Ο θάνατος της Ελλάδας τον 21ο αιώνα

Σε όλη του την ιστορία, ο μεσογειακός κόσμος με το ισορροπημένο περιβάλλον επιβίωσε μέσα από αυτό που λέγεται σήμερα τοπικότητα. Μέσα από την στενή σχέση του ανθρώπου με το περιβάλλον, στην κλασική του θεώρηση δηλαδή ως το οργανικό σύμπλοκο των τριών ενεργών παραγόντων φύση + κοινωνία + πολιτισμός. Για τούτο το λόγο η ελληνική κοινωνία έμεινε ζωντανή σε όλες τις αντίξοες και αφάνταστα σκληρές περιόδους της ιστορίας της. Και όμως σήμερα στον 21ο αιώνα τούτος ο τόπος οδεύει ακάθεκτος προς τον θάνατό του.



Για να το κατανοήσει κάποιος αυτό πρέπει να έχει ζήσει την ελληνική κοινωνία μέσα στο χρόνο, ώστε να δει την πορεία της και να υποψιαστεί την εξέλιξή της. Για τέσσερις δεκαετίες ταξιδεύω στην Ελλάδα με ποδήλατο, και ο ποδηλάτης εξ ορισμού είναι ο ταξιδιώτης που έχει την πιο ζωντανή επαφή με τους τόπους και με τους ανθρώπους τους. Νιώθω πως κατέχω ένα θλιβερό προνόμιο, κάτι που δεν φανταζόμουνα ότι θα μού τύχει, κάτι που θα απευχόμουνα, να ζήσω σήμερα τον αργό θάνατο αυτής της χώρας. Κάποτε γυρνούσα τη χώρα αυτή για να απολαμβάνω τις υγιείς κοινωνίες της ελληνικής υπαίθρου, σήμερα στους ίδιους τόπους συναντώ άδεια χωριά, μια εγκατάλειψη, μια ερημιά. Εκεί που οι τόποι έσφυζαν από ζωή, σήμερα συναντάς άδεια χωριά, ομάδες σπιτιών όπου δεν κυκλοφορεί ούτε γάτα.

Λαμβάνοντας υπόψιν τις κοινωνικές συνθήκες, μπορείς να βρεις εξήγηση, που δεν είναι άλλη από το κοινωνικό φαινόμενο της αστυφιλίας με όλες του τις προεκτάσεις. Η αστυφιλία σχετίζεται με τη χειραγώγηση των κοινωνιών, για να αποδυναμωθούν και να ελέγχονται αποτελεσματικότερα τα ανθρώπινα κοπάδια. Το φαινόμενο έχει την ιστορία του, και μια παθογενής και άναρχη και αρρωστημένη αστικοποίηση έχει ξεζουμίσει τη χώρα για αιώνες, σήμερα όμως το πράγμα πλέον χτυπάει κόκκινο, χειροτερεύει χρόνο με το χρόνο. Οι πολυεθνικές, γενικά οι μεγάλες εταιρείες, πάντα ένα πράγμα ήθελαν και θέλουν, τη διάλυση της τοπικής παραγωγής, τον έλεγχο του εμπορίου, ώστε να φύγει από τη μέση η τοπική παραγωγή για να πουλάνε στους αδηφάγους αστούς αυτά που εισάγουν από τον υπανάπτυκτο κόσμο όπου σε συνθήκες σκλαβιάς εκμεταλλεύονται φύση και κοινωνία παράγοντας με φτηνούς πόρους και εργατικά χέρια. Σε όλη τους την ιστορία οι Έλληνες επιβίωναν με την γεωργία και την κτηνοτροφία. Για παράδειγμα στα λεγόμενα 400 χρόνια της τουρκικής σκλαβιάς, οι τοπικές κοινωνίες είχαν ανεξαρτησία και δύναμη μέχρι και να κάνουν επαναστάσεις. Σήμερα με την ερήμωση της γης, οι άνθρωποι που θα υπερασπιστούν την ελευθερία τους απλά δεν υπάρχουν. Μόνο τυχαίο δεν είναι που ο τόπος αυτός γέννησε την κεντρική ιδέα της ελευθερίας. Αλλά μαζί με τον άνθρωπο πεθαίνει και η ελευθερία.

Το φαινόμενο έχει μελετηθεί από την κοινωνιολογία και την ανθρωπολογία και δεν συμβαίνει μόνο εδώ, έχει παρατηρηθεί παντού και πάντα σε όλη την ιστορία. Εδώ απλώς έρχεται με μια χρονική υστέρηση, όπως όλα λίγο πολύ. Όλη η Ευρώπη έτσι σταδιακά έφτασε εκεί που έφτασε σήμερα, με την κυριαρχία της οικονομίας της αγοράς. Η Ελλάδα λόγω ιδιαίτερων συνθηκών μιας ιδιότυπης αυτονομίας σε κάποια απόσταση από τους δυτικούς οικονομικούς μηχανισμούς, έμεινε σχετικά αλώβητη από τις αδηφάγες μεγάλες εταιρείες, όμως αυτές τα τελευταία χρόνια με τον αχαλίνωτο οικονομικό ανταγωνισμό και την παγκοσμιοποίηση της χρηματικής οικονομίας, έχουν λυσσάξει να καταπιούν όσα τελευταία κομμάτια της παγκόσμιας πίτας ξέφυγαν αφάγωτα. Σε όλο τον δυτικό κι όχι μόνο κόσμο ισοπέδωσαν τις τοπικές οικονομίες, θα γλιτώσει μια Ελλαδίτσα; Στην απάνθρωπη σημερινή οικονομία της αγοράς, τα μερίδια του λέοντος στα κέρδη τα αρπάζουν οι έμποροι, οι μεσάζοντες, οι τραπεζίτες, οι χαραμοφάηδες, τα παράσιτα της κοινωνίας, όχι αυτοί που δουλεύουν και παράγουν. Οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι σήμερα είναι η τελευταία τρύπα του ζουρνά και τα κορόιδα που θα δουλέψουν για να κερδίζουν οι αετονύχηδες της αγοράς. Ήρθε και η ώρα της Ελλάδας, θέμα χρόνου ήταν.

Αν έχεις διαβάσει για κάποιο καιρό αυτή τη σελίδα, μάλλον θα έχεις σχηματίσει την εντύπωση κάποιου τύπου που με το ποδηλατό του γυρνάει την Ελλάδα και περνάει όμορφα κι ωραία. Κι όμως, δεν περνάει μόνο όμορφα, αλλά συμβαίνει να υποφέρει κιόλας. Υποφέρει βλέποντας την ερήμωση, την εγκατάλειψη, την ισοπέδωση, την καταστροφή της γης, την υποβάθμιση των τόπων, την εκμετάλλευση της υπαίθρου για δραστηριότητες που το μόνο που εξυπηρετούν είναι τα οικονομικά συμφέροντα μιας χούφτας αστών που το μόνο που τους νοιάζει είναι τα νούμερα των τραπεζικών τους λογαριασμών. Παράδειγμα οι ανεμογεννήτριες, καταστρέφουν τα βουνά, χωρίς κανένα πραγματικό όφελος ενεργειακό στην ουσία, απλά και μόνο συμφέρουν οικονομικά στους αετονύχηδες μπίζνεσμεν της ενέργειας γιατί αυτοί ρουφάνε επιδοτήσεις από τον κρατικό κορβανά. Όσο λιγοστεύουν οι άνθρωποι που θα υπερασπιστούν τα βουνά τους, τόσο το καλύτερο για αυτούς. Όσο μεγαλύτερη η αστυφιλία, τόσο μικρότερες αντιδράσεις θα συναντούν.

Υπάρχει μια γνωστή ιστορία με τον βάτραχο και το ζεστό νερό, που ακόμη και αν δεν είναι αλήθεια (για να είμαι ειλικρινής δεν έκανα το πείραμα) περιγράφει μια οδυνηρή ανθρώπινη πραγματικότητα, αν ρίξεις τον βάτραχο σε καυτό νερό θα πηδήξει έξω, αλλά αν τον ρίξεις σε νερό φυσιολογικής θερμοκρασίας και το ζεσταίνεις σιγά σιγά θα μείνει μέσα και θα βράσει χωρίς να το καταλάβει. Οι ανθρώπινες κοινωνίες αργοπεθαίνουν χωρίς να το αντιλαμβάνονται, υπό το βλέμμα αυτών που κερδίζουν από αυτόν τον καλοστημένο αργό θάνατο. Πριν χρόνια όταν βρέθηκα στα Μηλιανά του νομού Άρτας είδα μερικούς ανθρώπους στο χωριό, αυτή τη φορά φέτος είδα μόνο έναν. Ο οποίος και μού είπε διάφορα περίεργα για τον τόπο. Τα πολλά κοπάδια που υπήρχαν κάποτε δεν υπάρχουν πια. Η φύση αλλάζει. Οι λύκοι αλλάζουν, η φυσιολογική συμπεριφορά του λύκου ήταν να κυνηγά βράδυ ή πρωί και πλέον κυνηγά και μέρα μεσημέρι, επιτίθεται και οτιδήποτε ζωντανό ακόμη και άνθρωπο καθώς συμβαίνει γενετική επιμιξία με σκυλιά δεσποζόμενα που ξεφεύγουν από αστούς που έρχονται το καλοκαίρι, αρκούδες εισβάλλουν στις κατοικημένες περιοχές, τα αγριογούρουνα ανεξέλεγκτα ρημάζουν τα πάντα, μέχρι που μού συνέστησε να κοιμηθώ σε προστατευμένο περιφραγμένο σημείο τη νύχτα. Αυτά που συμβαίνουν σήμερα στην ελληνική ύπαιθρο πριν λίγες δεκαετίες θα ήταν αδιανόητα. Έστησα τη σκηνή μπροστά στο εγκαταλελλειμένο σχολείο του χωριού για να περάσω τη νύχτα, στην κεντρική πλατεία που κάποτε στέγαζε δεκάδες παιδιά αλλά σήμερα μένει ένα κτίριο κλειδωμένο, άδειο και αραχνιασμένο. Το φυσικό σκοτάδι ποτέ δεν με τρόμαζε, όμως το ύπουλο σκοτάδι της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας το φοβάμαι.

Στους δρόμους της φωτιάς

 Βόρεια Εύβοια Μάρτης 2024, στους δρόμους της φωτιάς δυόμισι χρόνια μετά.