φτάσει, δημιουργείται μέσα σου ένας καινούργιος χώρος μνήμης. Χαράζεται στην πολύτιμη εύπλαστη πέτρα της ψυχής σου κάτι καινούργιο. Μια αέναη παρουσία, που γνωρίζεις ότι ποτέ σου δεν θα χάσεις, ποτέ δεν θα ξεχάσεις.

Στη Μικρολίμνη, κάθομαι στο καφενεδάκι σε μια ψάθινη καρέκλα, κάτω από μια πρόχειρη στέγη με καλάμια. Ο καφενές είναι κλειστός.

Δεν υπάρχει κανείς κοντά. Το νερό της λίμνης αρχίζει ακριβώς δίπλα μου με ένα φλοίσβο τόσο διακριτικό, που πρέπει να καταβάλεις έστω και μια μικρή προσπάθεια για να τον αντιληφθείς, να συγκεντρωθείς για να ακούσεις το λεπτότατο ήχο. Μια μισοχαλασμένη μπλάβα, μισή μέσα στο νερό μισή έξω, λικνίζεται ελαφρότατα, ανεπαίσθητα.

Στο μακρυνό τέλος της υγρής επιφάνειας σηκώνεται ένα βουνό. Σε τέτοιες στιγμές είναι που δεν ξέρεις ποιον να ευχαριστήσεις που έχεις μάτια και αυτιά. Που έχεις ψυχή. Όποιος δεν βρέθηκε σ΄ αυτή τη ψάθινη καρέκλα στο καφενεδάκι της Μικρολίμνης το μεσημέρι της Παρασκευής της 4ης Οκτωβρίου του 1985, δεν μπορεί να ξέρει τι θα πει γαλήνη.

Σ΄ ένα λιβάδι, αγελάδες βόσκουν το λιγοστό γρασίδι. Μετά την Κούλα, μια σύντομη σκληρή ανηφοριά και μια άλλη κατηφοριά θα αναλάβουν να με οδηγήσουν στους Ψαράδες.

Ψηλά στο διάσελο υπάρχει βέβαια το μοναδικό δάσος με τα κέδρα. Δέντρα που μοιάζουν από μακριά με κυπαρίσσια, αλλά δεν είναι κυπαρίσσια. Είναι μεγάλα κέδρα. Το ύψωμα μάλιστα αυτό ονομάζεται Κεδρώνας.

Ψαράδες. Τι χώρος! ... Κάθομαι στην μικρή αποβάθρα. Δεν είναι μόνο που ξέρω με το μυαλό μου ότι βρίσκομαι στο ακριτικότερο χωριό της Ελλάδας, αλλά ακόμα και αν δεν το ήξερα, αν με έφερναν εδώ με κλειστά μάτια χωρίς να μου πουν πού βρίσκομαι, ίσως άρχιζα να μαντεύω. Υπάρχει λένε μερικοί μια άγνωστη μνήμη μέσα μας, μια ανεξερεύνητη παρακαταθήκη που κρύβει όλη μας τη ζωή. Θα ήξερα πάντως ότι βρίσκομαι σε χώρο που έχει κάτι το πολύ ιδιαίτερο. Η ατμόσφαιρα δεν είναι η ίδια με αυτήν από κανέναν άλλο τόπο. Είναι οι παρθένοι χώροι, αυτοί οι λιγοστοί χώροι που δεν έχουν ακόμα μολυνθεί από το μικρόβιο της κακώς εννοούμενης «προόδου», αυτοί που διατηρούν τη δική τους ταυτότητα. Τη δική τους προσωπικότητα, γνωστή ίσως για κάποιους αλλά και αποκλειστικά δική τους. Πόσο εύχομαι αυτό να κρατήσει για πάντα...

Καμμιά δεκαριά ηλικιωμένοι κάθονται στην προκυμαία μαζί με τον παπά. Έχουν την πλάτη στραμμένη προς το νερό και λένε τα δικά τους. Η γλώσσα τους οπωσδήποτε δεν είναι τα γνωστά ελληνικά. Πιο πέρα κάθεται ένας χοντρός με μούσι, πλάι σε μια μοτοσυκλέτα. Μια γριά μαύρη και καμπουριαστή, φιγούρα απόλυτα ταιριαστή στο χώρο αυτό, διασχίζει αργά το μικρό παραλιακό δρόμο, περιφέρει την ύπαρξή της, σέρνει τα πόδια της σ΄ όλο το μήκος της ακτής. Αργά αργά, η διάβασή της είναι μια μακρόσυρτη ιεροτελεστία.

Ο άγριος ήχος από ένα αλυσοπρίονο έρχεται από κάπου μέσα στο χωριό, ενώ κοντά μου ένας βάτραχος περιοδικά βιάζει τη σιωπή του απογεύματος. Στο πρασινωπό νερό, πηδάει που και που κανένα ψαράκι, με ένα λεπτούτσικο «πλιτς». Η όχθη της λίμνης είναι γεμάτη από γαϊδούρια, άλλα σεργιανίζουν τον τόπο σε μάταιη αναζήτηση κάποιου ίχνους γρασιδιού να φάνε, ενώ άλλα κυνηγιούνται και καβαλλικεύονται.

Πως κυλά ο χρόνος... Τώρα τα βατράχια αρχίζουν ξαφνικά να φωνάζουν όλα μαζί.

Το χωριό δείχνει μισοερειπωμένο, στα χρώματα της γης και της φθοράς ξεδιπλώνεται αμφιθεατρικά στη μικρή πλαγιά. Σε μια μακρυνή γωνιά του κολπίσκου, βλέπω σταματημένο ένα τουριστικό αυτοκίνητο. (Πρόκειται για ξένους, μπορώ να παρηγορηθώ ότι δεν είμαι ο μόνος ξένος αυτή την στιγμή εδώ.)

Κάποιος κάνει αυτό που χρειάζονταν, κάνει τη θαυμάσια κίνηση: παίρνει μια μπλάβα και μπαίνει ήσυχα στο νερό. Τα κουπιά χαρίζουν ένα γλυκό ήχο. Ο γερμένος ήλιος του χρυσίζει τα μαλλιά, το μάγουλο. Και μετά, καθώς στρίβει η βάρκα, το πρόσωπο, τα κουπιά, τους κύκλους στο νερό. Έρχεται και μια άλλη βάρκα με δυο γυναίκες. Έχω μαζί μου φωτογραφική μηχανή δεν θέλω να τη βγάλω έξω! Δεν θέλω να παρεμβληθώ στη στιγμή. Ας πιάσω τώρα τη στιγμή, να την έχω για πάντα μαζί μου, όχι απλά στο φωτογραφικό φιλμ, αλλά μέσα μου - στο φιλμ της ψυχής μου.

Απολαμβάνω το απόγευμα. Κάθομαι στην άκρη της αποβάθρας για πολλήν ώρα και ίσως γι΄ αυτό να ήρθε να μου μιλήσει ένας ντόπιος. Φοράει Nike παπούτσια. Η γλώσσα είναι τα μακεδονίτικα.

Για το βράδυ είμαι κατασκηνωμένος έξω από τον Λαιμό. Αφήνω τη σκηνή και τα πράγματά μου στην κοινή θέα και πηγαίνω μια βόλτα μέσα στο χωριό, μήπως και βρω τρόφιμα. Έχω μια καταπληκτική αίσθηση ότι από κανέναν δεν κινδυνεύω και από τίποτα εδώ.

Σάββατο 5



Ανηφορίζω για τον Άγιο Γερμανό. Βρίσκω επιτέλους κάτι που να τρώγεται: χαλβά και ψωμί! Λοιπόν είναι καταπληκτικό το πόσο δύσκολα βρίσκεις τρόφιμα να αγοράσεις σε τέτοια απόμακρα χωριά. Και ο λόγος είναι πολύ απλός: οι άνθρωποι καλύπτουν τις ανάγκες τους μεταξύ τους και λίγα πράγματα απομένουν που πρέπει να τα αγοράσουν. Έχουν τα ζώα τους, τον κήπο τους... ζουν κοντύτερα στις φυσικές δυνάμεις. Κι έτσι επιτέλους πρέπει να είναι. Πραγματικά, αν χρειάζεσαι κάτι να φας καλύτερα να ρωτήσεις σε σπίτι, μην ψάχνεις για μαγαζί!

Αφήνω το ποδήλατο μόνο του σε έναν ερειπωμένο τοίχο και με τη φωτογραφική μηχανή μαζί μου, ανεβαίνω έναν λόφο. Σε λίγη ώρα θα φτάσω σε ένα σημείο με καλή θέα.

Δίπλα στη λίμνη υπάρχουν περιοχές με καλαμώνες, περιοχές κίτρινες, κόκκινες, καφέ. Ο Άγιος Γερμανός απλώνεται στα πόδια μου, μέσα στο οροπέδιο και από πάνω του υψώνεται ένα γκρίζο, άγριο και κατάξερο βουνό ως την κορυφογραμμή απ΄ όπου αρχίζει η Γιουγκοσλαβία.

Το τελευταίο πράγμα που θα μπορούσες να κάνεις σε έναν τέτοιο κόσμο είναι να βιαστείς. Χωρίς να βιάζομαι, έρχεται μεσημέρι όταν ξεκινώ για Καστοριά. Από την διασταύρωση κοντά στο Αντάρτικο και κάτω, υπάρχει μόνο χωματόδρομος πια.

Βρίσκομαι μέσα σε τέτοια ερημιά, που νομίζω ότι ποτέ μου δεν έχω ξανασυναντήσει στη γη. Ο δρόμος ελίσσεται στενά κατά μήκος μιας κοιλάδας, ανάμεσα σε δασωμένους καταπράσινους όγκους. Οι μόνοι ζωντανοί οργανισμοί, οι μόνοι εκπρόσωποι του ζωντανού κόσμου που υπάρχουν δίπλα μου, είναι τα δέντρα του δάσους.

Τουλάχιστον δυο ώρες περνούν έτσι, δηλ. χωρίς να συναντήσω τίποτα το έμψυχο. Ποδηλατώ ήρεμα και απορροφιέμαι στο περιβάλλον. Από κάπου μακριά στο δάσος, ακούγεται ένα μουγκρητό, θα μπορούσε να είναι π.χ. αγελάδα ή ελάφι.

Ξαφνικά, τελείως αναπάντεχα μέσα σ΄ αυτή την ερημιά, προσπερνώ έναν χωρικό που τραβά με ένα σκοινί επίμονα μια αγελάδα. Τι αστεία σκηνή! Ούτε εγώ λέω τίποτα, ούτε αυτός σε μένα, μόνο σταματά και κοιτά επίμονα. Με κοιτά, και αυτός και η αγελάδα! - τι τους έμελλε να συναντήσουν σήμερα... Κοιταζόμαστε, μέχρι που χάνομαι πίσω από τη στροφή του δρόμου.

Όμως για να συναντήσω άνθρωπο μάλλον θα υπάρχει χωριό κοντά. Στη διασταύρωση για Γάββρο, σταματώ. Ο δρόμος συνεχίζει άσχημος, δεν ξέρω πού μπορεί να νυχτώσω και θα ήταν προτιμότερο να κατασκηνώσω στο χωριό. Θα παίξω κορώνα-γράμματα αν θα μείνω εδώ ή αν θα συνεχίσω. Ξαφνικά εμφανίζεται ένας γύφτος με όλο του το βιος, άψυχα και έμψυχα. Αγροτικό ντάτσουν. Η καρότσα γεμάτη καρπούζια, η ζυγαριά κρέμεται από πίσω και πηγαίνει πέρα-δώθε ντάγκα-ντούγκα. Μέσα από το παρμπρίζ κρέμονται τόσα χαϊμαλιά, ώστε να του επιτρέπουν να βλέπει στοιχειωδώς πού οδηγεί το αυτοκίνητο. Στη θέση του συνοδηγού κάθεται η συμβία με μερικά κουτσούβελα. Το πόσα είναι άγνωστο, αυτή πάντως δεν χρειάζεται να βλέπει καθόλου και έτσι η δεξιά πλευρά του συνοδηγού είναι γεμάτη από κεφάλια, χέρια, πόδια, ανθρώπους μαλλιά-κουβάρια.

Τελικά, δεν θα διανυκτερεύσω εδώ σ΄ αυτό το χωριό. Πετάμε το ποδήλατο πάνω στα καρπούζια. Επιμένει να μπω και εγώ μπροστά! Όσο αυτός επιμένει τόσο εγώ αρνούμαι! Από την οροφή θέλω να βλέπω το τοπίο φίλε μου...

Επειδή έχει τέντα στο αμάξι, ανεβαίνω στη σχάρα που έχει πάνω από τον ουρανό. Απολαμβάνω τη διαδρομή από ψηλά και κρατιέμαι από όπου μπορώ καθώς τρέχει σα διάβολος! Δεν θα ήθελα να με αδειάσει σε καμμιά στροφή. Θυμάμαι το ανέκδοτο με τη γύφτισσα που φώναξε στον άντρα της να σταματήσουν γιατί έπεσε στη στροφή ένα μικρό κι αυτός της λέει ότι δεν πειράζει, θα φτιάξουν άλλο. Εάν πέσω εγώ θα σταματήσουν;

Στο μεταξύ βέβαια παρατηρώ τα μέρη από όπου περνάμε. Κάπου στον Απόσκεπο τού ζητώ να σταματήσει. Είναι άσφαλτος πια και το πράγμα γίνεται επικίνδυνο με τη μεγάλη ταχύτητα που οδηγεί. Άλλωστε η Καστοριά είναι πια από κάτω μου. Το ποδήλατο έχει σπάσει δυο καρπούζια. Του λέω να τα πληρώσω, αρνείται. Μου δίνει σε μια σακούλα και ένα μισό σπασμένο καρπούζι χωρίς αντίρρηση. Είναι ωραίος.

Η θέα της λίμνης και της Καστοριάς στη δύση είναι αξιόλογη.

Κυριακή 6



Ξυπνώ με θερμοκρασία αέρα 4 βαθ. Κελσίου. Είναι η πρώτη φορά που έρχομαι στην Καστοριά. Βλέπω από μακριά μερικά αρχοντικά και κάνω το γύρο του λόφου του Προφήτη Ηλία. Από έναν τέτοιον τόπο, δεν προλαβαίνεις να δεις πολλά σε λίγες ώρες, έστω και σε μια μόνο μέρα. Θα επανέλθω κάποτε, με περισσότερο χρόνο στη διάθεσή μου.

Δευτέρα 7



Ξυπνώ σε έναν αγρό, κάτω από τα Σέρβια, με την ένδειξη του θερμομέτρου στους 3,5 βαθμούς.

Όταν ταξιδεύεις με ποδήλατο, διάφορα αναπάντεχα μπορεί να συμβούν οποτεδήποτε. Λίγο μετά τη Λάρισα, αισθάνομαι κούραση, καθώς χθες και προχθές έκανα πολλά και δύσκολα χιλιόμετρα. Θα προτιμούσα λοιπόν ένα ωτοστόπ. Φυσικά κι αν δεν με πάρει κανείς δεν πειράζει καθόλου, απλά θα συνεχίσω με το ποδήλατό μου. Σύντομα όμως κάποιο αυτοκίνητο σταματά. Είναι δυο Αυστριακοί, με ένα σαραβαλάκι κλειστό ημιφορτηγό, που το διασκεύασαν μόνοι τους για διακοπές στο Γκρίχενλαντ. Σκληροροκάδες χίπιδες της παλιάς καλής εποχής.. με ρωτούν αμέσως αν μου αρέσει η ροκ. Φυσικά μου αρέσει, αλλά για κακή μου τύχη είναι από εκείνους που συγκινούνται όχι από τη μουσική αλλά από μια ειδική μορφή θορύβου. Στο μεταξύ αυτός που οδηγεί μάλλον είναι κυκλοθυμικός. Είναι ένας τύπος χοντρός, με φαρδύ τζην με τιράντες, με μούσια και τατουάζ στα χέρια, που όσο γλυκιά φάτσα έχει όταν σου μιλάει τόσο απαίσια γκριμάτσα κατεβάζει όταν ξεστομίζει κάτι ανομολόγητες αναμφίβολα βλαστήμιες στη γλώσσα του σ΄ αυτούς που τον προσπερνάνε κορνάροντας για να κάνει επιτέλους στην άκρη (ευτυχώς που τα γερμανικά μου δεν είναι τόσο καλά για να καταλαβαίνω τι λέει). Το σαράβαλο στερεοφωνικό που ουρλιάζει διάβολε μου έσπασε το κεφάλι... Άσε, δε θα τους ζητήσω να κατέβω, μη με παρεξηγήσουν κι έχουμε κι άλλα...

1 σχόλιο:

miltous3 είπε...

Διαβάζοντας το για δεύτερη φόρα μετά από νομίζω 3 χρόνια νοιώθω μία απέραντη δίψα να βγω στο δρόμο και να ζήσω όλα αυτά που εξιστορείς...ζώντας πλέον και δίπλα τους. Θα προσπαθήσω όμως να κρατηθώ μέχρι τον Οκτώβρη εμπιστευόμενος το κείμενο σου...