17/8/07

Βόρεια Ελλάδα - Αύγουστος του ΄91
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει... (Σεφέρης)



Τετάρτη 28 Αυγούστου 91



Πρωί ξεκινώ από τη Βέροια, με προορισμό την ανατολική Μακεδονία. Χώρος μακρινός, σαν άλλη χώρα - έτσι άραγε δεν πρέπει να ξεκινά ένα ταξίδι;

Μεσημεράκι, με δυνατό ευνοϊκό άνεμο τρέχω δίπλα στις λίμνες, προς την ανατολή που με περιμένει. Στην άκρη του δρόμου, κάποιος κουνάει επιδεικτικά στους περαστικούς και με ένα γελοίο τρόπο ένα ψάρι μέσα σε μια νάυλον σακούλα! Δίνει έτσι στον κόσμο που περνά να καταλάβουν ότι πουλάει ψάρια από τη διπλανή λίμνη. Μια πεταχτή ματιά στα θολά νερά της Κορώνειας με πείθει ότι το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να προσπεράσω το γρηγορότερο.

Στην οργιαστική βλάστηση των στενών της Ρεντίνας κάθε βιασύνη απαγορεύεται. Από εδώ και πέρα το περιβάλλον ομορφαίνει, και χωρίς να το καλοκαταλάβω όταν το απόγευμα έχει προχωρήσει φτάνω στην Αμφίπολη. Μπαίνω στο χωριό αλλά με εντυπωσιάζει η ερημιά του. Στην άκρη ενός όμορφου κάμπου βρίσκω τον καλύτερο συνδυασμό για να περάσει κανείς το βράδυ του: γρασίδι και βρύση με τρεχούμενο νερό. Έχει μια συμπαθητική συννεφιά. Έχει νυχτώσει, όταν φτάνουν στον ουρανό της σκηνής μου μερικές σταλαμίδες.

Πέμπτη 29



Δίπλα έχει πολλά αμύγδαλα. Το κτήμα είναι ακαλλιέργητο και εγκαταλειμμένο, συνεπώς δεν έχει φυτοφάρμακα. Μαζεύω εξαιρετικά αμύγδαλα για τις επόμενες μέρες.

Διασχίζω ένα ημιπεδινό τοπίο με γεωργικές καλλιέργειες. Στο πλάι του δρόμου υπάρχουν νόστιμα βατόμουρα, σύκα, σταφύλια. Είναι εποχή αφθονίας, γεμάτη δώρα της φύσης. Λίγα κτήματα καλλιεργούνται, τα περισσότερα είναι ακαλλιέργητα, καταφανώς παρατημένα. Εύκολα βρίσκεις πράγματα να φας, και από δέντρα ξηρικά, συνεπώς ιδιαίτερα νόστιμα.

Στην πλατεία της Κορμίστας, βλέπω δυο άντρες με πολιτικά ρούχα που φοράνε περασμένο στη μέση από ένα μεγάλο πιστόλι! Τι είναι αυτοί που γυρνούν έτσι μέσα στον κόσμο με τα όπλα περασμένα στη ζώνη τους; Μαφιόζοι; Φαρ-ουέστ είναι εδώ; Το μυστήριο λύνεται όταν βλέπω σταματημένο το αυτοκίνητο μιας χρηματαποστολής. Θεωρούν τις στολές περιττές, ούτε τα προσχήματα δεν μπαίνουν στον κόπο να κρατήσουν. Αφού τα αρπάξουν από τον αγρότη, τα φυλάνε μετά καλά μην τυχόν και τους τα πάρουνε πίσω.

Σταματώ στη Γεωργιανή να συμβουλευτώ τον χάρτη. Κάποιος έρχεται καταπάνω μου. Μιλά αδιάκριτα και φωνάζει με εκνευριστικό τρόπο. Εγώ του λέω ότι είμαι Έλληνας, αλλά αυτός επιμένει να με φωνάζει συνεχώς Βούλγαρο! Από ξένους μόνο Βουλγάρους έχει δει στη ζωή του; Και όλο με «περιποιείται» με το «ρε», στις πέντε λέξεις που ξεφωνίζει η μία είναι ένα βροντερό και προκλητικό «ρε!». Φεύγω να γλιτώσω.

Κατηφορίζω σε έναν κάμπο με καρύδια και φουντούκια. Πολύ πλούσιος ο κάμπος της Δράμας. Ο στενός δρομάκος ελίσσεται ωραία μέσα από τα καλαμπόκια και τις άλλες καλλιέργειες. Φτάνω στο χωριό που ζητούσα να βρω και τώρα πρέπει να ρωτήσω πού είναι το σπίτι του φίλου μου.

Βρίσκω μια γυναίκα, δεν γνωριζόμαστε, είδε το ποδήλατο όμως και κατάλαβε ποιος είμαι. Δεν είναι εδώ γιατί... έφυγε στη Γερμανία! Μου το ξαναλέει για να το πιστέψω. Παρόλο που αλληλογραφούσαμε, δεν το ήξερα. Πριν από μια βδομάδα έφυγε.

Για να καταλάβω καλά αυτό που έκανε ο φίλος μου πρέπει να ρίξω μια καλή ματιά στα χαμόσπιτα. Όλα τους είναι μισά. Τα άλλα μισά είναι στη Γερμανία. Δεν έχω στα μέρη αυτά πολλές μέρες, αλλά έχω ήδη πολλές φορές αναρωτηθεί σε τι διαφέρει αυτός ο τόπος από τη Γερμανία, όταν τα μισά αυτοκίνητα με τα οποία συναντιέμαι στους δρόμους έχουν αριθμό γερμανικό και οδηγό Έλληνα!

Μου δείχνουν τα στοιβαγμένα καφάσια με τις λαχταριστές ντομάτες. Σε λίγο θα σαπίσουν. Απούλητα. Τα παίρνει καμιά φορά και τα πηγαίνει στη λαϊκή αγορά της Δράμας, μήπως πάρει κάτι, τιμές εξευτελιστικές. Έφυγε ο φίλος μου, στην ξενιτιά. Όταν ένα παλικάρι φτάνει εκεί, τι μένει όρθιο;

Γύρω κοιμάται ένας κάμπος που θα μπορούσε να θρέψει έναν ολόκληρο λαό. Είναι το ίδιο λυσσασμένο ανθρωποκυνηγητό που βρίσκω μπροστά μου απ΄ άκρη σ΄ άκρη αυτής της χώρας. Το θάνατο της γης. Πλούσια γη ευλογημένη από τη φύση, να πεθαίνει παρατημένη;

Υπάρχουν κάποια πράγματα, που ο μόνος τρόπος να τα καταλάβεις είναι να τα ζήσεις στο πετσί σου. Αν δεν ταξιδέψεις έτσι, αν δε ζήσεις μέτρο το μέτρο αυτή τη γη, δεν θα μπορέσεις να καταλάβεις ούτε τη γη ούτε τις ζωές των ανθρώπων της. Για το βολεμένο άνθρωπο της πόλης, τα αγαθά γεννιούνται ως δια μαγείας στα ράφια του σούπερ-μάρκετ. Ο αγρότης είναι αυτός που τραβά το κουπί. Για τον αγρότη, όλη η πρόσοδος βρίσκεται ενσωματωμένη στο προϊόν, αν δεν το πουλήσει πάει χαμένος. Αυτή ακριβώς την ανάγκη του εκμεταλλεύονται και τον πατάνε στο σβέρκο. Ο αστός το πολύ πολύ να πληρώσει κάτι παραπάνω, αλλά τον «χωριάτη» τον κάνουν ό,τι θέλουν, το χαμηλό το γάιδαρο όλοι τον καβαλάνε.

Είναι απίστευτο. Ένας κάμπος τόσο παραγωγικός, και οι άνθρωποι να ξενιτεύονται; Πάντα κερδισμένοι οι αετονύχηδες έμποροι και λοιποί αστοί. Το αστικό φαινόμενο σε όλη του τη δόξα. Οι πλούσιοι να γίνονται πλουσιότεροι, οι φτωχοί φτωχότεροι, και η γη να πεθαίνει. Δεν αρκεί όμως να ξέρεις να το φιλοσοφείς το πράγμα, πρέπει κάποια στιγμή να πάρεις τα μπογαλάκια σου και να έρθεις να το βιώσεις από πρώτο χέρι, τότε θα νιώσεις τα πράγματα όχι μόνο με το κεφάλι σου αλλά και με το πετσί σου. Σε καταλαβαίνω και σε συγχωρώ φίλε που είχες το θάρρος να φύγεις. Δέχομαι το φαγητό και την ολόκαρδη μακεδονική φιλοξενία αυτών που είχαν το θάρρος να μείνουν, αλλά μόνο για μια ώρα, όχι περισσότερο. Δεν θέλω, δε μπορώ να μείνω περισσότερο, αν το κάνω θα πονέσω κι αυτό το ταξίδι το ξεκίνησα ως για διάλειμμα στον πόνο.

Σταμάτησα στους Φιλίππους. Σχεδόν μόνος περιφέρομαι στα ερείπια. Ερημιά. Δυο ξένοι κάθονται στην άκρη του αλλοιωμένου θεάτρου. Έχει επέμβει τόσο βάρβαρα το τσιμέντο! Γιατί δεν σεβάστηκαν το αρχαίο θέατρο, οι βάρβαροι; Μια παρέα νεοελλήνων ασχολείται αποκλειστικά με το κυνηγητό των δυο διαβολάκων τους. Τι ήρθαν να κάνουν εδώ μέσα οι άσχετοι, έχοντας πληρώσει και εισιτήριο;

Η σκηνή μου στήνεται πριν τη Νέα Καρβάλη. Έφαγα ένα πεπόνι από το διπλανό χωράφι. Έχει αμέτρητα κουνούπια, που τσιμπούν σα λυσσασμένα. Είναι τώρα η δύσκολη στιγμή για τα κουνούπια, όταν σουρουπώνει. Όσα και να σκοτώνεις δεν τελειώνουν, κλείνομαι γρήγορα στη σκηνή και σκοτώνω όσα πρόλαβαν να τρυπώσουν. Ξύνομαι σε πόδια και πρόσωπο.

Πέφτουν και πάλι μερικές στάλες. Ο δρόμος κάτω ακούγεται στην απόσταση, έχει αρκετή κίνηση. Οι νταλίκες αγκομαχάνε. Από τις κοινωνίες των πεινασμένων, τρέχουν για να χορτάσουν την κοινωνία των αχόρταστων. Έρημη χώρα, ούτε ένα φίλο δε μού άφησες.

Παρασκευή 30



Ο δρόμος μέχρι την Ξάνθη είναι στα περισσότερα σημεία του στενός, τόσο που οι νταλίκες ασταμάτητα μουγκρίζουν πλάι στον ώμο μου. Οι νταλίκες περνούν αμέτρητες. Οι νταλίκες είναι τόσες πολλές, που πρέπει να βρω μια εξήγηση για το πλήθος τους. Η βόρεια Ελλάδα στηρίζει δυσανάλογα την παραγωγική οικονομία της χώρας (όση απόμεινε) κι ωστόσο είναι η πιο εγκαταλειμμένη περιοχή. Είναι φανερό. Έτσι είναι η ζωή λένε, άλλοι δουλεύουν πολύ κι άλλοι τρώνε πολύ. Στη νότια χώρα έχω συναντήσει τους καλύτερους δρόμους στο επαρχιακό δίκτυο, αλλά και για την πρωτεύουσα και το νότο κρατούν τη μερίδα του λέοντος, σε μια προσπάθεια να εξανθρωπιστεί ένα λεκανοπέδιο που είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να γίνει ποτέ ανθρώπινο. Όσους πόρους και να απορροφήσει, το χάος δεν γεμίζει με τίποτα. Πάντως όπως και να έχει το πράγμα, εύχομαι με όλη μου την ψυχή να περιμένει ο νταλικέρης που έρχεται από πίσω μου να περάσουν πρώτα αυτοί που έρχονται από απέναντι, γιατί διαφορετικά πρέπει να καταλήξω ή στο χωράφι δεξιά ή κάτω από τις ρόδες του.

Στους Τοξότες στη γέφυρα του Νέστου το ποτάμι είναι πανέμορφο. Πριν τη Ξάνθη βρίσκομαι στο χωριό Παράδεισος, που είναι αυτό που λέει το όνομά του. Άφθονη βλάστηση και νερά.

Στη Ξάνθη πρώτη φορά έρχομαι. Διασχίζω το κέντρο. Μια συμπαθητική μικρή πόλη, που έχει την κίνηση που δε συναντάς στα σύγχρονα οικιστικά κέντρα, μια ζωντάνια. Συμμαζεμένη, χαμηλή, απλωμένη, έχει θα έλεγα κάτι από το χαμένο πρόσωπο της ανθρώπινης πόλης. Θέλεις να κάτσεις σε μια γωνιά και να παρατηρείς. Μια μουσουλμάνα περνά με τον γιο της. Σε αυτή κάθε κύτταρο του δέρματος της είναι κρυμμένο, εκτός από τα σημεία του σώματος που είναι απαραίτητο να εκτίθενται για τις πρακτικές ανάγκες, ο νεαρός φοράει τζην.

Παίρνω το δρόμο για τα βόρεια, για το Παρανέστι. Ανηφορίζω σε μια συνοικία από χαμηλά σπίτια. Δυο μουσουλμάνες μιλούν δυνατά, στρουμπουλές, κοντές και με την ίδια ακριβώς αμφίεση. Οι μαύρες φιγούρες τους κάνουν μια γελαστή αντίθεση μέσα στα πολύχρωμα σπίτια.

Προς το Παρανέστι, αρχίζει ένας άλλος κόσμος. Ένας δασικός χώρος με το δικό του πρόσωπο.

Ο δρόμος πηγαίνει δίπλα σε ένα ρέμα, που κυλά προς τα βόρεια. Λίγα χωριουδάκια υπάρχουν, αλλά δεν φαίνονται, βρίσκονται πίσω από τους ορεινούς όγκους. Λίγα αυτοκίνητα, πολλή ησυχία. Πολύ πράσινο. Και ανηφόρες, ήσυχες και γραφικές. Πριν τη διασταύρωση για Λυκοδρόμιο, υπάρχουν δυο χώροι αναψυχής με νερό και υπόστεγα. Ως και πυροστιές για ψήσιμο! (Όταν ο νεοέλληνας εκδράμει, το κοψίδι απαραίτητο.) Αν ήταν πιο αργά εδώ θα περνούσα το βράδυ. Η κατηφόρα για την Σταυρούπολη με φέρνει σε μια ωραίο τοπίο, στη συμβολή δυο ποταμών.

Ποδηλατώ μέσα στην καρδιά της βόρειας Ελλάδας, μέσα σε αυτόν τον υπέροχο χώρο. Εντυπωσιάζει η ανθρώπινη απουσία. Παρόλο που υπάρχουν χωριά και κωμοπόλεις, μπορεί να περάσουν είκοσι λεπτά μέχρι να διασταυρωθείς με ένα αυτοκίνητο. Όπου σχεδόν έχω ταξιδέψει σ΄ αυτή τη χώρα, το καλοκαίρι υπάρχει κίνηση στους δρόμους. Καλοκαιριάτικα, Αύγουστος μήνας, εδώ δεν υπάρχει κίνηση! Αυτό που υπάρχει δεν είναι απλώς ερημιά, είναι μια ερήμωση.

Ο ουρανός αρχίζει να γεμίζει σύννεφα. Η διαδρομή είναι υπέροχη, έχει ό,τι μπορεί ο ποδηλάτης να ποθήσει. (Εκτός από αυτά τα άγρια σύννεφα.) Πλούσια βλάστηση, σπάνια αυτοκίνητα. Δρόμοι ιδανικοί για ποδήλατο. Ο χαμένος παράδεισος του ταξιδιώτη.

Πέφτουν μεγάλες βροχοστάλες. Υπάρχει απειλή καταιγίδας. Πρέπει να βρω καταφύγιο. Φορώ αδιάβροχο και σπεύδω στο υπόστεγο μιας στάσης του λεωφορείου. Αρχίζει να βρέχει. Η βροχή είναι υπέροχη. Έρχεται στα ρουθούνια πλούσια η μυρωδιά της βρεγμένης γης. Ξεσπά ένα τρομερό μπουρίνι. Ησυχάζει πάλι. Ας φτάσω στο Παρανέστι. Φορώ το αδιάβροχο και ξεκινώ.

Η βόλτα με το ψιλόβροχο στον καθαρό φρεσκοπλυμένο δρόμο είναι σκέτη απόλαυση. Τη στιγμή όμως που περνώ από τον Κάτω Θόλο, μια ομάδα από σπίτια, ξεσπά ο δεύτερος κατακλυσμός του κόσμου.

Θεέ ψεύτη, δεν τήρησες την υπόσχεσή σου στο Νώε. Τρέχω σα σίφουνας στην πόρτα ενός σπιτιού, διασχίζω την αυλή, χώνομαι κάτω από το περβάζι.
Κάθονται δυο γέροι στον καναπέ και απολαμβάνουν το απόγευμά τους. Ας κάνω κι εγώ το ίδιο μαζί τους.

Μπήκα ξαφνικά στην αυλή τους, ένας ξένος στο σπίτι τους, κι αυτοί εξακολουθούν να κουβεντιάζουν μεταξύ τους και μαζί μου με μια φιλικότητα που με αφήνει άναυδο. Σα να γνωριζόμαστε από χρόνια. Ούτε που με ρώτησαν ποιος είμαι ή από πού έρχομαι. Λες και γνωριζόμαστε από παιδιά στην ίδια γειτονιά.

Το ποδήλατο πιάνει την πόρτα, το μετακινώ λίγο. Κάθομαι δίπλα τους και προσπαθώ να φυλαχτώ από το νερό. Κανένα αδιάβροχο δεν θα με κρατούσε στεγνό αν η μπόρα με έβρισκε ένα λεπτό νωρίτερα. Μακαρίζουν την τύχη τους γιατί είχε 15 μέρες να βρέξει και είναι τώρα «μέλι για όλα». Μια γυναίκα βγαίνει απ΄ το σπίτι, πρέπει να μετακινήσω πάλι το ποδήλατο για να περάσει.

Έρχονται με αυτοκίνητο κι άλλοι δυο άντρες. Με έκπληξη μαθαίνουν από πού έρχομαι, ο ένας έκανε φαντάρος στην πατρίδα μου προ αμνημονεύτων χρόνων. Περνάει μια ώρα με βροχή και κουβέντα. Αυτές τις περιστασιακές κουβέντες επί παντός επιστητού, που συμβαίνουν απροσδόκητα στα ταξίδια μου, ανέκαθεν τις απολάμβανα αφάνταστα! Εντελώς απροσδόκητα, μπορείς να ακούσεις τα καταπληκτικότερα πράγματα! Τα λόγια έρχονται μόνα τους, καθώς οι άνθρωποι είναι χαλαροί και φιλικοί. Μπορείς να μάθεις απίθανα πράγματα.

Κάποτε η βροχή κόβει, ήρθε η στιγμή της αναχώρησής μου, καλοί μου άνθρωποι. Σε λίγο στήνω γρήγορα τη σκηνή, όχι πλέον για τα κουνούπια αλλά για να μη βραχεί το εσωτερικό της. Με το να βρέχει, τουλάχιστο δεν έχει κουνούπια... Μπήκα στη σκηνή με ρούχα και υπνόσακκο στεγνά, τώρα ας βρέξει όσο θέλει. Και βρέχει. Και είναι τόσο ωραίο να ηρεμείς στεγνός στο ύπαιθρο και να ακούς τις στάλες στον ουρανό της σκηνής σου να πέφτουν, να πέφτουν, να πέφτουν. Με το πλάι κοιμούμαι κοιμούμαι κι ακούω τις μηχανές της γης που ταξιδεύει. Ελύτη, σήμερα σε καταλαβαίνω.

Σάββατο 31



Συννεφιά. Όλα είναι μούσκεμα, το ποδήλατό μου κολυμπάει στην υγρασία.

Μετά το Νέστο, ο δρόμος ανεβαίνει. Βρίσκω μια βατομουριά πνιγμένη στα βατόμουρα. Πεντανόστιμη τροφή. Κι αν δε βρίσκω τροφή στα χωριά των ανθρώπων, η φύση με φροντίζει.

Ώρα 15:30: αρχίζει ο τρίτος κατακλυσμός. Και σήμερα στην ώρα του. Δύσκολοι καιροί για ταξιδιώτες με ποδήλατο. Η βροχή είναι βέβαια υπέροχη, ασχέτως που με δυσκολεύει. Τα νέα για τον καιρό δεν είναι ευχάριστα, και αφού δεν συμπαθώ καθόλου τη βροχή, στις Σέρρες κατευθύνομαι στο σιδηροδρομικό σταθμό. Όμως τραίνο έχει στις 4 το πρωί. Καφενείον η Ελλάς (να μην πω τίποτα χειρότερο). Συνεχίζω για Θεσσαλονίκη λοιπόν.

Μετά τις Σέρρες, σ΄ ένα χωράφι με κομμένο τριφύλλι θα στήσω τη σκηνή μου. Πανικός σε ένα δευτερόλεπτο μόλις σταματήσεις. Τσιμπούν σα διαβολεμένα. Κανένα ρούχο, καμιά πανοπλία, τίποτα δεν θα μπορούσε να τα σταματήσει. Τσιμπούν όπου βρουν, δεν είναι δυνατό να προλάβεις να τα διώχνεις. Δεν προλαβαίνεις ούτε να τα δεις. Ακούγεται ένας βόμβος γύρω μου, σηκώνω το βλέμμα και βλέπω με δέος ένα τεράστιο σύννεφο να με πνίγει. Όλοι αυτοί οι διαβόλοι ζητούν το αίμα μου. Εκτελώ τις κινήσεις με μέθοδο και ταχύτητα και η σκηνή ορθώνεται. Δεν προλαβαίνω ούτε να χοροπηδώ για να φύγουν από τα πόδια, τινάζω το κεφάλι να φύγουν από το σβέρκο και το πρόσωπο. Αυτή τη στιγμή της ημέρας πρέπει να μη βρίσκεσαι στο ύπαιθρο! Πετώ γρήγορα τα πράγματα μέσα, τραβώ το φερμουάρ και εκδικούμαι με μια άπειρη ευχαρίστηση καμιά δεκαριά που πρόλαβαν να εισβάλλουν μέσα στο άδυτό μου. Τα ακούω να βουίζουν έξω σ΄ όλη την ατμόσφαιρα και μπροστά από το σιτάκι της σκηνής πετούν μιλιούνια. Τώρα τίποτα δεν μου κάνετε πια, καταραμένα. Αν η κόλαση έχει τόσα κουνούπια, δεν πάω εκεί.

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

πολύ ευχάριστες περιγραφές που μας ταξιδεύουν...επίσης φανταστική και πολύ σημαντική η αναφορά στην τροφοσυλλογή κατά τη διάρκεια του ταξιδιού!